Η "ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ" ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ: ΕΝΝΟΙΑ & ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ “ΡΩΜΑΙΟΣ”, “ΕΛΛΗΝ” & “ΓΡΑΙΚΟΣ”

Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.

Κατά τήν διάρκεια τῶν 1129 ἐτῶν βίου τοῦ Κράτους πού συμβατικά ἀποκαλοῦμε «Βυζαντινή Αὐτοκρα­τορία», οἱ «Βυζα­ντι­νοί» οὐδέ­πο­τε αὐτοπρο­­­σδιο­ρί­σθη­καν ἔτσι. Ὁ ὅρος ἴσχυε μόνο γιά τούς κατοίκους τῆς Πρω­­­τεύ­ουσας (Βασιλεύουσας) πού ἱδρύθηκε στήν ἀρχαία ἑλλη­νι­­­κή πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζα­κυ­­­θηνός «Κατ’ αὐτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντίων πόλις ἦτο ἡ Κων­στα­­ντι­­νού­πο­λις, Βυζάντιος δέ ὁ κάτοικος αὐτῆς».[1]

 πό τούς Λατίνους Romani στούς Ἕλληνες “Ρω­μαί­ους”

 Ὅταν τό ἔτος 212, ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Καρακάλας ἀπένει­με μέ νόμο τήν ἰδιότητα τοῦ “Ρωμαίου πολίτου” σέ ὅλους τούς ἐ­λευ­­­θέ­ρους ὑπηκόους τῆς Αὐ­­­το­κρατορίας ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς κα­­­ταγω­γῆς, ὁ ὅρος “Ρωμαῖος” ἔπαυσε νά ἀποτελῆ ἐθ­νι­­κό αὐτό­προ­­­­σδιορισμό του λαοῦ ἀ­πό τό Λάτιον πού εἶχε ἕδρα τήν Ρώμη. “Ρω­­­μαίοι” πλέ­ον ὀνομάσθηκαν ὅλοι οἱ ἐ­λεύ­θε­­­­ροι κά­τοι­κοι τῆς Αὐ­το­­κρα­τορίας, εἴτε ἦσαν Λατίνοι, εἴτε Ἕλλη­νες, Γα­λά­τες, Αἰ­γύ­πτιοι, Σύ­ριοι κ.ο.κ. Ὁ ὅρος ἀπεθνικοποιήθηκε καί ἔ­λα­βε πο­λι­τι­κή ση­μα­­σία. Παράλληλα, ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα ἤδη ἀπώλεσε παντελῶς τό ἐθνικό νόημά του καί ἄρ­χι­σε νά προσ­λα­μβά­νη θρησκευτικό χαρακτήρα καί νά χαρακτηρίζη τούς εἰδω­λο­­­λά­τρες ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ γλώσσας καί νά «διαγράφεται σιγά - σιγά ἀπό τά πάτρια καί τίς μνῆμες» .[2]   

Μέ τήν ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως - «Νέας Ρώμης» στό ἑλληνικό Βυζάντιο τό 324, τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας διαχωρίσθηκε διοικητικά ἀπό τό δυτικό. ἐπικράτειά του ταυτί­σθη­κε μέ τήν Αὐ­το­κρα­­τορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τά βα­σίλεια τῶν ἐ­­πιγό­νων του. Δη­λα­δή μέ τόν Ἑλλη­νι­στι­κό Κό­σμο. Τόν 5ο αἰώνα ἐπῆλθε ἡ κατάλυσις τῆς Ρώμης καί τοῦ δυτικοῦ τμή­ματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τά γερμανικά φύλα.

Ἔκτοτε τό ἀνατολικό τμῆ­μα ἔμεινε ἡ μόνη “Ρωμαϊκή Αὐ­­τοκρα­το­ρία” καί οἱ Ἕλληνες ἤ ἐ­ξελ­ληνισμένοι ὑπήκοοί του, οἱ μόνοι «Ρω­μαῖοι». Ὅπως τό διετύπωσε ὁ Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος, ἐπρόκειτο γιά αὐτοκρατορία «ἑλληνική συγχρόνως καί ρωμαϊκή, ὕστατη κατά­λη­ξη τόσο τῆς ἑλληνικῆς ὅσο καί τῆς ρωμαϊκῆς ἱστορίας…».[3]

Παρά τόν ὁλοκληρωτικό ἐξελληνισμό τοῦ Κράτους οἱ Βυζαντι­νοί Αὐτοκράτορες παρέμειναν πεισματικά προσκο­λη­μένοι στήν δια­τήρησι τοῦ “ρωμαϊκοῦ κε­κτη­­μέ­νου”. Ὁ Ἡράκλειος καί οἱ διά­δο­χοί του ὑπέγραφαν σέ ἄπταιστα ἑλληνικά «Πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Καί γιά τήν κρατική ἐ­πι­­­κράτεια ἐπικράτησε ὁ ἐξελληνισμένος ὅρος «Ρωμανία» ἀπό τό ἀρ­χικό λατινικό «Romania».

Καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ Nikolae Iorga «ἐκείνη τήν ἐποχή γεννήθηκε τό ἑλληνικό κράτος, διότι οἱ ρωμαϊκές ἀναμνήσεις ὁλοένα καί χάνονταν καί ἀπέμενε μόνο τό ὄνομα ὡς εἰ­ρωνεία».[4] Ἐ­πε­­­ξη­γεῖ ὁ Διο­ν. Ζα­­κυθηνός: «Σύμ­­­φω­να πρός τήν θε­με­­­λι­ώ­­­­δη πε­­ρί κρά­­­­­τους καί οἰ­κου­­­μένης θεω­ρίαν των, οἱ Βυζαντινοί ὑ­πε­λάμ­βα­νον ἐ­­­α­υ­­­τούς δια­­δό­­χους ἀμέσους τοῦ Ρω­­μαϊκοῦ Κρά­τους καί συ­νε­χι­­στᾶς τῆς Ρω­μα­­ϊ­κῆς πα­ραδό­σε­ως».[5]

 Ἡ “ὡραία ἐκ­δί­κηση τοῦ Ἑλλη­νι­σμοῦ πάνω στόν Ρω­μαῖο κατακτητή”

 Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου τοῦ Βα­­σιλέως «τῶν Ρωμαίων», ἀπη­χοῦ­σε τήν κεντρική κρατική ἰδεο­λο­γία τοῦ νομίμου κλη­ρονό­μου τῆς αὐ­τοκρα­το­ρι­­κῆς οἰκουμενικῆς ἰδέας πού μεταβιβάσθηκε ἀπό τήν Ρώμη στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο.

