Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Τό ἔτος 529 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανός, μέ εἰδική διάταξη ἀπαγόρευσε τήν διδασκαλία μαθημάτων ἀπό “ἐθνικούς” διδα­σκά­­­λους. Αὐτό φωτο­γρά­φιζε κυρίως τήν Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν. Ὅπως γράφει ὁ χρο­νο­γράφος Ἰωάννης Μαλάλας: «…ἔπεμψεν εἰς Ἀθή­­νας, κελεύσας μη­δένα διδάσκειν φιλοσοφίαν, μήτε νόμιμα ἐξη­γεῖσθαι». Δηλαδή, κατά τόν Μίλτωνα Ἀνάστο «ἀπαγόρευε τή διδασκαλία τοῦ δικαίου καί τῆς φι­λοσοφίας στήν Ἀθήνα». [«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 337].
 
 
 
Ἡ πράξη τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἶναι ἀντίστροφή της πρά­ξεως τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ὅπως ὁ τελευταῖος εἶχε ἀπαγορεύση τήν δι­δα­σκα­­λία σέ χριστιανούς, τώρα ὁ πρῶτος τήν ἀπαγόρευσε σέ “ἐθνι­κούς”. Ὁ Ἰουστινιανός δέν διέταξε μέν τό κλείσιμο τῆς Σχολῆς, ἀλ­λά: «ἐστέρησε τούς δημοσία διδά­σκο­ντας τούς μισθούς αὐτῶν καί ἐδή­μευσε τά ἰδιωτικά ὑπέρ ἐπιστη­μο­νικῶν σκοπῶν καθιδρύ­μα­τα». [F. Gregorovius, «Ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν», Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ, Ἀθῆναι 1904, τόμος 1, σελ. 122]. Δηλαδή οἱ “ἐθνικοί” διδάσκαλοι «βρέθηκαν χω­­­ρίς μισθό». [Μίλτων Ἀνάστος («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 337)].
 
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν εἶχε παρακμά­σει σέ σημαντικό βαθμό. Ἀνατολίζοντες διδάσκαλοι δίδασκαν θε­ου­ργία, ἀστρολογία καί νεοπλατωνισμό μέ ἀνα­­το­λί­τι­κες ἰδέες. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher «ὁ συγκρητισμός καί μυστικισμόςεἰς ὄν παρεφθάρη ἡ νεοπλατωνική σοφία, ὑπό τάς ποικίλας ἐξ΄ Ἀσί­ας καί Ἀφρικῆς ἐπιδράσειςὀλίγα ἁγνά τῆς ἀρχαιότητος στοιχεῖα διε­φύλαξεν, ἐν μέρει δέ οὐδέ εἶναι ἄλλον τί παρά ψηλάφησις πρός εὔ­ρεσιν ἀντιδόγματος τινός, ἐπαρκοῦντος διά τάς ἀνάγκας τῶν ἐθ­νι­κῶν ἀντί τοῦ Χριστιανισμοῦ». [«Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 34].
 
Ἐνδεικτική εἶναι ἡ ἐθνικότητα τῶν πέντε ἀπό τούς ἑπτά τε­λευ­­­ταί­ους φιλοσό­φους πού δίδασκαν στήν Σχολή: Ὁ Σχολάρχης Δα­­­μά­σκιος ἦταν Σύ­ριος, ὁ Σιμπλίκιος ἦταν Κίλικας, ὁ Εὐλάμιος ἦταν Φρύγας, ὁ Διο­γένης ἦταν Φοίνικας καί ὁ Ἰσίδωρος ἦταν Γα­ζαῖ­ος! Τά μέτρα ἐξανάγκασαν τούς ἀνωτέρω νά ἀνα­στεί­λουν τήν λει­τουργία τῆς Ἀκαδημίας. Πάντως ὁ Μίλτων Ἀνάστος ἀναφέρει ὅτι «τούς φέρθηκαν μέ εὐγένεια καί σεβασμό, τούς ἐπιτράπηκε νά ἐγκατασταθοῦν ὅπου ἤθελαν καί ἀσφαλῶς τούς χορηγήθηκε σύντα­ξη ἀπό τόν αὐτοκρά­τορα». [«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 158].
 
Τελικά, ἀποφάσισαν νά ἐγκατασταθοῦν στήν Περσία τοῦ Χο­σρόη Α’, ἰδίως κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ Σχολάρχου Δαμασκίου πού ἦταν Σύριος καί μέλος τῆς ἀραμαιόφωνης κοινότητος! Ὁ λόγος μεταναστεύσεώς τους κατά τόν Ἀγαθία, δέν ὀφείλεται σέ διωγμό ἀλλά «ἐπειδή αὐτούς ἡ παρά Ρωμαίοις κρατοῦσα ἐπί τῷ κρείτ­τονι δόξα οὐκ ἤρεσκεν». [Δηλαδή δέν τούς ἄρεσε ἡ θρησκεία τῆς Αὐτοκρατορίας.]...
Ἡ παραμονή τούς ὅμως στήν Κτησιφώντα ἦταν τραυ­ματική. Ὅπως περιγράφει ὁ Robert Browning, βρῆκαν «ἀποκρουστική ὄχι μό­­νο τήν ἀλαζονεία καί τήν ἀπανθρω­πί­α τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, ἀλλά καί τή ροπή τῶν ὑπη­­κό­ων τους στίς κλοπές, στή μοιχεία καί σέ κάθε εἴδους “ἀδι­κίαν”, ἀλλά καί τή ροπή τῶν ὑπη­­κό­ων τους στίς κλοπές, στή μοιχεία καί σέ κάθε εἴδους “ἀδι­κίαν”» [«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 158]. Γι’ αὐτό, κατά τόν Ἀγαθία προτιμοῦ­σαν νά πεθάνουν μό­λις πα­τού­σαν ξανά τά βυζαντινά χώματα παρά νά παρα­μεί­νουν στήν Περ­σία! Ἔτσι ἐπέ­στρεψαν ἄρον ἄ­ρον τό 531.
 
Πάντως δέν εἶναι διόλου βέβαιο ὅτι ἡ Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν δέν ξαναλειτούργησε. Κατά τόν F. Gregorovius: «ἐξακολούθη­σαν ὑφιστάμεναι ἐν Ἀθήναις ἰδιωτικαί τῆς ρητορικῆς καί γρα­μ­μα­τικῆς». [«Ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν» Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ, Ἀθῆναι 1904, τόμος 1, σελ. 122, 123]. Ἐνῶ κατά τόν A. Cameron ἡ Ἀκαδημία χωρίς χρημα­τι­κές πα­ροχές, περιόρισε ἀλλά δέν διέκοψε τήν λειτουργία της. [«The Last Days of the Academy of Athens», Proceedings of the Cambridge Philological Society 195 [1969], 8, 25]. Τό ἴ­διο ἐπισημαίνει καί ὁ Robert Browning, γράφοντας ὅτι ἡ σχολή συ­νέχισε νά λειτουργεῖ «ὥς τό τέλος τοῦ 6ου αἰώνα ἤ ἀργότερα». [«Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 44]. Τοῦ­­το ἐπιβεβαιώνει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου γράφοντας πώς «ἡ Σχο­­λή ἐλειτούργησεν εἰς τάς Ἀθήνας μέχρι τέλους τοῦ ΣΤ’ αἰῶνος, ἴσως καί βραδύτερον». [«Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 292]. Ὑπάρχουν μάλιστα ἐνδείξεις, ὅτι στίς ἀρ­χές τοῦ 7ου αἰῶνος, σπούδασε στήν Ἀθήνα ὁ μετέπειτα ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τοῦ Cantebury Θεόδωρος [Β. Σπανδάγου - Ρ. Σπανδάγου - Δ. Τραυλοῦ, «Οἱ θετικοί ἐπιστήμονες τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς» σελ. 56] καί ὁ φιλόσοφος Τυχικός ὁ Βυ­ζά­ντιος [Steven Runciman «Βυζαντινός πολιτισμός» σελ. 253].
 
Ὅπως καί νά ἔχη, τό κέντρο τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας πλέον εἶχε γίνει τό Πανδιδακτήριον τῆς Κωνσταντι­νου­­­­πό­­λεως, ὅπου διδασκόταν ἡ ἑλληνική γραμματεία, ἡ φιλοσο­φία, ἡ ρη­τορική, τά μαθηματικά, ἡ ἀστρονομία καί ἡ νομική καί δευ­­τε­­ρευό­ντος ἡ Φιλοσοφική Σχολή τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἡ ἀνα­στο­λή λειτουργίας τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἀθηνῶν κάθε ἄλ­­λο παρά τό τέλος τῆς παιδείας ἐπέφερε. Ἀντιθέτως, ἡ ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ θεωρεῖται πολιτιστικά “χρυ­σός αἰώνας” πού ἀνέδειξε σπουδαίους ἀρχιτέκτονες καί μαθηματικούς (Ἰσί­δω­ρος, Ἀνθέμιος), σπουδαίους ἱστορικούς (Προκόπιος), σπουδαίους ποι­η­­τές καί ὑμνογράφους (Ἀγαθίας, Ρωμανός Μελωδός) καθώς καί ἀνε­πα­να­­ληπτες δημιουργίες (Ἁγία Σοφία, ψηφιδωτά Ραβένας).
Κατά τόν Karl Krum­ba­cher: «Ἡ τῶν Ἀθηνῶν νεοπλατωνική Ἀκαδημία ἦτο ἐντός τοῦ με­γά­λου ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου ἐν ἐλάχιστον σημεῖον. Ἡ ἐξά­­λει­ψις δέ αὐτῆς δέν παρῆγεν οὐδεμίαν συγκλόνησιν ἤ μεταβολήν… ἡ πα­λαιά αὐτῆς λάμψις πρό πολλοῦ ἤδη ἀνεπιστρεπτί εἶχε σβε­σ­θῆ».[«Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 28].
 
Ὁ A. A. Vasiliev σημπληρώνει: «Τό κλείσιμο τῆς εἰδωλολα­τρι­κῆς Α­κα­δημίας τῶν Ἀθηνῶν… δέν μποροῦσε νά βλάψει στά σο­βα­ρά τή λο­γο­τεχνία καί τήν παιδεία τῆς περιόδου αὐτῆς, δεδομένου ὅτι ἡ σχο­λή αὐτή εἶχε ἐκπλη­ρώ­σει τόν προορισμό της… Οἱ θησαυροί τῆς κλα­σικῆς λογοτεχνίας εἰσχωροῦσαν σιγά - σιγά στά δημιου­ργή­μα­τα τῆς χρι­στια­νικῆς λογοτεχνίας. Τό Πανεπιστήμιο τῆς Κωνστα­ντι­νου­πό­­λεως τό ὁποῖο ὀργάνωσε ὁ Θεοδόσιος Β’, συνέχισε τή δράση του…». [«Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 241].