Η "ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ" ΙΤΑΛΙΑ: Ο ΙΤΑΛΙΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1072

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Κατά τόν 4ο αἰώνα, στήν βό­­ρεια Ἰταλία κυριαρχοῦσαν οἱ λατινικοί πληθυσμοί, ὅμως στήν κεντρι­κή καί κυ­ρίως στήν νότια ἡ ἑλληνική παρουσία ἦταν καθωριστική. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπῆρξε μέχρι τόν 3ο αἰώνα ἑλληνική καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα κυριαρχοῦσε ἐκεῖ μέχρι τά τέλη τοῦ 3ου - ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος. Ὅπως γρά­φει ὁ Cyril Man­­go «στό νότιο τμῆ­μα τῆς (ἰταλικῆς) χε­­­ρ­σο­νήσου καί ὀπωσδή­πο­­τε στήν ἀ­νατολική ἀκτή τῆς Σικελίας, ἐξα­­κολουθοῦσαν νά μι­λοῦν ἑλλη­νι­κά». [«Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης» σελ. 33).
 
  • Ὀσ­τρο­γοτθική κατάκτηση καί “ἐπα­νά­κτησίς”
Ἡ κα­­τά­κτη­­ση τῆς Ἰταλί­ας ἀ­πό τούς Ὀσ­τρο­γότ­θους (493) δέν ἀλ­λοί­ωσε ἐθ­νο­­λογικά τόν πλη­­θυ­σμό. Κατά τίς ἐκτιμήσεις τῶν ἱστορικῶν, οἱ νεόφερτοι Ὀστρογότθοι δέν ξε­πέρασαν σέ ὅλη τήν Ἰταλία τούς 100.000 (βλπ. καί Cyril Mangoὅ.π. σελ. 33). Ἐξ’ ἄλ­λου, δέν ἄργησε νά ἔλθη ἡ “ἐπα­νά­κτησίς” της ἀ­πό τόν Ἰου­στι­νια­νό (538 - 551), μέ τήν ὁποία, κατά τόν Kenneth Setton παρατηρήθηκε μία «ἐνίσχυση τῆς ἑλληνικῆς λό­γιας παράδοσης». [«Τό Βυζαντινό ὑπόβαθρο τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης» σελ. 12].
  • Τό Ἐξα­ρχᾶτο τῆς Ρα­βέν­νας (568-751)
Οἱ ἀνε­ξά­ρτητοι λομ­βα­­ρδικοί καί ἑλληνοβυ­­ζα­­ντι­νοί “θύ­λα­κες” πού σχη­ματίσθηκαν στήν συ­νέχεια ὁδήγη­σαν τόν Μαυρί­κιο νά ἱδρύση τό “Ἐξα­ρχᾶτο τῆς Ρα­βέν­νας”. Ἀπό τό 568 ἕως τό 751 ὁ βυζαντινός Ἑλληνισμός ἐκεῖ ἀποτέλεσε πηγή ἐξελ­­λη­­νι­σμοῦ, κέντρο ὑπέροχης βυζαντινῆς τέχνης καί θεολογι­κῆς - φιλοσοφικῆς ἐπιρροῆς.πού. Πε­ριε­­λά­μ­­βα­νε τά δου­κάτα Ρώ­μης, Βε­νε­τίας, Κα­­­λαβ­ρί­ας, Νε­α­πό­λε­ως, Λου­κανίας, Πεντα­πό­λεως [Ἀνκόνα, Φά­νο, Πέζαρο, Ρί­μι­νι καί Σενιγκάλλια], Πε­­­ρούτζιας, Ἴσ­τ­ριας καί Σορ­ρέ­ντο .καί ἄλλα «πυ­­κνοκα­τοι­κη­μέ­να Ἑλληνικά ἐθνικά κέντρα».[A. Veselovsky «Βοκάκιος»]. Τά κέντρα αὐτά ἐνι­­σχύθηκαν «μέ τή μόνιμη ἐγκατάσταση Ἑλλήνων πού ἀφίχθησαν γιά πρώτη φορά μεταξύ 636 - 642». [Kenneth Setton «Τό Βυζαντινό ὑπόβαθρο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀναγέννησης» σελ. 13]. Σέ αὐτά ἡ δι­οί­κη­ση εἶναι ἑλληνόγλωσση καί γίνονται κέν­τρα ἑλλη­νικοῦ πο­­­λιτι­σ­μοῦ καί ἔξο­χης βυζαντινῆς τέχνης.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Kenneth Setton, περί τό 800 μόνο στήν Ρώμη ὑπῆρχαν δώ­δεκα ἑλ­λη­­νικές μονές («Τό Βυζαντινό ὑπόβαθρο τῆς Ἰτα­λι­κῆς Ἀναγέννησης» σελ. 17). Τό 752 καταγράφεται καί ὁ τελευταῖος Ἰταλιώ­της Ἕλλη­νας πάπας τῆς Ρώμης, ὁ Ζαχαρίας ὁ Καλαβρός. Γιά τήν Βενετία ὁ Cha­r­les Diehl γράφει «ἑλληνική ἀπό τήν καταγωγή καί τά ἤθη της, ἦταν ὁ πιό πιστός καί ὑπάκουος ὑποτελής τῆς αὐτοκρα­το­ρίας». («Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 56).
 