Ἐπρό­κειτο βέβαια γιά ξεκάθαρα πο­λι­τικό καί ὄχι ἐθ­νι­κ­ό προ­σ­διο­ρισμό, ἀφοῦ καί κα­τά τόν H. G. Wel­ls: «Τό κράτος αὐ­τό ἦταν ἑλλη­νικό καί ὄχι λα­τι­νι­κό. Οἱ Ρω­μαῖοι εἶχαν ἔλθει καί εἶχαν πα­ρέ­λθει».[6] Κα­τά τήν ἐπιτυχή λοιπόν δια­τύ­πωσι τοῦ καθηγητοῦ Ἰω­άν­νου Κα­ρα­γιαν­νόπουλου τό Κράτος αὐτό «ἀποτελεῖ τήν ὡραία ἐκ­δί­κηση τοῦ Ἑλλη­νι­σμοῦ πάνω στόν Ρω­μαῖο κατακτητή: Graecia cap­ta, ferum victorem cepit.[7] Τά λό­για τοῦ ποιητῆ εἶναι σωστά, κυ­ριο­λεκτοῦν ὅμως κυρί­ως γιά τό Βυ­ζάντιο».[8]

Κα­τά τόν Veyne οἱ Ἕλληνες οἰκειοποιήθηκαν τό ὄνο­μα «Ρωμαῖ­­ος» ­ὅταν ἡ Αὐτοκρατορία ἐξελλη­νίσθηκε πο­λιτιστικά καί πολι­τι­­κά.[9] Ὅπως προσπάθησαν νά τό οἰ­κειοποιη­θοῦν οἱ Φρά­γκοι τοῦ Κα­ρό­λου Α’ (800) καί τοῦ Ὄθωνος Α’ (962) πού στέφθηκαν «Im­pe­­ra­tores Ro­ma­no­rum» (Αὐ­το­κρά­τoρες Ρω­μαί­ων) καί ὁ δεύτερος ἵδρυσε τήν «Ἁγί­α Ρω­­μαϊ­κή Αὐτοκρα­τορία». Ἀκόμη καί οἱ Βού­­λ­γα­ροι τοῦ Συ­­­μεών[10] ἤ οἱ Σελτζούκοι[11] τό σφετερίσθη­καν.

Ὅσο Ρω­μαῖοι ἦ­σαν οἱ Γερμα­νοί Καρολίδες καί Ὀθωνίδες τῆς “Ἁγίας Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­­ας”, ἄλλο τό­σο ἦσαν οἱ Ἕλλη­­νες τῆς “Βυ­ζα­ντι­νῆς” Αὐ­­τοκρα­το­ρίας. Γι΄αὐτό ἀπό τό ἔτος 812 ὁ τίτλος «Βασιλεύς τῶν Ρωμαίων» ἀπό περι­στα­σιακός, γί­νε­ται μόνιμος καί συστη­ματικός, ὥστε νά διακρίνη τούς βυζαντι­νούς Αὐτοκρά­το­ρες ἀπό τούς “σφε­τε­ριστές” Φράγκους ἡγεμόνες τῆς Δύσεως. Μάλιστα, ὅπως ἐπι­ση­­μαί­­­­νει ἡ Αἰκ. Χριστο­φι­­λο­πού­λου: «Τήν ἀν­τι­­παρά­θε­σιν τῶν ὅρων Ἕλληνες - βάρ­βα­­ροι, συ­μ­βο­λί­ζου­σαν εἰς τόν ἀρ­χαῖον ἑλ­ληνικόν κό­σμον τήν ἀντίθε­σιν πο­λι­­­τισ­μοῦ καί ἀπαι­δευ­­­­­σί­ας ἐν εὐ­ρείᾳ ἐννοία, διε­­δέχθη εἰς τόν βυ­ζα­ντι­­νόν κό­σμον ἡ ἀντί­θε­σις Ρωμαῖ­οι - βάρβα­ροι».[12]

 Ρω­μα­ϊ­κή κατ’ ὄνο­μα, Ἑλληνική κατ’ οὐσίαν

 Ὁ αὐτο­προ­σδιορισμός λοιπόν τῶν βυζαντινῶν ὡς «Ρωμαί­ων» δέν ἦταν ἐ­θ­νικός ἀλλά ἰδεολογικοπολιτικός. Αὐτό ἀδυ­να­τεῖ νά ἀν­­τι­ληφθῆ ὁ A. Kaldellis, ὁ ὁποῖος ἀποκα­λεῖ τό Βυζάντιο, «ἔθνος - κράτος τῶν Ρωμαίων»[13], γεγονός πού, κατά τήν καθη­γή­τρια Ave­ril Cameron: «ὑποστηρίζει ἐριστικά ἀλλά ὄχι καί πειστικά» καί τοῦ ἁπαντά ἡ ἴδια ὅτι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός «θά ἐξέ­πληττε τούς ἴ­δι­ους τούς Βυζαντινούς».[14]

