ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ "ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ": ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ "ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΌ" ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ Ο.Π.Α.

Των Αλέξανδρου Ζώρη - Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Εν αναμονή της έκδοσης των πρακτικών του Συνεδρίου, και ενώ οι τίτλοι των εισηγήσεων ξεκαθάριζαν τις κάθε άλλο παρά αντικειμενικές προθέσεις του [1] σπεύδουμε ήδη να απαντήσουμε στον "Χαιρετισμό" του προέδρου της Βουλής, ο οποίος δήλωσε: «Όντως υπάρχει και σέρνεται ένας μύθος, ότι μάλλον στα οικονομικά μπορεί και να τα πήγαν καλά, ενώ αυτό δεν ισχύει...  οι αναλύσεις πείθουν, ότι ήταν όντως μύθος, αυτός ο μύθος είχε γίνει νωρίς και εγκαίρως αντιληπτός και είχε επισημανθεί με κίνδυνο για εκείνους οι οποίοι τότε τον επεσήμαναν... ».

Ο Πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας

Η όλη συλλογιστική δυστυχώς του Προέδρου της Βουλής, δεν εδράζεται σε τίποτε άλλο παρά σε αντιπολιτευτικά προς το καθεστώς, κείμενα των Γεωργίου Ράλλη και Ευάγγελου Αβέρωφ. Δηλαδή δύο πολιτικών που υπήρξαν αντίπαλοι του καθεστώτος. Συπεπώς, εξ ορισμού όχι και τόσο αντικειμενικών μαρτυριών. Τίς δε επικλήσεις του στον καθηγητή Πάνο Καζάκο, για "στρεβλή ανάπτυξη, για τη μονομέρεια της οικοδομής, για τις παροχές, για το ότι ροκανίζουμε το αύριο" θα τίς αναλύσουμε παρακάτω. Τονίζει συνεχώς ο Πρόεδρος της Βουλής, πως δήθεν το Συνέδριο αναδεικνύει ένα θέμα που δεν είχε ερευνηθεί επαρκώς έως τώρα. Κάτι που δεν ισχύει, όπως θα καταδείξουμε στην συνέχεια.

Αυτό που προξενεί δυσάρεστη εντύπωση, είναι η επιστροφή του συστήματος σε τελείως ξεπερασμένες ιστοριογραφικά, θεωρήσεις, θυμίζοντας λογική και ρητορική πρώιμης Μεταπολίτευσης. Αφού δηλαδή απογυμνώθηκε από τα μυθεύματα: α) περί δήθεν προετοιμασίας και καθοδήγησης του καθεστώτος της 21ης Απριλίου από τις ΗΠΑ[2], β) περί δήθεν συμμετοχής του Γεωργίου Παπαδόπουλου στα Τάγματα Ασφαλείας[3], γ) περί νεκρών του Πολυτεχνείου, πού μπήκε επιτέλους στην σωστή του διάσταση[4], κάποιοι αποφάσισαν να «αποδομήσουν» το τότε καθεστώς (στο οποίο βρίσκουν μόνο αρνητικά), αυτή την φορά όχι προωθώντας με προκλητικό τρόπο, προπαγανδιστικά βιβλία τύπου «Λαμόγια στο Χακί»[5], αλλά διοργανώνοντας Συνέδρια…

Στην παρούσα φάση, δεν θα παραθέσουμε στοιχεία, πίνακες και αριθμούς για την Οικονομία επί 21ης Απριλίου, μέσα από τις πλέον επίσημες εθνικές και διεθνείς πηγές[6]). Επιφυλασσόμεθα να το πράξουμε αυτό, όταν θα δημοσιευθούν τα Πρακτικά των επί μέρους διαλέξεων, για το κάθε θέμα.

Θα απαντήσουμε για αρχή στον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα από την βιβλιογραφία και τα στοιχεία που παραθέτουν οι ίδιοι οι ιδεολογικοί αντίπαλοι  της 21ης Απριλίου που έχουν το θάρρος να μην επιχειρούν την αντιεπιστημονική αποδόμηση που φέρεται να επιδιώκει το συγκεκριμένο επιστημονικό (;) συνέδριο. Δεν θα συναντήσει δηλαδή ο αναγνώστης σε αυτούς τους συγγραφείς, συμπεράσματα περί «οικονομικής κατάστροφής», «αποτυχίας στον οικονομικό τομέα», «επίπλαστης ευημερίας» κλπ φαιδρά. Ενώ θα δεί ότι υπάρχει λογική και οικονομική συνέχεια ως προς την φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής την περίοδο 1953-1973, οπότε, το να κρίνει κάποιος αρνητικά μόνο την περίοδο της 21ης Απριλίου και να εκθειάζει αντίστοιχα το τι προηγήθηκε (όπως έκανε ο πρόεδρος της Βουλής), είναι ανεδαφικό και αντεπιστημονικό.

