ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΑΝΤΩΝΑΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Του Βασιλείου Στ. Πορπόρη Φοιτητού ΔΙ.ΠΑ.Ε.
Καθένας από εμάς γνωρίζει στο διάβα της ζωής του πάρα πολλούς ανθρώπους. Είτε από το οικογενειακό του περιβάλλον, είτε από τον χώρο εργασίας του, είτε από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα στην οποία μετέχει. Με λίγα λόγια, οι περισσότερες γνωριμίες και κοινωνικές μας συναναστροφές προέρχονται ξεκάθαρα από τον εκάστοτε χώρο της καθημερινότητας στον οποίο κινούμαστε.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στις συνειδήσεις μας τους οποίους παρόλο που δεν γνωρίσαμε ποτέ προσωπικά τους θεωρούμε παράδειγμα για την ζωή μας και τους κρατάμε για πάντα κλεισμένους στην καρδιά και το μυαλό μας. Ενός τέτοιου ανθρώπου την προσωπικότητα θα προσπαθήσω σήμερα να αποτυπώσω με λίγα λόγια επάνω στο χαρτί, αποτίοντας έτσι έναν ελάχιστο φόρο τιμής προς έναν συντοπίτη μου (με αφορμή την συμπλήρωση των 33ων ετών από τον θάνατό του), τον οποίο παρότι δεν είχα την τιμή να γνωρίσω παρά μόνο μέσα από τα ιστορικά δοκίμια και τις διάφορες διηγήσεις των μεγαλυτέρων, τον θεωρώ πρότυπο ζωής, παράδειγμα ανθρώπου και Έλληνα πατριώτη. Αναφέρομαι στον αείμνηστο ταξίαρχο ε.α. και τέως υπουργό Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων Νικόλαο Κ. Γκαντώνα, ο οποίος όπως και όλες οι υπόλοιπες εμβληματικές προσωπικότητες που σημάδεψαν ανεξίτηλα την πορεία του ελληνισμού, είχε την τύχη να γευτεί την αχαριστία και την λησμονιά που ανέκαθεν διέκρινε την ελληνική κοινωνία απέναντι σε όλους όσους προσέφεραν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο κοινωνικό σύνολο και την Ελλάδα.
Από την Γαλατινή Βοΐου στην ηρωική δράση του Έλληνος αξιωματικού
10 Οκτωβρίου 1919 ήταν η ημέρα όπου ο πρωτότοκος γιος του διδασκάλου Κωνσταντίνου Γκαντώνα και της Αγνής αντίκρισε για πρώτη φορά το φως του ηλίου που κι εκείνη την ημέρα ανέτειλε περήφανα πάνω απ’ τον καθάριο ουρανό της Γαλατινής Βοΐου, ενός μικρού χωριού της Δυτικής Μακεδονίας το οποίο διαδραμάτισε τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο σε διάφορες φάσεις της ελληνικής ιστορίας. Ως γνήσιος απόγονος των ηρωικών Μακεδονομάχων, ο νεαρός τότε Νίκος φαίνεται ότι ένοιωσε από πολύ νωρίς το αίσθημα ευθύνης προς την πατρίδα και το καθήκον, αφού επέλεξε να φοιτήσει στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων δίνοντας τον ιερό όρκο του Ευέλπιδος, τον οποίο έμελε να τηρήσει κατά γράμμα μέχρι και το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Σε όλες τις πολεμικές φάσεις της περιόδου 1940 – 1949, ο νεαρός αξιωματικός πολέμησε κατά κοινή ομολογία με παλικαριά και αυτοθυσία, είτε στην πρώτη γραμμή του πυρός ως απλός πολεμιστής είτε από τα μετερίζια της Πανελλήνιας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ) της οποίας και εξελίχθηκε σε ένα από τα πλέον σημαίνοντα στελέχη. Για την πολεμική του δράση αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος Γερμανός αξιωματικός (μοτοσικλετιστής) που έπεσε νεκρός στα ελληνικά εδάφη βρήκε τον θάνατο από το βόλι του λοχαγού Ν. Γκαντώνα, καθώς και η πρώτη υπίλαρχη πυροβολαρχία των γερμανικών στρατευμάτων που εισήλθε στην χώρα μας διαλύθηκε από στρατιωτικό τμήμα το οποίο βρίσκονταν υπό την διοίκησή του. Υπήρξε στ’ αλήθεια ένας ηρωικός πολεμιστής που μεταξύ άλλων τιμήθηκε και με δύο χρυσά αριστεία ανδρείας για την δράση του.