Παρατηρεῖ ὁ Georg Ost­ro­go­rsky: «Ὅ­σο καί ἄν τό Βυζάντιο γα­ν­­τζω­νό­ταν στήν ρω­μαϊ­κή κλη­ρο­νο­μιά γιά λό­γους ἰδεολογικούς ἀλ­­λά καί ἰμπε­ρια­λι­στι­κούς, δέν παύει ν’ ἀπο­μα­­κρύ­νεται ὁλοένα στό κύ­λισ­μα τῶν αἰ­ώ­νων ἀπό τίς ἀρχικές ρω­μαϊ­κές τοῦ βάσεις, ἐ­νῶ ὁ ἐξελ­­λη­νισμός του στήν κου­λτούρα καί στή γλῶσσα συνε­χίζε­ται θριαμ­βευ­τι­κά».[15]

Ὅπως μάλιστα προσθέτει ἡ Averil Came­ron, πα­­­ρότι οἱ βυ­ζα­ντινοί «συνέχισαν νά αὐτοαπο­κα­λούνται Ρωμα­ί­οι… ἡ πλειονό­τη­τά τους ἦταν Ἕλληνες καί ἡ ἄκ­ρως ἐκλεπτυσμένη γλῶσ­σα τῆς λο­γο­τεχνίας καί τῆς διοίκησής τους ἦταν τά ἑλλη­νι­κά Τό ἐκπαι­δευ­τι­κό τους σύστημα βασιζό­ταν σχε­δόν ἀποκλει­στι­­­κά σέ ἑλληνικά πρό­τυπα».[16]

Τό ἴδιο ἐπιση­μειώ­νει ὁ Sylvain Gou­­­­­­guenheim γρά­φο­ντας ὅτι: «ἡ ὀνομασία “Ρω­μαίοι” παραπέμπει σέ ἕνα πολιτικό πρό­γραμμα καί σέ μία πο­λιτική κληρονομιά, πού υἱοθέτησαν οἱ ἡ­γέ­τες μίας αὐτοκρατορίας πού εἶχε καταστεῖ ἑλλη­νική λόγω γλώσσας καί κουλτούρας».[17]

Ἔτσι, κατά τόν Ed­win Pe­ars ἐνῶ ἡ Αὐτοκρατορία παρέμενε «Ρω­μα­ϊ­κή κατ’ ὄνο­μα», δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθῆ «σέ πόσο μεγάλο βαθμό ἡ Νέ­α Ρώμη καί τά ἐδάφη τῆς εἶχαν ἐξελληνιστεῖ». Καί συνεχίζει: «Ὡς ἐκ τού­του, δέν εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι γιά τή Δύση στή διάρκεια ὀ­λό­κληρου τοῦ Με­σαί­ωνα ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν ἡ Ἑλληνική Αὐ­το­κρατορία, ὅπως καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ Ἑλληνική Ἐκ­κλη­σία».[18]

 Τα θεμέλια της νέας “βυζαντινής” ταυτότητος:  ἑλληνισμός & ὀρ­θο­δο­ξία

 Ὁ Cha­rles Diehl πρῶτος θά ἐπισημάνη ὅτι «περί τά μέσα τοῦ 9ου αἰ­ώ­να ὑπῆρχε πρα­­­γματικά μία βυζαντινή ἐθνικότητα πού εἶχε δια­μο­ρφωθεῖ ἀρ­γά μέσα ἀπό τά γε­γονότα» ἡ ὁποία βασίσθηκε σέ δύο στοι­­χεῖα: «τήν κοινή σφρα­γί­δα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τήν κοι­νή ὁμο­λο­γία τῆς ὀρ­θο­δο­ξίας»[19]

Αὐτό -κατά τήν Gill Page- δημιού­ργη­σε μία νέα «ἐθνοτική ρω­μαϊ­κή ταυτότητα» γιά τήν ὁποία ἡ Ὀρθο­δο­ξία ἀποτελοῦσε «σημα­ντι­κό­τατο συστατικό» καί «ἡ ἑλληνο­μά­θεια εἶχε θεμελιακό χαρακτή­ρα»[20]. Αὐτήν λοιπόν τήν νέα ταυτό­τη­τα ἐξέφρασε πλέον ὁ ὅρος «Ρω­μαῖος» (ἤ «Ρωμιός» κατά δη­μώδη ἑλ­ληνική παρα­φ­θο­ρά) πού κα­­τά τόν Διο­νύ­σιο Ζα­κυ­θηνό προσδιό­ρι­­­ζε «τόν ἐπι­κρα­­τέ­στερον ἐθνικῶς, γλωσ­σι­κῶς καί πο­λιτιστικῶς λα­όν τῆς πρω­­ϊμου Βυζαντινῆς Αὐτοκρα­το­ρίας, τούς Ἕλληνας».[21]

Ἔτσι, κατά τήν περίοδο τῆς μα­κε­δονικῆς δυναστείας ἀναπτύ­χθη­κε κατά τόν Sy­l­vain Gouguenheim «ἕνας “ἑλληνοβυζαντινός πα­­­­τριωτισμός”, βασιζόμενος στίς δύο θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἑλλη­νι­­­­κό­τητας καί τῆς ὀρθοδοξίας».[22]

Ὁ ὅρος «Ρω­μαῖος» προ­σέλαβε στα­­διακά ἐθ­νι­­κό περιε­χό­­με­νο. Δέν ἐξέφραζε τόν ὁποι­ο­δήποτε ὑ­πή­­­κοο τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ἐξηγεῖ ἡ Αἰκατερί­νη Χρι­­στο­φι­λο­­πού­λου: «Δη­­λώ­νο­νται ἔ­τσι οἱ Ἕλληνες καί οἱ ἀπό τό πα­λαιό πλη­θυ­σμικό ὑ­πό­στ­ρωμα ἐ­ξελ­ληνι­σμέ­νοι καί πολιτισμικά ἀ­φο­­­μοιω­με­νοι, ὄχι ὅμως καί οἱ ξέ­νες ἐθνό­τη­τες, χριστιανικές καί μή, πού ἐγ­κα­­τα­στά­θη­­­καν στά αὐ­το­κρα­­το­ρι­κά ἐδάφη».[23]

Ἀρ­με­νιοι, Σύρι­οι, Ἴσαυροι, Βούλγαροι ὑπή­κοοι κ.λπ. ἀπεκα­λοῦ­ντο «μι­ξοβά­ρβα­ροι». Μόνο οἱ ὀρθόδοξοι πού εἶχαν μητρική γλῶσσα τά ἑλληνικά ἀ­πε­καλοῦντο Ρωμαίοι.