- Ο ΣΟΛΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ,[7] αρχικά, στον 3ο τόμο της «Ιστορίας της Δικτατορίας» (1975) αφού αναφέρει τα θετικά της οικονομικής πολιτικής επί 21ης Απριλίου[8], επισημαίνει πως «Γενικά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθή την ύπαρξι θετικών στοιχείων στην οικονομική πολιτική της δικτατορίαςΗ απόλυτη άρνησις στην κριτική της που τηρήθηκε μετά την πτώσι της, υπήρξε υπερβολική και αντιρεαλιστική. Η βιομηχανική ανάπτυξις στο σύνολό της δεν μπορεί πέρα ως πέρα να χαρακτηρισθή αρνητική και επιβλαβής, γιατί τότε θα απαρνηθούμε όλη την οικονομική πρόοδο των προ της δικτατορίας 15 ετών, η οποία είναι αναμφισβήτητη και έμπρακτα αισθητή. Και αυτή η καταναλωτική άνοδος, η οποία εβελτίωσε οπωσδήποτε την ζωή των πάντα χειμαζομένων Ελλήνων, από ωρισμένη πλευρά υπήρξε απαραίτητη ως ένα σημείο». (σελ. 386-387).

- Ο μαρξιστής ΜΑΡΙΟΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ [9], στο βιβλίο του «Αντίσταση και Αντιπολίτευση 1967-1974» (1975) που δηλώνει ρητά την αντίθεσή του με το τότε καθεστώς και αναλύει τα οικονομικά του υπό το πρίσμα της μαρξιστικής ιδεολογίας του, αναφέρει μεταξύ άλλων:

. Σελ. 136 «Οι μέχρι τώρα εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι η χούντα δεν έκανε ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη οικονομική πολιτική από εκείνην που θα είχε ασκήσει στην Ελλάδα οποιαδήποτε κοινοβουλευτική κυβέρνηση, ή που άσκησαν οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης».

Σελ. 145 «Επίσης είναι λάθος να θέλει κανείς ν’αποδείξει ότι η οικονομική πολιτική της χούντας δεν προώθησε την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας... Αντίθετα η οικονομική πολιτική της χούντας υπήρξε επιτυχημένη, αναφορικά προς τα συμφέροντα που εκπροσωπούσε αυτή. Στο καπιταλιστικό πλαίσιο δεν μπορεί κανείς να δώσει κακό βαθμό στην οικονομική πολιτική της χούντας. Εκπλήρωσε σωστά την αποστολή της. Προώθησε εντατικά τη διαδικασία της ανάπτυξης που είχε αρχίσει ήδη στην αρχή της δεκαετία του ‘60».

Σελ.154 «...η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας την μεταμορφώνει πολύ γρήγορα σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα».

Σελ. 174 «Ακριβώς εδώ πρέπει ν’αναζητηθούν οι λόγοι που μετά το 1969, μετά τις επιτυχίες της αστυνομίας δεν μπόρεσε να ξαναζωντανέψει η αντίσταση στην Ελλάδα. Γιατί η πορεία της οικονομίας υπήρξε λαμπρή, έτσι μάλιστα που επωφελήθηκαν όλα τα στρώματα».

- Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΝΤΕΝ, (καθηγητής οικονομικών σε πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και στο Πάντειο, πρ, συνεργάτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και του υπουργείου Εξωτερικών), στο βιβλίο του "Παράταιροι Εταίροι - Ελληνική Δικτατορία, Κομμουνιστικά Καθεστώτα και Βαλκάνια 1967-1974" (2009) πού μάλιστα αφιερώνει "στους συντρόφους του από τον αντιδικτατορικό αγώνα", αναφέρει: «Η γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας, οφείλεται κυρίως στον δευτερογενή τομέα, στην έντονη οικοδομική δραστηριότητα και στη βιομηχανική ανάπτυξη που στηρίζεται στις επενδύσεις σε μεγάλες μονάδες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την προηγούμενη περίοδο αλλά και σε ορισμένες νέες… Ο δυναμισμός της οικονομίας ανακόπτεται κάπως το 1967, ως αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων, στη συνέχεια όμως επαναλαμβάνεται ως το τέλος του 1973… Η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη στηρίχθηκε και στην ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων εργατικού δυναμικού. Η βιομηχανική απασχόληση στη διάρκεια της επταετίας αυξήθηκε κατά 27%». Αναφέρει μάλιστα την μείωση της μετανάστευσης και της ανεργίας (σελ. 48-49). Εν συνεχεία παρατηρεί ότι την περίοδο 1968-1973 «ο τακτικός προϋπολογισμός παραμένει πλεονασματικός (εκτός από το 1974)», ότι «σημειώνεται ένα σημαντικό άλμα στη διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας, το μόνο εξάλλου στην εικοσαετία 1960-1980». Τονίζει επίσης ότι «ο υψηλός αυξητικός ρυθμός των εξαγωγών και η αλλαγή της σύνθεσής τους, με σημαντική είσοδο των βιομηχανικών προϊόντων. Πράγματι κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι εξαγωγές αυξήθηκαν με πολύ υψηλό ρυθμό (μέση ετήσια αύξηση δείκτη όγκου 14,0%), σημειώνοντας επιτάχυνση έναντι της προηγούμενης περιόδου 1960-66 (9,3%) και με ρυθμό πολύ υψηλότερο από αυτόν της αύξησης των εισαγωγών (8,4%), ενώ κατά την προηγούμενη περίοδο συνέβαινε το αντίθετο (9,3 % έναντι 13,0%)…Όσον αφορά τώρα την σύνθεση των εξαγωγών, το μερίδιο των βιομηχανικών προϊόντων αυξάνεται έντονα σε βάρος των αγροτικών (αντίστοιχη μείωση μεριδίου από 63% σε 30%). Τα νέα δυναμικά βιομηχανικά προϊόντα είναι τα χαλυβουργικά (Hellenic Steel Θεσσαλονίκης και σιδηρονικέλιο ΛΑΡΚΟ), το αλουμίνιο (Pechiney) και ορισμένα χημικά, ενώ ιδίως προς το τέλος της περιόδου, δυναμισμό σημειώνουν και τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης και υπόδυσης» (σελ. 50-51).

- Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, (διδάκτωρ οικονομικών επιστημών πανεπιστημίου των Παρισίων)[10] ατο βιβλίο «Η Οικονομία της Νεότερης Ελλάδας 1821-2012» (2013) αναφέρει τα εξής σημαντικά (σελ. 296-299): 

«Την περίοδο 1967-1974, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε, σε σταθερές τιμές, κατά 56,8% ή κατά 8,1% μέση αύξηση το χρόνο. Μέχρι το 1973, η αυξητική πορεία ήταν διαρκής (σ.σ. περίοδος Παπαδόπουλου). Το 1974 (σ.σ. έτος καθεστώτος Ιωαννίδη και επανόδου Καραλανλή), το ΑΕΠ σημείωσε πτώση κατά 1,8%».

Όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα γράφει ότι την περίοδο 1969-1972 «είχε αυξητική πορεία», το 1973 παρέμεινε στάσιμη, στο επίπεδο του 1972 και το 1974 σημείωσε νέα αύξηση»

Όσον αφορά τον δευτερογενή τομέα «αυξήθηκε, μεταξύ 1967-1974, κατά 79,0% ή κατά 11,3% μέση ετήσια αύξηση. Η εξέλιξη ήταν σταθερά ανοδική μέχρι το 1973 (σ.σ. περίοδος Παπαδόπουλου). Το 1974, σημείωσε πτώση κατά 11,0%, γεγονός που επηρέασε αρνητικά το συνολικό ΑΕΠ τη χρονιά αυτή (περίοδος Ιωαννίδη-Καραμανλή). Οι επιμέρους κλάδοι του δευτερογενή τομέα (ορυχεία, μεταποίηση, ηλεκτρισμός, κλπ.), είχαν την ίδια περίπου εξέλιξη, δηλαδή σημαντική αύξηση μέχρι το 1973, πτώση το 1974. Οι κατασκευές ειδικότερα, οι οποίες άρχισαν να εκδηλώνουν δυναμική προοπτική από το 1961, σημείωσαν ανοδική πορεία μέχρι το 1972, το 1973 παρέμειναν στάσιμες και το 1974 υποχώρησαν σημαντικά (-32%). Η συνολική αύξηση των κατασκευών τη υπόψη περίοδο έφτασε το 25,5% ή κατά τη 3,6% μέση ετήσια αύξηση, πάντα σε σταθερές τιμές.

Ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) σημείωσε συνεχή ανοδική πορεία σε όλη τη διάρκεια της περιόδου και έφτασε συνολικά στο 59,9% ή 8,5% μέση ετήσια αύξηση. Η συνολική βελτίωση του ΑΕΠ μέχρι το 1973, οφείλεται επομένως στην ανοδική πορεία και των τριών τομέων της οικονομίας, περισσότερο ή λιγότερο ο καθένας. Η πτώση του ΑΕΠ το 1974 είχε την αιτία της στη διεθνή συγκυρία, που επηρέασε αρνητικά το σύνολο σχεδόν των τομέων και κλάδων της οικονομίας. Η συμμετοχή των επιμέρους τομέων της οικονομίας στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος εξελίχθηκε ως εξής:

Πρωτογενής τομέας  Δευτερογενής τομέας  Τριτογενής τομέας

1967 21,5%                27,6%                             50,9%

1974 16,6%                31,5%                             51,9%

Διαπιστώνεται μια σημαντική αλλαγή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, κυρίως μεταξύ πρωτογενούς (μείωση) και δευτερογενούς (αύξηση) τομέα».

Και συνεχίζει ο Κοντογιώργης:

«Οι δημόσιες επενδύσεις ειδικότερα αυξήθηκαν, μεταξύ 1967 και 1974, κατά 44,2 % ή κατά 6,3% μέση ετήσια αύξηση, σε σταθερές τιμές.

Οι συνολικές ιδιωτικές επενδύσεις σε σταθερές τιμές αυξήθηκαν, στη διάρκεια της επταετίας, κατά 52,2% ή κατά 7,5% το χρόνο, μέση αύξηση. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην μεταποίηση αυξήθηκαν κατά 148,8%, την ίδια περίοδο ή κατά 21,3% το χρόνο, μέση αύξηση. Μεταξύ 1955 και 1973, η συμμετοχή της «βαριάς» βιομηχανίας (μεταλλουργία, χημικά, ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά αγαθά, κλπ.) στο σύνολο του βιομηχανικού προϊόντος σχεδόν διπλασιάστηκε, ενώ η συμμετοχή της «ελαφράς» βιομηχανίας μειώθηκε σημαντικά. 

Στον αγροτικό τομέα, το 1967, οι ποσότητες των αγροτικών προϊόντων, που συγκέντρωνε το Κράτος μειώθηκαν αισθητά. Η ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος εγίνονταν με απευθείας επιχορηγήσεις και οι τιμές των αγροτικών προϊόντων προσαρμόζονταν στην προσφορά και στη ζήτηση. Το Κράτος στήριζε μόνο την κατώτατη τιμή. Το 1968, το Ελληνικό Δημόσιο χάρισε στους αγρότες όλα τα χρέη που είχαν στην Αγροτική Τράπεζα, που έφταναν τα 7,7 δις δραχμές και αφορούσαν 644.000 οφειλέτες.

Ο τουρισμός είχε ιδιαίτερα γρήγορη εξέλιξη. Ο αριθμός των επισκεπτών-τουριστών, μεταξύ 1968 και 1974, τετραπλασιάστηκε. Οι τουριστικές υποδομές βελτιώθηκαν. Τα κρεβάτια στα ξενοδοχεία αυξήθηκαν με την ίδια ταχύτητα...  Το 1955, ο αριθμός των τουριστών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα ήταν 208.000 άτομα. Το 1963, ήταν 720.000 και το 1973 έφτασαν τα 3.000.000 άτομα. Το τουριστικό συνάλλαγμα, από 29.000.000 δολάρια το 1955, ανέβηκε στα 95.000.000 δολάρια το 1963 και έφτασε τα 515.000.000 δολάρια το 1973.

Η απασχόληση στη χώρα, στη διάρκεια της επταετίας του καθεστώτος, αυξήθηκε, ενώ ο ρυθμός της εξωτερικής μετανάστευσης μειώθηκε. Η μείωση αυτή διατηρήθηκε σταθερά στις επόμενες δεκαετίες, που σημαίνει ότι βελτιώθηκαν οι δυνατότητες απασχόλησης στην εσωτερική αγορά εργασίας. Η αύξηση της απασχόλησης προήλθε κυρίως από τη βιομηχανία και ιδιαίτερα από τις μεγάλες επιχειρήσεις, χωρίς να υποβαθμίζεται και η συμβολή του τουρισμού σε αυτό. Οι αμοιβές των εργαζομένων σε σταθερές τιμές αυξήθηκαν σημαντικά». Και στην σελ. 305 εξηγεί «Η καθαρά εισροή κεφαλαίων αυξήθηκε, μεταξύ 1967 και 1973, κατά 495, 2% και μεταξύ 1967 και 1974, κατά 431,8%. Μεταξύ των δυο τελευταίων χρόνων, του 1973 και του 1974, η εισροή μειώθηκε κατά 10,6%». 

