ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ (394): Μία ἀμφιλεγόμενη ἐνέργεια τοῦ Θεοδοσίου Α’
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη
Γιά τόν ἀντικειμενικό ἱστορικό, ὁ Θεοδόσιος Α’ εἶναι τουλάχιστον ἀμφιλεγόμενος. Καταγόμενος ἀπό τήν Δύση (Ἴβηρας) καί ὄχι ἀπό τήν ἑλληνιστική Ἀνατολή, ἦταν ἀπό τίς λίγες περιπτώσεις Αὐτοκρατόρων πού ἔνοιωθαν τελείως ξένοι πρός τό ἑλληνικό πνεῦμα. Ὑπῆρξε θρησκόληπτος, φανατικός, εὐμετάβλητος καί ἀπρόβλεπτος. Παρά ταύτα, προσέλαβε ἑπτά ἀντιγραφεῖς, τέσσερεις Ἕλληνες καί τρεῖς Λατίνους, γιά τήν διάσωση χειρογράφων.
Στόν τομέα τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἀτύχησε. Καλλώπισε μέ ἔργα ὅπως ὁ Φόρος τοῦ Ταῦρου καί ἡ Μέση Ὁδός ἀλλά ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ὁ πληθυσμός περιέπεσε σέ μεγαλύτερη οἰκονομική ἀθλιότητα». Στόν δέ τομέα τῆς ἀσφαλείας τοῦ Κράτους, ἡ φιλογοτθική πολιτική του, κληροδότησε στήν Αὐτοκρατορία ἕνα τεράστιο πρόβλημα πού τά ἑπόμενα χρόνια θά τό πλήρωνε πολύ ἀκριβά.
Μία πολύ ἀμφιλεγόμενη ἀπόφαση τοῦ Θεοδοσίου Α’ ὑπῆρξε ἡ παῦση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τό ἔτος 394.
Νόμισμα τοῦ Θεοδοσίου Α’
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι οἱ Ὀλυμπιακοί Ἀγῶνες εἶχαν χάσει τελείως τό ἑλληνικό γνώρισμα καί νόημά τους ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ρωμαιοκρατίας στήν Ἑλλάδα. Οἱ Ρωμαῖοι τούς ἐκβαρβάρισαν μέ μονομαχίες, ἀκροβασίες, ἐξαγορές κριτῶν καί ἐπαγγελματισμό ἀθλητῶν.
Στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἀναφέρεται:
«Ὁ χῶρος αὐτός, ὅπου οἱ Ἕλληνες πραγμάτωναν ἑορταστικά τήν ἔκφραση τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεώς τους καί βεβαίωναν τό ἐλεύθερο φρόνημά τους, κατάντησε σύναξη λαῶν χωρίς ταυτότητα ἐθνική καί χωρίς φρόνημα. Ἀπογυμνωμένοι οἱ μεγαλύτεροι ἀθλητικοί ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων ἀπό τά οὐσιαστικά ἐρείσματα πού τούς στήριζαν σάν θεσμό πλησίαζαν τήν ὥρα τοῦ τέλους. Στούς τελευταίους καταλόγους τῶν Ὀλυμπιονικῶν ὑπάρχουν τά ὀνόματα Κάρων, Λυδῶν, Καππαδόκων, Παμφυλίων, Βιθυνίων, Πισιδίων, Ἀσσυρίων, Θρακῶν καί Ἰλλυριῶν καί βέβαια Ρωμαίων.
Ἀπό τό 277 ὥς τό 361 μ.Χ. δέν ἔχουμε πληροφορίες γιά διεξαγωγή ἀγώνων στήν Ὀλυμπία (περίπου 84 χρόνια σιωπῆς), δηλαδή ἀπό τήν 265η ὥς τήν 286η Ὀλυμπιάδα. Ἀπό τό 277 δέν ἔχουμε οὔτε καταλόγους τῶν Ὀλυμπιονικῶν, καθώς καί τῶν Ἔφηβων στήν Ἀθήνα. Τό πιθανώτερο εἶναι ὅτι οἱ Ὀλυμπιακοί ἀγώνες δέν ἔγιναν στήν περίοδο αὐτή, ἐξαιτίας τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν καί τῆς ἐρημώσεως πού ἀκολούθησε στήν Ἑλλάδα».[Τόμος ΣΤ’, σελ. 491].
Συνεπῶς, αὐτό πού καταργήθηκε δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τῆς κλασικῆς Ἑλλάδος.
Πάντως τά ἱερά τῆς Ὀλυμπίας δέν πειράχθηκαν καί τό χρυσελεφάντινο ἄγαλμα τοῦ Ὀλυμπίου Διός μεταφέρθηκε ἄθικτο γιά νά διακοσμήση τήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Θεοδόσιος Α' πέθανε τό 395. Μόλις 5 χρόνια μετά, τό 400 μ.Χ. θά συγκροτηθῆ ἡ ἀντιγοτθική παράταξη πού ἔλαβε τό ὄνομα “Πανελλήνιον” καί πού ἀφύπνισε τό ἑλληνικό στοιχείο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὀδηγώντας στόν ἀκάθεκτο καί ὀριστικό ἐξελληνισμό τῆς Αὐτοκρατορίας (τό θέμα ἀναλύεται σέ ἄρθρο μας...)