Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

 τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Οἱ βίαιες δολοφονίες, τά ἐγκλήματα καί οἱ αἱματηρές ἐξεγέρ­­σεις ἦ­ταν ἕνα συχ­νό φαινόμενο στήν Ἀλεξάνδρεια. Καί δέν ἔκα­ναν διά­κρι­ση ἀνάμεσα σέ χρι­στια­νούς ἤ “ἐθνι­κούς”: Τό ἔτος 361 ὁ χριστιανός ἐπίσκοπος Γεώρ­γιος Καππαδοκίας -διδά­σκα­λος καί προστάτης τοῦ τότε Αὐτο­κρά­­τορος Ἰουλιανοῦ- κατακρεουργή­­θηκε καί τό σῶμα του παραδό­θη­κε στήν πυρά. Ἐπίσης τό ἔτος 457 ὄχ­λος “μονοφυσιτῶν”, δολοφόνησε τόν Πατριάρχη Ἀλεξαν­δρεί­ας Προτέ­ριο μέσα στήν κολυμβήθρα τοῦ ναοῦ (!) καί κατόπιν ἔσυρε τό πτῶμα του μέ σκοι­νί, τό ἔδωσε σέ ζῶα νά τό φάνε καί στό τέλος ἔκα­ψε ὅτι εἶχε ἀπό­μείνει…
 
Στίς 8 Μαρτίου 415 συνέβη ἕνα τραγικό γεγο­νός. Δολο­φο­­­νή­θη­κε ἄγρια ἡ ἀλεξανδρινή φιλόσοφος Ὑπατία. Ἡ νεοπλα­τω­­νική φι­­λόσοφος, ἀστρονόμος καί μαθηματικός, ἦταν ἰδιαίτερα ἀγα­πη­τή σέ ἐθνι­κούς καί χριστιανούς. Συμπαθοῦσε καί προ­στά­­­τευ­ε τούς χρι­στιανούς μαθητές της, δύο ἐκ τῶν ὁποίων ἔγι­ναν ἐπί­σκοποι. Ἡ δολοφονία της δέν εἶχε θρησκευ­τι­κά κί­νη­τρα.
 
 
Τά γε­γο­νότα εἶχαν ὡς ἑξῆς:
 
Ἦταν ἡ περίοδος πού ὁ Κύριλλος εἶχε ἐκλεγεῖ Πατριάρχης Ἀλε­­­­ξαν­δρείας, ὁ ὁποῖος σχεδόν ἀμέσ­ως ἦλθε σέ σύγ­κ­ρουση ἁρμόδιο­­τή­των μέ τόν ἐπίσης Χριστιανό ἔπα­ρχο Ἀλεξαν­δρεί­ας Ὀρέστη, πού συνδεό­ταν μέ φιλία μέ τήν Ὑπατία.
 
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ἀλεξάνδρεια μαστιζόταν ἀπό λυσσώδεις δια­μάχες μεταξύ τοῦ πολυπληθοῦς ἑβραϊκοῦ στοιχείου τῆς πό­λε­ως καί τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ὀρέστης δέχθηκε ἑβραϊκές καταγ­γε­­­λίες ὅτι ὁ ἔμπιστος τοῦ Κύριλλου, γραμματικός Ἱέραξ, παρακι­νοῦ­σε τά πλήθη «εἰς ἀντιϊου­δαϊ­κήν στάσιν». Τότε ὁ ἔπαρχος διέτα­ξε νά μαστιγωθῆ ὁ Ἱέραξ [Παναγιώτου Χρήστου «Ἑλληνική Πατρολογία», Τόμος Δ΄ σελ. 341]. Ἔξαλλος ὁ Κύριλλος κάλεσε τούς ἡγέ­τες τῶν Ἰου­δαίων νά παύ­σουν τίς προκλήσεις, ἀλλά ἐκεῖνοι πρόχώ­­ρησαν σέ μία ἀ­νεί­πωτη πράξι: Διέδωσαν ὅτι δῆθεν καίγεται ὁ να­ός τοῦ Ἁγίου Ἀλε­­ξάνδρου. Ἀνύ­πο­πτοι οἱ Χριστιανοί ἔσπευσαν νά τόν σώσουν καί ἔπεσαν στήν πα­γίδα τῶν Ἰουδαίων οἱ ὁποί­οι τούς «κατέ­σφα­ξαν»! [Θεοφάνους «Χρονικόν» PG 108, 224].
 