- Ο ΠΑΝΟΣ ΚΑΖΑΚΟΣ[11] Ο Πρόεδρος της Βουλής. χρησιμοποίησε την εισήγηση του στο συνέδριο του 2014. Τα πρακτικά του συνεδρίου εκείνου εκδόθηκαν (2016), από το Ίδρυμα της Βουλής , με τίτλο «Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και η Αποκατάσταση της Δημοκρατίας». Ας δούμε τα πιο ενδιαφέροντα σημεία.

Σελ. 137 «... Όμως  την περίοδο της δικτατορίας υπήρξε και οικονομική ανάπτυξη (όπως συνήθως την ορίζουμε) και κοινωνική αλλαγή. Με τα εργαλεία της συμβατικής οικονομικής ανάλυσης που εστιάζουν σε ποσοτικά μεγέθη – ρυθμούς μεγέθυνσης, βιομηχανική παραγωγή, πληθωρισμό, δημοσιονομικά ελλείμματα κ.λ.π. – η δικτατορία εμφανίζεται ως συνέχεια ισχυρών τάσεων ανάπτυξης, που είχαν ήδη εκδηλωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το αργότερο...».

Σελ. 139 «Σημειώνω ότι η δικτατορία πέτυχε να κινηθούν παραγωγικότητα και επενδύσεις ανοδικά, γιατί –ανάμεσα σε άλλα- συνέχισε την αναπτυξιακή πολιτική των δημοκρατικών κυβερνήσεων».

Σελ. 140 «Η εγχώρια οικονομική και επενδυτική δραστηριότητα αναθερμάνθηκε γρήγορα ύστερα από ένα πρώτο πάγωμα το 1967. Η χώρα επανήλθε σε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης που κατά διαστήματα ξεπέρασαν αυτές της προηγούμενης περιόδου. Από το 1968 εισήλθε σε μια περίοδο υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης, που θα επιβραδυνθούν το 1973-1974, αρχικά εξαιτίας των απότομων εξωτερικών διαταραχών – της πετρελαϊκής κρίσης που οδήγησε σε δραματική αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και ύφεση. Έτσι τα καθαρά οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα πριν από τη δικτατορία και κατά τη διάρκειά της συμμετείχε  και επωφελήθηκε από τη ‘’χρυσή εποχή’’ των δυτικών οικονομιών. Οι ελληνικοί ρυθμοί μεγέθυνσης ανήκαν μάλιστα στους υψηλότερους της Δύσης».

Σελ. 141 «Από δομική άποψη ενδιαφέρον έχει ότι σειρά ολόκληρη μέτρων επέτρεψαν και ενθάρρυναν τη συνέχιση της εκβιομηχάνισης και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Γύρω από το θέμα αυτό υπάρχει αρκετή ασάφεια και, συχνά, αμφισβητείται οποιαδήποτε πρόοδος διαπιστώθηκε τότε. Οι ρυθμοί αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής γενικά ήταν υψηλοί και ο βιομηχανικός τομέας συνέχισε να διευρύνει το μερίδιό του στο ΑΕΠ (από 31,5% το 1969 σε 34,7 το 1973)…Επίσης αυξήθηκε η ‘’εξωστρέφεια’’ της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή μετριέται συνήθως με το μερίδιο των εισαγωγών και των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Τα στοιχεία της Eurostat δεν αφήνουν αμφιβολίες για αυτό…

Οι εξαγωγές έπαιζαν έναν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στην ανάπτυξη. Έτσι το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ έφθασε την περίοδο 1971-1975 το 12,6 % κατά μέσον όρο έναντι 8% την περίοδο 1960 -1965. Ενδιαφέρον έχει επίσης παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αλλά και αδιατάρακτα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μερικά χρόνια μετά άλλαζε η δομή της ελληνικής βιομηχανίας. Ο λόγος της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών προς την παραγωγή ενδιαμέσων ή κεφαλαιουχικών αγαθών άλλαζε από 1,7 κατά μέσον όρο την τριετία 1958-1960, σε 1,5 το 1961 και 1,0 το 1970![12]».