Ο γάμος με την Μαλβίνα και η Επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την γερμανική κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον συμμοριτοπόλεμο πέρασαν γρήγορα και ο ώριμος πλέον άνδρας -ευρισκόμενος σε ηλικία γάμου κατά τα τότε δεδομένα- μετετέθη για να υπηρετήσει στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Κέρκυρας, στο όμορφο αυτό νησί των Επτανήσων με το οποίο έμελε να συνδεθεί πολύ στενά, αφού εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε την μητέρα των δύο του παιδιών, της Αγνής και του Κωνσταντίνου, η οποία ως σύγχρονη γυναίκα Ηπειρώτισσα στάθηκε στο πλάι του ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΗ σε όλες τις κρίσιμες και πικρές φάσεις της ζωής του, τόσο κατά την στρατιωτικοπολιτική θητεία του, όσο και αργότερα στα μαύρα χρόνια της άδικης φυλάκισής του. Νομίζω ότι τέτοιου είδους γυναίκες σαν την κυρία Μαλβίνα κράτησαν κατά ένα μεγάλο βαθμό αναμμένη την φλόγα του ελληνισμού, αφήνοντας πίσω τους ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού και αυτοθυσίας για τις επόμενες γενιές. Η 21η Απριλίου ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία για το πολιτικό σύστημα. Για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες προκάλεσε ανακούφιση και προκοπή (ασχέτως πολιτικής αποχρώσεως και ταυτότητας). Όλοι ωφελήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, αν και το μόνο σίγουρο είναι ότι ωφελήθηκε στο σύνολό της η Ελλάδα σε κάθε τομέα, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, θεσμικό. Ο Νικόλαος Γκαντώνας ήταν ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της ενέργειας. Ένας από αυτούς που συμμετείχε εξαρχής στον σχεδιασμό της και ένας από τους 24 “πρωταίτιους της δικτατορίας” που δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και καθόλα παράνομες το 1975 από έναν ανήθικο και φαύλο δικαστή. Κατά την διάρκεια της 6ετίας Παπαδοπούλου (1967-1973), ο Γκαντώνας ανέλαβε διαδοχικά Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Βορείου Ελλάδος (1967-1970), υφυπουργός – περιφερειακός διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (1971-1972) και υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1972-1973). Το έργο του από όποια θέση κι αν πέρασε υπήρξε άκρως εποικοδομητικό και αξιοθαύμαστο, ιδιαίτερα στην περιοχή της Βορείου Ελλάδος απ’ όπου και κατάγονταν. Φρόντιζε δε πάντοτε να καλλιεργεί το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων και να προσπαθεί να τους υπενθυμίζει την ένδοξη ιστορία των προγόνων τους. Απόδειξη αυτής της άποψης είναι ότι το μεγαλοπρεπές άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην παραλία της Θεσσαλονίκης ανεγέρθηκε κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, ενώ εκείνο που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι το σχέδιο του απριλιανού καθεστώτος ήταν να ανεγερθούν άλλα τρία αγάλματα κατά μήκος της παραλίας Θεσσαλονίκης αντάξια μεγέθους και εθνικού κάλους με αυτό του μεγάλου Αλεξάνδρου. Επρόκειτο για τα αγάλματα του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, του Παύλου Μελά και του Ίωνος Δραγούμη. Δυστυχώς, ήρθε η αποφράς ημέρα της μεταπολίτευσης και φυσικά το σχέδιο της Επαναστάσεως απορρίφθηκε και αντί για τα αγάλματα των ένδοξων Μακεδονομάχων ανεγέρθη το άγαλμα του “εθνάρχη” Καραμανλή(!). Ο Στρατηγός Νικόλαος Γκαντώνας αγαπητοί μου φίλοι πέρασε πολλά, έσπειρε καλοσύνη και θέρισε μίσος. Χωρίς ουδέποτε να ζητήσει τίποτα έδωσε τα πάντα και το κράτος της “δημοκρατίας” του στέρησε την σύνταξη αναγκάζοντάς τον μέχρι και το τέλος της ζωής του να εργαστεί ως λογιστής σε μια βιοτεχνία ρούχων στην Θεσσαλονίκη προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Δεν πειράζει όμως, διότι ανέκαθεν η μοίρα των ηρώων ήταν να τελειώνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο: ταπεινά, αλλά υπερήφανα! Κλείνοντας αυτή μου την αναφορά και ανήκοντας στην νέα γενιά των Ελλήνων, θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή το πλήρωμα του χρόνου θα έρθει για να δικαιώσει τον Στρατηγό, πως η παράνομη καταδίκη του θα διαγραφεί από τα νομικά κατάστιχα και ένας ανδριάντας του από μακεδονικό μάρμαρο θα κοσμήσει την πλατεία της Γαλατινής προς ένδειξη αιώνιας ευγνωμοσύνης και συγγνώμης…
Με αγάπη και σεβασμό στην μνήμη του,
Βασίλειος Στ. Πορπόρης
Φοιτητής ΔΙ.ΠΑ.Ε.