Ἀμέσως ὁ Πατριάρχης κατέσχεσε τίς συ­­­να­γωγές τῶν Ἰου­δαίων καί τούς ἀπέλασε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, δη­μεύ­οντας τήν περιουσία αὐτῶν πού πρωτοστάτησαν στίς δο­λο­φο­νίες [Γεωργίου Φλωρόφσκυ «Οἱ Βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα» σελ. 457]
 
Ὁ ἔπαρχος Ὀρέστης φαινόταν νά μεροληπτῆ ὑπέρ τῶν Ἰου­δαί­­ων καί κατά τοῦ Κυρίλλου μέ συνέπεια τήν διαδήλωση περίπου 500 μο­ναχῶν τῆς Αἰγύπτου κατά τοῦ ἐπάρχου. Ἕνας ἀπό αὐτούς πέτα­ξε μία πέτρα ἡ ὁποία κτύπησε τόν ἔπαρχο. Ἐκεῖνος τόν συνέ­­­λα­­βε, τόν βασάνισε καί τόν σκότωσε!
Τά πράγματα εἶχαν φθάσει στά ἄκρα. Ἡ Ὑπατία ἦταν ἡ κύ­ρια ὑποστηρικτής καί σύμβουλος τοῦ ἐπάρχου Ὀρέστου. Καί θεω­­ρή­θη­κε ἡ ὑπεύθυνη τῆς φιλοϊουδαϊκῆς καί ἀδιάλ­λα­κτης στάσεως τοῦ τελευταίου ἔναντι τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου [ Βλπ. Maria Dzielska, «Ὑπατία ἡ Ἀλεξανδρινή» σελ. 164 - 165].
Μέσα στήν ἐξαλλοσύνη, τίς βιαιότητες καί τίς συγκρούσεις πού ἐπικρατοῦσαν ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, ἕνας συρφετός φανατικῶν μέ ἐπικεφαλῆς κάποιον Πέτρο, συνέλαβε τήν Ὑπατία, τήν ἔσυ­ρε στήν ἐκκλησία πού ὀνομαζό­ταν «Καισάρειον», τῆς ἔσκισαν τά φο­ρέματα καί τήν κα­τα­κρε­ού­ργη­σαν μέ θραύσματα κε­ρα­μι­κῶν! [Σωκράτους «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία» Ζ' 15, Ἰωάννου Νικίου «Χρονι­κόν» 87 - 103].
 
Ὅπως εἴδαμε, ἡ φρικτή δολοφονία δέν εἶχε θρησκευ­τι­κά, ἀλλά πολιτικά κίνητρα. Ἡ Ὑπατία δέν δολοφονήθηκε γιά τίς θρησκευτικές ἤ φιλοσοφικές πεποιθήσεις της. Ὑπῆρξε θῦ­­­­μ­α τῆς πο­λιτικῆς διαμάχης μεταξύ Ἐπά­ρχου καί Πα­­τρι­ά­­ρ­χου, σέ μία ἐπο­­χή γενικωτέρων αἱματηρῶν συγκρούσεων καί σφα­γῶν.
Ἡ φρικαλέα πράξη ἀποδοκιμάσθηκε ἀκόμη καί ἀπό τούς πιό ἔνθερμους Χριστιανούς. [Pierre Chuvin «Οἱ τελευταῖοι ἐθνικοί. Ἕνα χρονικό τῆς ἧττας τοῦ παγα­νι­σμοῦ» σελ. 112]. Καί πρῶτα ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό ἱστο­­ρικό Σωκράτη. Διχασμένες εἶναι οἱ ἀπόψεις γιά τόν ρόλο τοῦ Πα­­τριάρχου Κύριλλου. Ὁ Σωκράτης ἀνα­­­φέ­ρει ὅτι ὁ φό­νος προσή­ψε «οὐ μικρὸν μῶμον» στόν Κύριλλο. Κανένα ἀπό­δει­κτι­κο στοι­χεῖο ὅμως δέν ὑπάρχει ὅτι εἶχε κάποιον ρόλο ἤ ὑποκίνηση.
 
Οἱ ἰσχυρισμοί ὅτι ὁ θάνατός της σήμανε δῆθεν τήν παρακμή τῆς ἀλε­ξα­­νδρινῆς φιλοσοφίας δέν εὐσταθοῦν. Μέχρι τόν 7ο αἰώνα πού ἐπῆλθε ἡ ἀρα­βική κατάκτηση οἱ Φιλοσοφικές καί Ἰατρικές Σχολές τῆς Ἀλεξαν­δρεί­ας εἶχαν πάρει τήν πρωτοκαθεδρία ἀκόμη καί ἀπό τήν Ἀθήνα, ἐνῶ ἔδρα­σαν διάσημοι φιλόσοφοι -ἐθνικοί καί χριστια­νοί- ὅπως ὁ Ἱεροκλῆς, ὁ Ἑρ­μεί­ας, ὁ Ὀλυ­μπιό­δω­ρος, ὁ Ἰωάννης Φι­λόπονος, ὁ Στέ­φα­νος Ἀλε­ξα­ν­δρεύς κ.ἄ.