Σελ. 143 «Πως εξηγούνται οι οικονομικές επιδόσεις της δικτατορίας;…  η δικτατορία δεν ανέτρεψε βασικά χαρακτηριστικά της οικονομικής πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων. Σελ. 144 «Η συνέχεια στην οικονομική πολιτική είναι εμφανής σε θέματα αντικυκλικής πολιτικής, ‘’παροχών’’, κινήτρων για επενδύσεις, αναπτυξιακού προγραμματισμού, δημοσιονομικής διαχείρισης χωρίς ελλείμματα κ.α.... Επομένως όπως τόλμησε να παρατηρήσει ο Δ.Α. Σωτηρόπουλος, δεν επιβεβαιώνεται στην  ελληνική περίπτωση ότι η ελληνική δικτατορία, όπως κάθε δικτατορία ήταν ‘’ένα καθεστώς κατεξοχήν αντιλαϊκό και απρόθυμο να ασκήσει κοινωνική πολιτική’’... Τις επιλογές των συνταγματαρχών επηρέασαν επιπλέον η αγροτική και μικροαστική κοινωνική καταγωγή τους».

Σελ. 146 «Η δημοσιονομική ισορροπία ευνοήθηκε από τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ, που διεύρυναν τα περιθώρια για δαπάνες, αλλά οι κυβερνήσεις της δικτατορίας επιδίωκαν περισσεύματα στον τακτικό προϋπολογισμό για επενδύσεις».

- ΧΡΥΣΑΦΗΣ ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ: Oικονομολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Καθηγητή στο πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Πάντειο.[13]. Το 2020 κυκλοφόρησε από το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τραπέζης της Ελλάδος, ο πρώτος τόμος του έργου «Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1950», πού ονομάζεται «Περίοδος 1950-1973 : Ανάπτυξη, Νομισματική Σταθερότητα και Κρατικός Παρεμβατισμός». Πρόκειται για την πιο ολοκληρωμένη οικονομική ανάλυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, από την πλευρά των αντιπάλων του.

Εισαγωγή, σελ. xxxvi[14] : Η περίοδος 1953-1973 είναι η φάση της ταχείας ανάπτυξης…Οι εν λόγω ρυθμοί είναι αισθητά υψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς όλων των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με μία εξαίρεση, αυτών της Ιαπωνίας». Σελ. lxvii «Στο διάστημα 1953-1973 η αύξηση του ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν ταχύτερη από εκείνη χωρών πιο ανεπτυγμένων από την Ελλάδα, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, και πολύ ταχύτερη από εκείνη χωρών όπως η Γαλλία και η Βρετανία...  Ως αποτέλεσμα, το 1973 το μέσο βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας είχε ξεπεράσει εκείνο της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και είχε περίπου εξισωθεί με αυτό της Ισπανίας... [15]

 Σελ. 6 «Ο τετραπλασιασμός του κατά κεφαλήν εισοδήματος επιτεύχθηκε χάρη στους συστηματικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που σημειώθηκαν στα 21 χρόνια 1953-1973…Ειδικά το διάστημα 1961-1973, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας επιταχύνθηκε (με ατμομηχανές τη βιομηχανία, τις κατασκευές και την ενέργεια)….Ποτέ πριν ή μετά η χώρα δεν γνώρισε τόσο ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».

Σελ. 155 "Τελικά, το εμπορικό έλλειμμα καλυπτόταν από την εξίσου εντυπωσιακή αύξηση των εισροών από τον τουρισμό, το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, τα μεταναστευτικά εμβάσματα, καθώς και από εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό. Έτσι, δεν υπήρξε κρίση στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας". Σελ. 171 "Το διάστημα 1967-1972, τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος αυξήθηκαν σημαντικά". Ας δούμε επίσης κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του συγγραφέα, σχετικά με το ζήτημα του εξωτερικού δανεισμού της χώρας.

Σελ. 156 «Παρά την αύξηση των δανειακών αναγκών, το δημόσιο χρέος παρέμεινε χαμηλό...Μολονότι αυξανόταν σταθερά, το χρέος εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ…Η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι μια δημοσιονομικώς υγιής χώρα».

Σελ. 152 «Το 1968, η επιβράδυνση είχε ανακοπεί και η οικονομία είχε αρχίσει να ξαναμπαίνει σε ανοδική τροχιά. Στο μεταξύ, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης του 1966-1967 συντέλεσε στην αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων και στη συρρίκνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου».

Σελ. 171 «Το 1971 το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε στο 3,1% και το 1972 και το 1973 γύρω στο 2%. Η ελληνική οικονομία βρισκόταν πρακτικά σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης».