  • Τό δουκάτο Καλα­βρί­ας
Ἱκανός ἀριθμός Ἑλλήνων με­τα­βαίνει στήν Καλαβρία καί Σικελία καί κατά τήν ἐκστρατεία τοῦ Κώ­νσταντος Β’ (663 - 668), ὁπότε καί ἱδρύεται δουκάτο Καλα­βρί­ας. Νέα μεγάλη ἐγκατάσταση Ἑλλήνων -περίπου 50.000- ἔγινε τόν 8ο αἰώνα, λό­γω τῆς Εἰκονομαχίας, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Kenneth Set­ton «ἐνδυνάμωσαν καί διαφοροποίησαν τό ἑλλη­­νικό στοιχεῖο στήν Κα­­λαβρία. Ἔφεραν ἐπίσης μαζί τους τίς λει­του­ρ­γίες τοῦ Βασιλείου καί τοῦ Χρυσοστόμου, πού τελοῦνταν στήν Κων­σταντινούπολη». [«Τό Βυζαντινό ὑπόβαθρο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀναγέννησης» σελ. 21].
  • Τά Θέ­μα­­τα Λογγιβαρδίας καί Κα­λα­­βρί­ας (885-964)
Μετά ἀπό ἀγῶνες, τό 885 ἡ Κάτω Ἰταλία ἀνα­κτᾶται καί τό Ε­ξα­ρχᾶτο ὑποκαθιστοῦν τά Θέ­μα­­τα Λογγιβαρδίας καί Κα­λα­­βρί­ας μέ πρω­τεύουσα τήν Βάρι. Ὁ Ἑλληνισμός της ἐνισχύεται ἀ­πό ἀ­ποί­­­κους τῆς Πελοποννήσου καί ἄλλων ἑλλη­νι­κῶν περιοχῶν, ἰδίως δυ­­­τικά τῆς Βάρεως, ἐνῶ ἡ Καλαβρία ἐνισχύεται περαιτέρω ἀπό σι­κε­­λιῶτες Ἕλληνες μετανάστες. Ἱδρύεται ἡ Ἀρ­χιεπισκοπή Καλαβ­ρίας μέ ἕδρα τό Ρήγιον καί ἡ Μητρόπολις Ἁγί­ας Σεβηρίνης (886). Ὁ πο­λύ­με­τω­­πος ἀγώνας συνε­χί­ζεται. Τό Ρή­γιον, ἡ Νεάπολις, τό Τέ­ρ­μι­νο, συ­χνά χάνονται καί ἀ­να­κτῶνται.
 
  • Τό Κατεπανάτο Ἰταλίας (964-1071)
Τό 964 ἱδρύεται τό «Κατεπανάτο Ἰταλίας» ὑπό τό ὁ­ποῖ­­ο τίθε­νται τό Βενεβέντο, τό Σαλέρνο, ἡ Ἀμά­λφη, ἡ Νεα­πό­λις, ἡ Γα­έ­τα καί ἡ Βά­ρις καί τό 968 ἱδρύεται ἡ Μητρόπολις Ὑδροῦντος (Ot­r­ando) καί ἡ Ἀρχιεπισκοπή Σαρδηνίας.
Μέ τήν νίκη τῶν Καν­νῶν Ἀπου­λίας (1018) ἔχουμε νέα ἄνθηση τοῦ ἰταλιώτικου Ἑλλη­­νι­σμοῦ πού κα­τά τόν Char­les Di­­ehl: «ξανάγινε μία πρα­γμα­­­τι­­κή Με­γά­λη Ἑλλά­δα».[«Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 55]. Γράφει γιά τίς ἐπαρχίες Ἀπουλίας καί Καλαβρί­ας ὁ Francois Lenormant ὅτι ἦσαν: «ἐντελῶς ἑλληνικαί τήν τέ γλῶσσαν καί τόν νοῦν καί τό θρήσκευμα. Ὁ Κρότων, τό Σκυλά­κι­ον, τό Ρήγιον, τό Ρωσ­­σά­νον, ὁ Ὑδρούς, ὁ Τάρας, ἡ Καλλίπολις εἶναι πο­λεῖς γνησίως καί ἐν­τελῶς ἑλληνικαί». [«La Grande Grece», 1881].
Ἐ­πι­τυ­χεῖς ἀ­γῶνες διε­ξά­­γο­­νται κα­τά τῶν Νο­ρμα­ν­δῶν (1042). Μετά τό Σχί­σμα τοῦ 1059 ὅμως τό «Κατε­πα­­νά­το Ἰτα­λίας» κλο­νίζεται ἀπό τούς Νορμαν­δούς πού -μέ τήν στήριξη τοῦ πά­­πα- κατακτοῦν τόν Τάραντα, τό Βρι­νδή­σι­­ον, τό Ρήγιον, τήν Ὑδ­­ρού­­ντα καί τό 1071 τήν πρω­τεύουσα Βάρι.
  •  Βυζαντινή Σικελία μέχρι τό 1072
Στήν Σικελία ὁ ἑλληνισμός ἦταν ἐπίσης ἀκμαιότατος καθ’ ὅλη τήν περίοδο ἀπό τόν 7ο μέχρι τόν 11ο αἰώνα, ἐνῶ λειτουρ­γού­σαν 58 ἑλληνικές μονές. Τό 800 ἱδρύεται Ἀρ­χιε­πισκοπή Σικελίας μέ ἕδρα τίς Συρακοῦσες.
Ἀπό τό 827 μέχρι τό 902 ὅμως, οἱ Ἄραβες κα­­τόρθωσαν νά τήν καταλάβουν καί ἡ Ἀρχιε­πι­σκοπή μετατίθεται στήν Κατάνη. Προ­σπά­θειες γιά ἀπε­λευ­­θέ­­­­ρω­σή της δέν παύουν ἐ­νῶ δια­­τη­ρεῖται “στ­ρα­­τηγός Σικελίας” μέ προ­­σωρινή διοίκη­ση τό Ρή­­γιο (964).
Ὁ Βασίλειος Β’ σχεδίαζε ἐκτενῆ ἐκστρατεία ἀπελευθερώσεως τῆς Σι­κε­λίας ἀλλά ἀπεβίωσε κατά τόν σχεδιασμό της. Τήν πε­ρί­­ο­δο 1038 - 1040 ἡ Σι­κε­λία πρόσκαιρα ἀπε­λευ­­­θερώνεται (μάχη Ρα­­μέτ­τας). Τελικά, ἀκο­λου­θεῖ καί αὐτή τήν τύ­χη τῆς Κάτω Ἰταλίας καί μέχρι τό 1072 κα­τακτᾶται ἀπό τούς Νο­ρ­­μανδούς.
 
  • 9ος-11ος αἰώνας: Περίοδος ἀνθήσεως τοῦ Ἰταλιώτου Ἑλληνισμοῦ
Ἡ περίοδος ἀπό τόν 9ο μέχρι τόν 11ο αἰώνα θεωρεῖται «περίο­δος ἀνθήσεως τοῦ Ἰταλιώτου Ἑλληνισμοῦ». [Δ. Ζακυθηνού «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 409]. Περί τά 265 ἑλλη­νι­κά μο­ναστήρια καί σχολεῖα ἀναφέρο­νται, ὅπως οἱ Μονές Ἁγίου Φι­­­λίπ­που στήν Αἴτνα, Σωτῆρος στήν Μεσσήνη, Ἀπο­­στό­λου Πέ­τρου στόν Τάραντα, Σαλίνων στό Ρήγιον, Ὁσίου Ἡλίου στό Μερκού­­­ριο, Ὁδη­γητρίας στό Ροσσάνο, Κρυπτοφέρρης στό Του­σ­κού­­λο κ.ἄ. Δια­πρε­πέστερος Ἕλληνας μοναχός ἀναδεικνύεται ὁ Ὅσιος Νεί­­­­­­­­λος (910 - 1004) ἐνῶ τόν 11ο αἰώνα διακρίνονται οἱ ὑμνο­γρά­φοι Παύ­­­λος, Βαρθολομαῖος, Λεόντιος, Ἀρσένιος, ὁ Ὅσιος Λου­κᾶς Ἀ­σύ­­­λων κ.ἄ. (βλπ. καί Analecta Hym­ni­ca Graeca).
Ἀπό τήν Σι­κελία κα­τά­­­γο­νται ἐπίσης μεγάλοι Ἕλληνες ὑμνογράφοι ὅπως ὁ Πα­τριά­ρ­χης Μεθόδιος (843 - 847) καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος (816 - 886). Ἀνα­πτύσ­σε­ται ἐπίσης ἡ “θύρα­θεν παιδεία” ὅπως τό «Λεξι­κόν» τοῦ Ψευ­­δο­κυρίλ­λου, τό «Ὀνομαστικόν» του Πολυδεύκους κ.ἄ.
Μετά τήν νορμανδική κατάκτηση, ὁ Ἰταλιώτης Ἑλληνισμός θά συ­νεχίση τήν πνευματική αὐτονομία καί ἀκμή του μέχρι τόν 15ο αἰ­ώ­να...
 
 
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)