«Ἄν λοιπόν τό κράτος τοῦ Βοσπόρου ξεκίνησε τή ζωή του μ’ ἔνα ρωμαϊκό κρατικό σκελετό, ἡ ψυχή του ὅμως, τό πολιτιστικό του κλίμα ἦταν κατ’ ἐξοχήν ἑλληνικό»[24]

Ἐν τέλει, κατά τόν Karl Kru­m­­­­ba­cher ὁ ὅρος «ἐσή­μαινε τόν Ἕλλη­­να καθόλου, τόν χριστιανόν φυσικά Ἕλλη­να».[25] Εὐφυῶς λοιπόν ὁ Augu­st Hei­­sen­berg χαρακτήρισε τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὡς «τό ἐκ­χρι­­στια­νι­σθέν Ρω­μαϊ­κό Κράτος τοῦ Ἑλλη­νικοῦ Ἔθνους».[26]

 Τό ὄνομα “Ἕλλην” μετατρέπεται σέ θρησκευτικό καί ὄχι ἐθνολογικό ὄρο

 Ἀπό τόν 1ο αἰώνα, τό ὄνομα «Ἕλλην» ἄρ­χι­σε νά προσ­λα­μβά­νη θρησκευτικό χαρακτήρα καί νά χαρακτηρίζη τούς εἰδω­λο­­­λά­τρες ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ γλώσσας. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι στό Κατά Μάρκον Εὐαγγέλιο περιγράφεται γυναίκα «Ἑλλη­νίς, Συ­­ρο­φοινίκισσα τῷ γενεῖ»[27]. “Ἐθνικοί” καί Χριστιανοί χρησιμοποι­­­­ούν πλέον τήν ἔν­νοι­α μέ θρησκευτική καί ὄχι ἐθνική σημασία (Τα­­τια­νός, Κλή­μης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Θεοδώ­­ρητος Κύρου, Ζώσιμος, Πορφύριος κ.λπ.).

Τόν 6ο αἰώνα ὁ Ἰω­άν­νης Μό­σ­χος χα­ρα­κτηρίζει ἔτσι τούς Ἄραβες, τόν 9ο αἰώνα ὁ Φώτιος ἀνα­­­φέ­ρει ἔτσι τούς παγανιστές Ρῶς (πρίν ἐκχριστιανισθοῦν). Καί τόν 11ο αἰώνα ὁ Μιχαήλ Ψελλός ἀποκαλεῖ ἔτσι τούς Κινέζους (!).

Εἶναι λοι­­­πόν πα­σιφανές ὅτι τά ὀνόματα «Ἕλλην» καί «Ἑλληνι­σμός» εἶχαν ἀπω­λέσει παντελῶς τό ἐθνικό νόημά τους καί ἦσαν συ­νώ­νυ­μα μέ τήν ὁποιαδήποτε μορφή εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Τό γε­γο­νός ἐπισημαίνουν τόσο ἡ Averil Cameron[28] ὅσο καί ἡ Gill Page.[29] Ὅπως γράφει ὁ Διο­νύσιος Ζα­κυθηνός: «τό ὄνομα Ἕλλην, συν­δε­θέν ἀ­πό τῶν πρώ­­των χριστιανικῶν χρόνων μετά τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐν­νοί­ας τοῦ ἐμ­μένο­ντος εἰς τήν παλαιάν θρησκείαν τῶν Ἑλλή­νων, τοῦ εἰ­δω­λο­λά­­τρου γε­νικώτερον, περιέπεσεν εἰς ἀφάνει­αν»[30] καί κατά τήν Ἑλένη Γλύ­κα­τζη - Ἀρβελέρ: «ὁ ὅρος “Ἕλλην” διαγρά­φε­ται σιγά - σι­γά ἀπό τά πά­τρια καί τίς μνῆμες».[31]

Ὅμως, ὅπως γρά­φει ὁ John C. Carr, μπορεῖ νά μήν αὐτοαποκαλοῦντο Ἕλληνες, ἀλλά «οἱ περισσότεροι Βυζαντινοί ὑπήκοοι, ἰδίως οἱ ἄρχουσες τά­ξεις, ἀναμφίβολα ἦταν».[32]

 Ἡ ἐθνολογική ἐξέλιξις τοῦ ὅρου “Γραικός” (4ος - 9ος αιώνας)

 Ἡ ὀνομασία «Γραικός» θεωρεῖται ἀρχαιότερη τοῦ «Ἕλληνος» καί ὁ Ἀριστοτέλης γράφει ὅτι τά πανάρχαια χρόνια τήν Ἑλλάδα κα­­­τοικοῦσαν «οἱ καλούμενοι τότε μέν Γραικοί νῦν δ’ Ἕλληνες».[33]

Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν τούς Ἕλληνες ὡς «Gra­e­ci» -λα­τι­­­νική ἐκδοχή τοῦ «Γραικοί»- ὀνομασία πού ἐπι­κρά­τησε στήν Δύσι μέχρι σήμερα. (Ἀπό αὐτήν προέρχεται καί τό σημερινό ἀγγλικό «Greeks», τό γαλ­λικό «Greks» κ.λπ. πού κατά λέξι σημαίνουν «Γραικοί» καί κατ’ οὐσίαν «Ἕλ­λη­νες»).

Ὅπως ἀποδεικνύει ὁ Ἠσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, τόν 5ο μ.Χ. αἰ­ώ­να τό ὄνομα “Γραικός” παρέμενε ταυτόσημο μέ τό ὄνομα “Ἕλλην”.[34]

Καί ὅπως ἦταν φυσικό, ὅταν ὁ ὅρος «Ἕλ­λην» ἔγινε συνώνυμος τοῦ «εἰ­δω­λο­λά­τρη» ἀντικαταστά­θη­κε στήν ἐθ­νο­­λογική ση­μα­σία του ἀπό τόν ὅρο «Γραικός». Ὅταν ὁ Πρί­­σ­κος ρωτᾶ κάποιον ἀ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον τοῦ Ἀττίλα πῶς μι­λᾶ «τήν Ἑλ­λή­νων φωνήν», τό­τε «γε­­λάσας ἔφη Γραικός μέν εἶ­ναι τό γέ­νος».

Τόν 8ο αἰώνα, ἀ­πα­ραί­τητη προϋ­πό­θεσις τῆς θυγα­τρός τοῦ Καρλο­μά­γνου νά πα­ν­τρευ­­θῆ τόν Κω­ν­­στα­ντῖνο ΣΤ’, ἦταν -κατά τόν Θε­ο­φάνη- νά δι­δαχθῆ τά «τῶν Γραι­­κῶν γράμ­ματα καί τήν γλῶσ­σαν».[35]

Οἱ ἀνα­φο­ρές τοῦ Θεο­δώρου Στουδίτου, τοῦ Προκο­πί­ου, τοῦ Κωνστα­ντί­νου Ζ’ Πο­­ρφυ­ρογέννητου, τοῦ Λέοντος Χοιρο­σφά­κτου, τοῦ Γεωρ­γί­ου Κε­δρη­νοῦ κ.ἄ. ἐπιβεβαιώ­νουν τόν Ν. Σβο­­­­­ρῶνο πού γρά­φει ὅτι οἱ βυ­ζαντι­νοί «χρη­σι­μοποιοῦν ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰ­ώ­να τόν ὅρο Γραι­­κός, πα­λαιό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, ὅταν θέ­­­λουν νά δη­λώ­σουν τήν ἑλλη­νι­κή τους ἐθ­νό­­τητα καί νά διακρι­θοῦν ἀπό τούς μή ἑλληνι­κούς πλη­θυ­σμούς τῆς Αὐτοκρα­το­ρί­ας».[36] Καί ὁ Κ. Ἄμα­ντος γράφει: «Ὅταν ἔπρεπε νά γίνη ἀκριβεστέρα διάκρισις μεταξύ Ἑλλήνων καί ἄλλων πολιτῶν Ρωμαί­ων, ἐχρησιμοποιεῖτο τό παλαιόν ὄνομα Γραικός».[37]

Ἀπό τόν 9ο αἰώνα ὡστόσο, ὁ ὅρος «Γραι­κός» ἀρχίζει νά πε­­­ρι­πί­πτει σέ ἀχρη­στ­ία, ὡς ἀντίδρασι ἀπέναντι στούς δυτικούς πού ἀπό­κα­­λούσαν ἔτσι τούς βυζαντινούς.[38] Ἐν­δει­κτική ἡ ὀργή τοῦ Νι­κη­φό­ρου Φωκᾶ ὅταν ὁ πάπας τόν ἀποκάλε­σε «Gra­­e­co­rum Imperato­rem» (968). Τοῦτο δέν ὀφειλό­ταν σέ ἄρνησι τῆς ἐθνικό­τη­τός του, ἀλλά στήν πολιτική κα­πήλευσι τοῦ ρωμαϊ­κοῦ τίτλου ἀπό τόν Ό­θω­να Α’.

Ἡ Αὐτοκρατορία κατά τόν θάνατο τοῦ Βασιλείου Β΄τό 1025

 Πῶς χαρακτήριζε ἐθνολογικά ὁ τότε γνωστός κόσμος τούς “βυζαντινούς”

 Σύσ­σω­μος πάντως, ὁ τότε γνωστός κόσμος χαρακτήριζε τούς βυζαντινούς ἀπο­­κλει­στικά μέ ἑλληνικά ἐθνικά ὀνόματα:

- Λατινογερμανοί: Ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα ὁ Παύ­λος ὁ Διά­κο­νος ἀποκα­­λεῖ τόν Μαυρί­κιο «primus ex Grecorum ge­ne­re in imperio con­fi­r­ma­tus est»[39] Ὁ ἀνώνυμος συγ­­γρα­­φεύς τοῦ ποιή­μα­τος «De mu­ta­­ta Ro­ma­e for­tu­na» (9ος αἰ.) τούς ἀναφέρει ὡς «Graecos» καί τήν βυ­­­ζα­­ντινή ἐπι­κρά­τεια «rura Pela­sga c­o­lunt», («γῆ τῶν Πελα­σ­γῶν»).[40] Τόν 10ο αἰώνα ὁ Λιουτπράνδος τῆς Κρεμώνας γράφει γιά «Im­pera­to­­r­es Gra­e­corum» (Ι 6, ΙΙ 26) ἀλλά καί «Regnum Ar­gi­rorum» (ΙΙΙ 26) (Βα­­σί­λει­ο Ἀρ­γεί­ων). Τόν 11ο αἰώνα ὁ χρονικογράφος Ἀδάμ τῆς Βρέ­μης ἀ­πο­καλεῖ τό Βυζάντιο «Graecia»[41], τό «Annales Barences» μι­­λάει γιά «Grecis» καί «Grae­co­rum», ὁ βενεδικτίνος Ama­tus Casi­ne­­nsis τούς ἀποκαλεῖ «Grex» καί «Greci». Οἱ δυτικοί ἱστοριογράφοι τοῦ 11ου καί 12ου αἰῶνος ἀναφέρονται στήν Θεοφα­νῶ ὡς «Impe­ra­trix Greca»[42] ἡ ὁποία κατέφθασε ἀπό τήν «Gre­­ci­a».[43]

- Ἄραβες: Οἱ ἄραβες ἱστορικοί καί γεωγράφοι τοῦ 10ου αἰῶνος Yahya ibn Said al-Antaki («Histoire de Yahya d’ Antioche»), Ibn al-Qa­la­nisi («Χρονικό τῆς Δαμασκοῦ»), Al-Maqdisi «The Best of Clas­si­fi­ca­tion for the Knowledge of Regions»), ἀλλά καί τῶν 11ου - 13ου αἰῶνος, ὅπως Ali ibn al-Athir («The Complete Hi­sto­r­y») καί A­bul­Fe­da («History of Hu­ma­ni­ty»), θεωροῦν τούς βυζαντινούς καί τήν χώρα «Rum» (Ρω­μιοί) ἀλλά κυ­ρί­α­ρχο εἶναι καί τό ὄνομα «Yunani - Yunanistan» (Ἴω­νες - Ἰωνία).

- Ἀρμένιοι καί Σύριοι: Οἱ Ἀρμένιοι ἱστορικοί τοῦ 11ου αἰῶνος Στέφανος ὁ Ταρωνίτης («Histoire Universelle») καί Aristagues de La­s­diverd μιλοῦν γιά ἑλληνική αὐτοκρατορία καί βασιλεῖς τῶν Ἑλ­λή­νων. Οἱ Σύριοι χρονικογράφοι Μιχαήλ Α’ Ἀντιοχείας καί Ματ­θαῖος Ἐδέσσης γράφουν γιά «ἑλληνική περιοχή» καί «χώρα τῶν Ἑλλήνων».

Σλαῦοι καί Ρῶσσοι: Τό σλαυϊκό «Νεστοριανό Χρονικό» ἀπό­κα­­λεῖ τους βυζαντινούς «Greki» καί ὁ δαλματός ἱστορικός Johan­nes Lucius ἀναφέρεται στούς «Graecos Imperatores».[44] Ὁ Stever Ru­n­ciman θά γράψη χα­ρα­κτη­ριστικά: «Οἱ Σλαῦοι συγγραφεῖς μι­λοῦν περιφρονητικά γιά τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἐ­πει­δή ἦταν κυρίως ἑλληνική»[45] Οἱ Ρῶσοι ἀποκαλοῦσαν τούς βυ­ζα­ντι­νούς «Gretchniki».[46]

Νορμανδοί - Σκανδιναυοί: Τόν 11ο αἰώνα, ὁ Νορμαν­δός χρο­νο­γρά­φος Guillelmus Apu­lien­sis ἀποκαλεῖ τούς βυζαντινούς «Gra­e­cis» καί «Danais» (Δα­να­ούς!)[47] καί ὁ σκα­νδι­ναυός Snorri Stur­lu­son ἀναφέρει τό Βυ­ζά­ντιο ὡς «Grik­kland» («Heimskringla»), ἐνῶ οἱ Σκα­ν­διναυοί ἀπο­κα­λοῦσαν τήν Μεσόγειο «Grikklands­sa­l­ti» (ἑλλη­νι­κή θάλασσα).[48] Ὁ σύγ­χρο­νος Ornolfur Thorsson ἀποκα­λεῖ τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «Gree­ce» («Viking Voyages to the East in Written Accounts»).

Συνεπῶς ὅλος ὁ τότε γνωστός κόσμος ἀποκαλοῦσε τούς βυ­ζα­ντι­νούς, τήν χώρα καί τούς βασιλεῖς τους ὄχι μονάχα «Γραι­­κούς», ἀλ­λά καί «Ἴωνες», «Ἀργείους», «Δαναούς», «Πε­λα­σ­γούς». Τό γεγονός αὐτό ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μερικῶν ὅτι ὁ ὅρος «Γραικός» σήμαινε ἁπλῶς τόν «ἑλληνόφωνο» και αποδεικνύει ότι τούς θεωροῦσαν ξεκάθαρα ἑλληνικῆς καταγωγῆς.

 Ἡ σταδιακή ἐπαναφορά τοῦ ὄρου “Ἕλλην” μέ ἐθνολογική ση­μασία (9ος - 12ος αἰώνας)

Ἀπό τόν 9ο αἰ­ώ­να παρατηρείται αὐ­­τό πού ὁ Paul Le­me­r­le ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυ­ζαντι­νό οὐμα­νι­σ­μό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.)

Τον 10ο αἰ­­ώ­­να θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτι­σ­μό»[50], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνα­κτή­­σεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, («Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.), μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρί­ζες του στό γό­νιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[51]

Αὐτό θά ἀπό­γειω­θῆ κατά τόν 11ο αἰ­ώ­να ὁπό­τε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ποχή ὠριμό­τη­τος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρω­πι­σμοῦ».[52] (Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)

Ἔτσι, κατά τήν περίοδο τῆς μα­κε­δονικῆς δυναστείας ἀναπτύ­χθη­κε κατά τόν Sy­l­vain Gouguenheim «ἕνας “ἑλληνοβυζαντινός πα­­­­τριωτισμός”, βασιζόμενος στίς δύο θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἑλλη­νι­­­­κό­τητας καί τῆς ὀρθοδοξίας»,[53] ἐνῶ ἡ πνευ­μα­τι­κή ἀνασύνδεσις μέ τήν ἀρ­­χαί­α Ἑλλάδα κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «ἐξοικειώνει τούς λο­γί­ους μέ τόν ἑλληνισμό, ἀπό­κα­θα­ρμέ­νον ἀπό τήν προκα­τά­λη­ψη τῆς εἰ­δω­­λο­λα­τρείας» καί ὁδηγεῖ στήν «παναφορά τῶν ὅρων Ἕλλην, Ἑλ­λη­νίς μέ τήν ἐθνολογική τους ση­μασία».[54] Τό ἴδιο παρατηρεῖ καί ὁ Sylvain Gouguenheim[55]

 Οι ρίζες του νεοελληνικού πρωτοεθνικισμού (13ος - 15ος αιώνας)

 Σέ ἐπόμενο ἅρθρο μας, θά ἐξετάσουμε τό πῶς, ἀρχικά ἡ πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος καί κυρίως ἡ ἅλωσις τῆς Πόλεως ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, θά σημάνουν πλήρως τήν ἐπαναφορά του ὅρου «Ἕλλην». (Νικήτας Χωνιάτης, Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Ἰωάννης Γ’ Βατάντζης, Πλῆ­θων Γεμιστός, Λαόνικος Χαλκοκονδύνης, Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος κ.α.)

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι -μετά την Άλωσι της Πόλεως από τους Φράγκους το 1204 - στην Επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ το 1237 ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, παρότι υπογράφει ως «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων…», του γράφει ξεκάθαρα:

«στο δικό μας γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία, και με αυτήν ως πηγή παντού ανέβλυσαν σταγόνες (αυθ. κείμενο: “τε ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει, καί, ὡς ἐκ πηγῆς ταύτης πανταχοῦ ρανίδες ἀνέβλυσαν”)…

….μαζί με την σοφία που βασιλεύει σε μας, κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος (σ.σ. των Ελλήνων) η κοσμική αυτή βασιλεία από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο… Διότι ποιος απ’ όλους αγνοεί ότι η κληρονομιά της διαδοχής του μεταβιβάστηκε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;

Σαφώς οι γενάρχες της βασιλείας μου…  όλοι από γένη ελληνικά κατάγονται, (αυθ. κείμενο: “ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας”) αυτοί λοιπόν του δικού μου γένους (σ.σ. του ελληνικού), επί εκατοντάδες ετών κατείχαν την αρχή της Κωνσταντινουπόλεως (αυθ. κείμενο: “οὗτοι γοῦν οἱ ἐκ τοῦ ἐμοῦ γένους, εἰς πολλάς ἐτῶν ἐκατοστύας τήν ἀρχή κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως”)…»

Πρόκειται για ύμνο ελληνικής εθνικής αυτοσυνειδησίας που διακηρύττει ότι οι Έλληνες είναι οι νόμιμοι «κληρονόμοι και διάδοχοι» του τίτλου «των Ρωμαίων» που τους κληροδοτήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και έκτοτε επί αιώνες η Κωνσταντινούπολις άρχεται «ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν»!

Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης,: "ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει..."

Τον 13ο αιώνα μάλιστα, έχουμε την δημιουργία των πρώτων ελληνικών εθνικών κρατών της Νικαίας, της Τραπεζούντος και της Ηπείρου και δημιουργούνται οι ρίζες τοῦ νεοελληνικοῦ πρωτοεθνικισμοῦ πού οδηγεί στην πρόσκαιρη απελευθέρωσι της Βασιλεύουσας (1253) και ως φυσική πνευματική ἐξέλιξί του στήν Παλαιολόγεια Ἀναγέννησι η οποία θά διαποκῆ τόσο τραγικά τό 1453.

Εθνοτικά λοιπόν, το όνομα «Έλλην» είχε επανέλθει πανηγυρικά και συνταυτίζεται πολιτικά με το όνομα «Ρωμαίος». Γεγονός που επισφραγίζει ο εμψυχωτικός λόγος του τελευταίου ηρωϊκού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, προς τους υπερασπιστές της Πόλεως, λίγο πριν την Άλωσι του 1453: «…φα­νταστεί­τε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων». Αποκάλεσε δε την Κωνσταντινούπολι «καταφύγιον των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων»

 Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθ'ηνα. Τηλ. 2106440021

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 [1] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 10. Μέ εὐρεία ἔννοια ὁ ὅρος «Byzantinus» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά, γιά νά περιγράψη τούς διαφυγόντες Ἕλληνες λογίους στήν Ἰταλία, μετά τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453. Ἔτσι, ὁ νεολογισμός «Βυζάντιο» - «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε ὡς ἐπιστημονικός ὅρος γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Hieronymus Wolf τό 1562 (Byzantinae Historiae). Σταδιακά ὁ ὅρος ἐπικράτησε στήν ἐπιστημονική κοινότητα. Θεωροῦμε ὅτι -ἄν καί εἰσαγόμενος- ὁ ὅρος «Βυζαντινός» δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀδόκιμος Διότι παράγεται ἀπό τήν ὀνομασία τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἐπίκεντρο τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅπως π.χ., οἱ Μυκηναῖοι Ἕλληνες οὐδέποτε αὐτοαπεκλήθησαν ἔτσι. Ὀνόμαζαν τούς ἑαυτούς τούς Ἀργείους, Δαναούς ἤ Ἀχαιούς. Ὁ πολιτισμός τους ἀπεκλήθη “Μυκηναϊκός” διότι ἐπίκεντρο καί ἄτυπη πρωτεύουσά του ὑπῆρξαν οἱ Μυκῆνες, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό Βυζάντιο.

[2] Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο» Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’. Τόν 6ο αἰώνα ὁ Ἰω­άν­νης Μό­σ­χος χα­ρα­κτηρίζει ἔτσι τούς Ἄραβες, τόν 9ο αἰώνα ὁ Φώτιος ἀνα­­­φέ­ρει ἔτσι τούς παγανιστές Ρῶς (πρίν ἐκχριστιανισθοῦν). Καί τόν 11ο αἰώνα ὁ Μιχαήλ Ψελλός ἀποκαλεῖ ἔτσι τούς Κινέζους (!).Ὅπως γράφει ὁ Διο­ν. Ζα­κυθηνός: «τό ὄνομα Ἕλλην, συν­δε­θέν ἀ­πό τῶν πρώ­­των χριστιανικῶν χρόνων μετά τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἐν­νοί­ας… περιέπεσεν εἰς ἀφάνει­αν» («Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 14 – 15) 12).

[3] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.

[4] «Histoire de la vie byzantine - Empire et civilisation» Vol. 1, σελ 294.

[5] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 13.

[6] «The Outline of History» (1920).

[7] Πρόκειται γιά τά λόγια τοῦ Ρωμαίου ποιητοῦ Ὀρατίου (65 π.Χ. - 8 π.Χ.) πού σημαί­νουν: «Ἡ ὑποδουλωθεῖσα Ἑλλάς, τόν ἄγριο νικητή της ἐδά­μασε».

[8] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 57 - 58.

[9] P. Veyne «L'empire gréco-romain», Éditions du Seuil, Paris, 2005.

[10] Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Συμεών αὐ­το­­ανακηρύχθηκε «βασιλεύς Ρωμαί­ων καί Βουλγάρων» ἀναγκάζοντας τόν Αὐτοκράτορα Ρω­μα­νό Α’ νά τοῦ γρά­ψη: «Ποίων δέ Ρωμαίων ἑαυ­τόν ἀποκα­λεῖς βασιλέα; Τῶν παρά σοῦ κρα­­­τηθέντων ἤ ἀπίστοις ἔθ­νε­σιν ἐκδο­θέ­ντων καί πρός δουλείαν κατακρι­θέ­ντων;»

[11] Τό πρῶτο Σελτζουκικό Κράτος πού ἱδρύθηκε τό 1077 καί διήρκεσε μέ­χρι τό 1307 στήν Μικρά Ἀσία ὀνομάσθηκε χαρακτηριστικά «Σου­λτα­νᾶτο τοῦ Ρούμ». Καί ὅρος "Ρούμ" προέρχεται ἀπό τήν ἀραβική λέξι γιά τούς Ρωμαίους. Ἀκόμη καί οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι λοιπόν προσπάθησαν νά ἐκμεταλ­λευθοῦν πολιτικά τήν ρωμαϊκή κληρονομιά…

[12] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 242 - 243. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει καί ἡ Gill Pa­ge ἡ ὁποία γράφει ὅτι στήν «δι­χοτομία Ρωμαίων/βαρβάρων» κυρίαρχο ρόλο διεδραμάτιζαν «ἡ Ὀρθοδοξία, τά ἑλληνικά ὡς πρώτη γλῶσσα» («Οἱ Ἕλληνες πρίν τοῦ Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 60).

[13] «Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Re­ception of the Classical Tradition». Εἶναι πράγματι νά ἀπορῆ κανείς πῶς ἕ­νας ἐπιστήμων υἱοθετεῖ τόσο ἀντιεπιστημονικές θέσεις, ἀποκαλώντας «ἔ­θνος - κράτος τῶν Ρωμαίων» μία οἰκουμενική αὐτοκρατορία, στήν ὁποί­­­α δέν ὑπῆρχε πλέον ἴχνος ἐθνοτικά Ρωμαίων καί σχεδόν πλήρης ἄγ­νοια τῆς λατινικῆς, ἀρκούμενος μόνος στό ὅτι γιά πολιτικούς λόγους οἱ βυ­ζαντινοί ἀποκαλοῦσαν τούς ἑαυτούς τους ἔτσι…

[14] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 132.

[15] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 90.

[16] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 150 - 151.

[17] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 57.

[18] «Ἡ Καταστροφή τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 23, 24, 25.

[19] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 45, 59.

[20] «Οἱ Ἕλληνες πρίν τοῦ Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 75, 77.

[21] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 13.

[22] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 71 - 72.

[23] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 267 - 268.

[24] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρα­το­ρίας» Μέρος Πρῶτο: «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», Πρόλογος, σελ. 14

[25] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 24.

[26] «Staat und Gesellschaft des byzantinischen Reiches, Die Kultur der Ge­gen­wart» σελ. 364.

[27] Κεφ. Ε΄, 26.

[28] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 126.

[29] «Οἱ Ἕλληνες πρίν τοῦ Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 81.

[30] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 14 - 15.

[31] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο» Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλλη­νικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 12.

[32] «Ἡ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν» σελ. 11.

[33] «Μετεωρολογικά» 356b.

[34] «Συναγωγή Πασῶν Λέξεων κατά Στοιχεῖον ἐκ τῶν Ἀριστάρχου καί Ἀπίω­νος καί Ἡλιοδώρου», σελ. 359.

[35] Τελικά τό συνοικέσιο χάλασε καί ὁ γάμος δέν ἐτελέσθη.

[36] «Τό Ἑλληνικό Ἔθνος: Γένεση καί Διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ», σελ. 61 - 62.

[37] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 39.

[38] Gill Page «Οἱ Ἕλληνες πρίν τούς Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυ­ζάντιο» σελ. 84.

[39] Paulus Diaconus, «Historia Longobardorum» III, 15, σελ. 18.

[40] N. E. Lemaire «Poetae Latini Minores» vol. 4 (Paris, 1825), σελ. 537 - 538.

[41] «Gesta Hammaburgensis ecclesiae pontificum».

[42] H. Paulhart «Die Lebensbeschreibung der Keiserin Adelheid von Abt Odilo von Cluny», Graz 1962, σελ. 35 (PL 142.974).

[43] David A. Warner «Ottonian Germany» σελ. 158. Λατινικό κείμενο, ed. W. Trillmich, AQDG 9, pp. 130-1.

[44] «De Regno Dalmatiae et Croatiae» 6 vols. Venice, 1673 http://­dk.nsk­.hr­/sta­ra_knjiga/NSK_SK_ID15/

[45] «A history of the first Bulgarian Empire» (1930, G. Bell & Sons).

[46] M. Levtchenko «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 268.

[47] «Gesta Roberti Wiscardi».

[48] Paul Riant «Expeditions et pelerinages des Scandinaves en Terre».

[49] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 45, 59.

[50] «Kul­tur­­geschichte von Byzanz» σελ. 422.

[51] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295.                  

[52] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511.

[53] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 71 - 72.

[54] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 268.

[55] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 55.