Σελ. 185 «Στη διάρκεια της περιόδου 1953-1973, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνονταν τόσο σε όγκο, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ». Σελ.189 «Το διάστημα 1954-1960, οι επενδύσεις στη μεταποίηση αυξάνονταν με το απογοητευτικό ρυθμό του 6,1% ετησίως. Το διάστημα 1961-1973, οι βιομηχανικές επενδύσεις απογειώθηκαν, καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%». Σελ. 190 «Ειδικά τα ποσοστά των επενδύσεων στο ΑΕΠ που καταγράφηκαν τις πενταετίες 1964-1968 και 1969-1973 ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη»

Σελ. 204 «Η επιτάχυνση της ανάπτυξης που σημειώθηκε την υποπερίοδο 1961-1973 έφερε επιτάχυνση και της ιδιωτικής κατανάλωσης, της οποίας ο ρυθμός ανήλθε στο 6,7% ετησίως». Σελ. 208 «Οι εξαγωγικές επιδόσεις που σημειώθηκαν στη διάρκεια της περιόδου 1953-1973 και ειδικά της υποπεριόδου 1961-1973, δεν ήταν ευκαταφρόνητες». Σελ. 232 «Η πραγματική εποχή της βιομηχανίας είναι η 14ετία 1960-1973. Στη διάρκειά της, ο ρυθμός ανόδου της παραγωγής της μεταποίησης σημείωσε αισθητή επιτάχυνση, ανερχόμενος στο 10,7% ετησίως. Ήταν ο δεύτερος ταχύτερος ρυθμός ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ (μετά τον ρυθμό της Ιαπωνίας)».

Αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Χ. Ιορδάνογλου, η εφημερίδα «Εστία» δημοσίευσε άρθρο στις 09/12/2020 που έφερε τον τίτλο «Τράπεζα Ελλάδος: Έπαινος για τα οικονομικά της δικτατορίας». Το γεγονός, προκάλεσε την αγανάκτηση προσώπων, όπως ο Βασίλης Πεσμαζόγλου που συμμετείχε στο Συνέδριο που μας απασχολεί. Προσπάθησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι ο Ιορδάνογλου ανήκε στο φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα[16]. Στά άρθρα τους όμως (και της Δαφέρμου) στην ουσία έρχονται και αυτοί σε αντίφαση αφού αναγκάζονται να αναγνωρίσουν τα θετικά της περιόδου 1953-1973 και ειδικότερα της περιόδου 1961-1973! Ο Ιορδάνογλου, κρίνει το οικονομικό καθεστώς μέχρι και το έτος 1973 ως επιτυχές (βλ. σελ. 499)! Πουθενά δεν διαχωρίζει την περίοδο 1967-1973 ως κάτι διάφορο ή αποτυχημένο σε σχέση με το υπόλοιπο επιτυχημένο πλαίσιο της περιόδου 1953-1973. Κατόπιν αυτών, αναμένουμε με πολύ ενδιαφέρον την δημοσίευση της διάλέξεως του κ. Πεσματζόγλου για να την σχολιάσουμε...

Κε Πρόεδρε της Βουλής. Στο παρόν άρθρο-απάντησή μας καταδείξαμε πόσο ιστορικά ατυχής ήταν ο Χαιρετισμός σας στην Ημερίδα του Π.Ο.Α. με βάση επιστημονική βιβλιογραφία εντελώς αντίθετη προς το καθεστώς της 21ης Απριλίου. Ο Πρόεδρος της Βουλής είναι θεσμός που επιβάλλει σεβασμό και κύρος. Και η εμπάθεια, η ιστορική διαστρέβλωση και η ιδεοληπτική τύφλωση δεν συνάδουν με το επίπεδο ενός τέτοιου θεσμικού προσώπου όπως αυτό που εκπροσωπείτε...

Αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναγνώσουμε και τις επιμέρους διαλέξεις των κ.κ. καθηγητών που συμμετείχαν στο εν λόγω Συνέδριο. Και με γνώμονα μόνο την αλήθεια, να δώσουμε τις πρέπουσες απαντήσεις ανά διάλεξη, όπου αυτές χρειαστούν...   

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Με αποκορύφωμα την ανακοίνωση του Γιάννη Καλογήρου με τίτλο «Βιομηχανική και τεχνολογική εξέλιξη την επταετία 1967-1974 : Η απομυθοποίηση της βιομηχανικής και αναπτυξιακής πολιτικής της δικτατορίας».

[2] Βλ. το πιο πρόσφατο άρθρο του γράφοντα, το οποίο αφορά την σχετική βιβλιογραφία για αυτό το θέμα. Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Ε.ΠΟ.Κ. με αφορμή την έκδοση του νέου Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ.

[3] Βλ. το δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του Ε.ΠΟ.Κ., άρθρο του Μάνου Χατζηδάκη «Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος Κατά την Κατοχή (1941-1944)» και πολύ πιο αναλυτικά στον πρώτο τόμο της 4τομης βιογραφίας που έγραψε ο ίδιος συγγραφέας για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.

[4] Βλ. στην έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (συγγραφέας Λεωνίδας Καλλιβρετάκης), τον αριθμό των θυμάτων και κυρίως που και υπό ποιες συνθήκες σκοτώθηκαν, σε αντιπαραβολή με τερατολογίες της πρώιμης Μεταπολίτευσης, όπως τον κατάλογο του δημοσιογράφου Μπάμπη Γεωργούλα, με τους 77 νεκρούς…

[5] Πλήρης αποδόμηση του συγκεκριμένου πονήματος, στο βιβλίο «Λαμόγια χωρίς Χακί» του Μάνου Χατζηδάκη.

[6] Νικόλαος Μακαρέζος «Η Οικονομία της Ελλάδος 21η Απριλίου 1967 – 8η Οκτωβρίου 1973» και Μάνος Χατζηδάκης «Το Έργο του Γεωργίου Παπαδοπούλου 1967 – 1973». Με συνεχείς παραπομπές σε στοιχεία από εκθέσεις και δελτία του ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ, του ΟΗΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος, του υπουργείου Συντονισμού, της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ξένων τραπεζών με διεθνή κύκλο εργασιών και του διεθνούς οικονομικού τύπου.

[7] Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού που αποστρατεύθηκε νωρίς και ασχολήθηκε έκτοτε με την δημοσιογραφία και την συγγραφή ιστορικών βιβλίων. Επί Κατοχής ήταν στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και επί 21ης Απριλίου συμμετείχε σε αντιστασιακή οργάνωση.

[8] Ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών (με πανευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο ρεκόρ ρυθμού ανάπτυξης, όπως επισημαίνει), ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής (πανευρωπαϊκό ρεκόρ ρυθμού ανάπτυξης, όπως επισημαίνει), ο σχεδιασμός της οικονομίας με τα προγράμματα που εκπονήθηκαν και οι μαζικές παραγγελίες όπλων.

[9] Καθηγητής οικονομικών επιστημών, με διδακτορικό στην Γερμανία, ο οποίος δίδαξε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Ολλανδίας

[10] Διετέλεσε σύμβουλος και διευθυντικό στέλεχος ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων.

[11] Καθηγητής πανεπιστημίου – οικονομολόγος και πρώην εμπειρογνώμων στο υπουργείο Εξωτερικών.

[12] Διαβάζοντας όλα αυτά, ενδεχομένως ο αναγνώστης να αναρωτηθεί τι ακριβώς θεωρεί ότι «απομυθοποίησε» ο κύριος Γιάννης Καλογήρου με την εισήγηση του στο πρόσφατο συνέδριο…

[13] Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου είναι γιος του Ιπποκράτη Ιορδάνογλου, βουλευτή και υπουργού της ΕΡΕ και της Νέας Δημοκρατίας και συμμετείχε ενεργά στο φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα (μέσω της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος).

[14] Η εισαγωγή αφορά το συνολικό τρίτομο έργο, έτσι ο συγγραφέας επιλέγει εκεί την αρίθμηση των σελίδων με λατινικούς χαρακτήρες. Με την έναρξη του κυρίως κειμένου, αρχίζει και η αρίθμηση με τους γνωστούς, αραβικούς αριθμούς.

[15] Από αυτό το απόσπασμα ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί πόσο απλουστευμένη είναι η άποψη «αντιχουντικών» συγγραφέων ότι οι καλές επιδόσεις στην οικονομία επί 21ης Απριλίου, οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στο ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, λες και η οικονομία μπαίνει σε αυτόματο πιλότο. Εξάλλου και ο Ιορδάνογλου, στην σελίδα lxv υποστηρίζει πως «οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας -  οι καλές και οι κακές – οφείλονταν, κατά κύριο λόγο σε ενδογενείς παράγοντες που αξιοποιήθηκαν ή επιδεινώθηκαν από τον γενικό προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής».

[16] Λες και αυτή η ιδιότητα πρέπει υποχρεωτικά να εμποδίσει τον συγγραφέα στο να αποδόσει κάποια θετικά χαρακτηριστικά στο τότε καθεστώτος και να πρέπει να γράψει κατ’ουσίαν στρατευμένα! Μάλλον κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια…