Το πολιτικό όραμα του Γεωργίου Παπαδοπούλου

Του Νικολάου Ματθαίου, Φοιτητού Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων, Μέλους του ΕΠΟΚ

     (Λόγος εκφωνηθείς στο Τρισάγιο του Γεωργίου Παπαδοπούλου 2022)

Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να αποδώσουμε, όπως και κάθε χρόνο, φόρο τιμής στην προσωπικότητα που σημάδεψε την μεταπολεμική ιστορία της χώρας μας. Μία προσωπικότητα, της οποίας το έργο μιλάει από μόνο του. Μία προσωπικότητα, που, πολλά χρόνια προτού αναλάβει τα ηνία αυτής της χώρας, είχε περάσει μία ολόκληρη 10ετία πολεμώντας για αυτήν.

       Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίον δίνουμε κάθε χρόνο το παρόν, δεν είναι μόνο ιστορικός. Δεν είμαστε μόνο νοσταλγοί μίας περιόδου κατά την οποίαν η Ελλάς εκσυγχρονίστηκε και γνώρισε μία πρωτοφανή ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Δεν είμαστε μόνο θαυμαστές του Γεωργίου Παπαδοπούλου, που ηγήθηκε της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967 και έσωσε την χώρα από έναν βέβαιο και αναγνωρισμένο από όλους τους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου της εποχής κίνδυνο εμφυλίου σπαραγμού, όσο κι αν μετά αρνήθηκαν ότι αυτός υπήρχε.

       Θα χρειαζόμασταν ώρες ολόκληρες για να αναλύσουμε το πρωτοφανές κυβερνητικό έργο της περιόδου σε όλους τους τομείς. Οικονομικό, κοινωνικό, διοικητικό, πολιτιστικό, εξοπλιστικό κλπ.… Σήμερα, όμως, δεν θα αναφερθούμε σε οικονομικούς δείκτες ή στο πόσα εργοστάσια ή πόσοι δρόμοι ή ναυπηγεία κλπ. έγιναν. Σήμερα θα μιλήσουμε για το πολιτικό του όραμα.

       Η φύση του εθνικιστή δεν είναι μόνο να αναπολεί και να υμνεί περιόδους και καταστάσεις, αλλά και να κάνει ό,τι μπορεί για να οικοδομήσει ένα καλύτερο αύριο για αυτόν και τους συμπατριώτες του.

       Ο ιδιοφυής, εργατικότατος, βαθύτατα μορφωμένος, αλλά και μετριοπαθής Γεώργιος Παπαδόπουλος, είχε ένα πολιτικό όραμα για την Ελλάδα και για αυτό το όραμα θα ήθελα σήμερα να πω μερικά λόγια, δίχως βεβαίως να εμβαθύνω ιδιαιτέρως, διότι δεν το επιτρέπει ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος.

       Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μας άφησε μία πολιτική και εθνική παρακαταθήκη, μέσω του Συντάγματος του 1968/1973, το οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε συντριπτικά επικυρωθεί από τον λαό δια δύο δημοψηφισμάτων. Πρόκειται για Σύνταγμα όμοιο του οποίου η Ελλάς δεν είχε γνωρίσει στο παρελθόν και δεν γνώρισε έκτοτε. Αν και, κατά το ήμισυ, το σημερινό Σύνταγμα, αυτό του 1975, είναι αντιγραφή του επαναστατικού Συντάγματος, μόνο όμως ως προς ορισμένες διατάξεις του, καθώς όλες οι διατάξεις που μεριμνούσαν για έναν καθαρό και εθνικό δημόσιο βίο, έχουν αντικατασταθεί με διατάξεις που επιτρέπουν την διαιώνιση της κομματοκρατίας, του πελατειακού κράτους και όλων αυτών των μαστίγων που δεν έχουν αφήσει το Ελληνικό Κράτος να ορθοποδήσει.

       Ποιο, λοιπόν, ήταν αυτό το όραμα; Αρχικώς, πρέπει να κατανοήσουμε την ιδεολογία του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Βάση της ιδεολογίας του, φυσικά, υπήρξαν τρεις έννοιες: η φυλή, το έθνος και η πατρίδα. Για την φυλή, έλεγε πως «εάν υπήρξεν Έθνος, υπήρξεν διότι βιολογικώς αι δυνάμεις της Ελληνικής Φυλής μετεδίδοντο από τους προγόνους εις τους επιγόνους… Βιολογικώς, η δύναμίς της παραμένει από Έλληνα εις Έλληνα». Για το Έθνος, ότι πρόκειται για μία «συλλογικήν, ζωντανήν και διαρκή προσωπικότητα, η οποία φύσει διακρίνεται από το υπόλοιπον της ανθρωπότητος». Και για την Πατρίδα, πως «η αγάπη προς την Πατρίδα είναι η μόνη δύναμις, η μόνη αρχή, η μόνη ιδέα».

       Ο ηγέτης που τιμάμε σήμερα, ήταν αντίθετος σε κάθε είδους προσκόλληση σε ένα δογματικό σύστημα. Και, όπως δήλωνε ο ίδιος, απέβλεπε σε ένα σύστημα που: «να μην αποτελεί ούτε υψιπετή και αλλοπρόσαλλον σοσιαλιστικήν ουτοπίαν, ούτε όμως και δογματικήν προσήλωσιν εις τον οικονομικόν φιλελευθερισμόν.» Απέρριπτε την «κοινωνιοκρατία» του σοσιαλισμού, που εκμηδενίζει το άτομο, αλλά και την «ατομοκρατία» του φιλελευθερισμού, που αποσπά το άτομο από την κοινωνία. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Ευρισκόμεθα εις την φάσιν της προσπαθείας… δια τον συμβιβασμ’ον των δύο συστημάτων, της Κοινωνιοκρατίας και της Ατομοκρατίας εις την Χρυσήν Τομήν αυτών…» Στόχευε, λοιπόν, στην σύνθεση των θετικών στοιχείων όλων των ιδεολογιών και συστημάτων, η οποία θα οδηγούσε σε ένα ελληνικό, καινοτόμο και ριζοσπαστικό πολίτευμα.

       Απόρροια αυτής της σύνθεσης, ήταν ένα Σύνταγμα που και για πρώτη φορά θέσπιζε και κατοχύρωνε το κοινωνικό κράτος, αλλά και που άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

       Πίστευε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ότι δεν υπάρχουν οι λαοί για να υπηρετούν τα πολιτεύματα, αλλά τα πολιτεύματα για να υπηρετούν τους λαούς. Έτσι, δεν αντέγραψε κάποιο σύστημα διακυβέρνησης του εξωτερικού, αλλά και πάλι, συνέθεσε ένα σχέδιο Συντάγματος καθαρά ελληνικό και διαφορετικό κάθε άλλου, το οποίο συλλάμβανε τις ανάγκες και την ιδιοσυγκρασία του ελληνικού λαού.

       Προέβλεπε, λοιπόν, αυτό το Σύνταγμα, την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας απ’ ευθείας από τον λαό. Έτσι, ο Πρόεδρος θα απέφευγε την συναλλαγή με τα κόμματα και δεν θα καθίστατο δούλος τους. Ο Πρόεδρος θα είχε 7ετή θητεία, δίχως την δυνατότητα επανεκλογής, ούτως ώστε να μην δημοκοπεί για να επιτύχη την επανεκλογή του. Ακόμη, ο Πρόεδρος θα είχε άμεση εξουσία στους τομείς που χρίζουν υπερκομματικής και υπερπαραταξιακής διαχείρισης, δηλαδή στους τομείς της Εθνικής Αμύνης, της Εξωτερικής Πολιτικής και της Δημοσίας Τάξεως. Τέλος και, φυσικά, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος διόριζε 20 «αριστίνδην» βουλευτές, πέρα από τους υπολοίπους 180 αιρετούς. Επρόκειτο για άτομα που δεν προέρχονταν από κόμματα και που είχαν διακριθεί στον πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και επιστημονικό βίο και η υπερκομματική παρουσία τους στην Βουλή ανέβαζε την ποιοτική στάθμη του Κοινοβουλίου.

       Πέραν των ανωτέρω, το Σύνταγμα του 1968/1973 καθιέρωνε και δύο εντελώς νέους πολιτειακούς θεσμούς, που μία σύντομη περιγραφή τους θα καταστήσει σαφές το πόσο χρήσιμοι θα ήταν σήμερα: το «Συμβούλιο του Έθνους» και το «Συνταγματικό Δικαστήριο».

       Το Συμβούλιο του Έθνους θα αποτελούσαν οι διατελέσαντες Πρόεδροι της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι αρχηγοί των δύο πρώτων κομμάτων, ο Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Έλεγε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος για το Συμβούλιο του Έθνους ότι επρόκειτο περί: «…ενός Συμβουλίου παρά τω Βασιλεί (και, από το 1973, παρά τω Προέδρω), όχι αποφασιστικού, αλλά συμβουλευτικού χαρακτήρος, το οποίον με την πείραν, την σοβαρότητα και το κύρος της προσωπικότητος των μελών που το συγκροτούν, θα προσδίδει δια της γνώμης του μεγαλυτέραν βαρύτητα εις τας εκάστοτε λαμβανομένας αποφάσεις και θα περιορίζονται ουσιωδώς αι αμφισβητήσεις περί της αντικειμενικότητος και ορθότητος των αποφάσεων τούτων.»

       Το Συνταγματικό Δικαστήριο, τώρα, θα έδινε την λύση σε ζητήματα συνταγματικότητος, που τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα, έχουν ταλανίσει την Ελλάδα. Είχε ευρύτατες αρμοδιότητες, μερικές εκ των οποίων ήταν η ίδρυση αλλά και ο μόνιμος έλεγχος λειτουργίας του κάθε κόμματος, σε κάθε πτυχή της δραστηριότητάς του. Επιπλέον, η απόφαση της εκτάσεως των αρμοδιοτήτων του Ανώτατου Άρχοντος, της Βουλής και της Κυβέρνησης και η συνταγματικότητα των νόμων. Όπως καταλαβαίνετε, ένα τέτοιου χαρακτήρα Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν θα είχε επιτρέψει να λάβουν χώρα εθνικές κρίσεις και διχασμοί, όπως αυτή του 1915 και συνταγματικές κρίσεις, όπως του 1965. Όπως, επίσης, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, για παράδειγμα, το εθνικό όνειδος της Συμφωνίας των Πρεσπών ή η οικονομική δέσμευση της χώρας σε εξωγενείς παράγοντες (δλδ. μνημόνια). Επομένως, όχι απλώς θα απέτρεπε εθνικώς μειοδοτικές συμφωνίες, αλλά θα έθετε εκτός νόμου και το κόμμα το οποίο τις επεδίωξε. Ακόμη, κάθε απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν αμετάκλητη. Επρόκειτο, λοιπόν, για τον φρουρό της Πολιτείας και του Συντάγματος. Ένα ανώτατο δικαστήριο, που ήλεγχε Βασιλέα ή Πρόεδρο, Βουλή, Κυβέρνηση, κόμματα και νόμους. Για την χρησιμότητά του, έλεγε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος: «Υπήρξαν κατά το παρελθόν διαφοραί επί της συνταγματικότητος των θεσμών είτε της Κυβερνήσεως, είτε του Ανωτάτου Άρχοντος και η διαμφισβήτησις εφέρετο εις το πεζοδρόμιον ή εις τας στήλας του Τύπου… Δια την αντιμετώπισιν αυτής της αδυναμίας, θεσπίζομεν δια του Νέου Συντάγματος το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, προ του οποίου θα άγωνται πλέον αι τοιαύται διαφοραί και το οποίον θα αποφαίνεται αποφασιστικώς.»

       Το Σύνταγμα, επίσης, ανανέωνε και εξυγίανε τον κοινοβουλευτισμό, με μέτρα όπως την μείωση των βουλευτών από 300 σε 200, την καθιέρωση του ασυμβιβάστου μεταξύ βουλευτή και υπουργού, την απαγόρευση της επανεκλογής βουλευτή για 4η συνεχόμενη φορά, την εφαρμογή του εκλογικού νόμου για τις μεθεπόμενες εκλογές, την επέκταση της βουλευτικής περιόδου στα 5 έτη, αντί των 4, την απαγόρευση σε υπουργό να θέσει υποψηφιότητα ως βουλευτής για τις αμέσως επόμενες εκλογές και πολλά, πολλά άλλα.

       Καθιέρωνε, ακόμη, για πρώτη φορά την Αποκέντρωση και την περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς και την θέσπιση των εκλογικών περιφερειών, δίνοντας ένα τέλος στο υδροκέφαλο κράτος των Αθηνών.

       Όμως, το πιο ουσιαστικό περιεχόμενο του Συντάγματος του 1968/1973 είναι ότι άλλαξε ολόκληρη την ιδεολογική δομή της Πολιτείας. Κατοχύρωνε και ενίσχυε όλα τα ατομικά δικαιώματα των προηγουμένων Συνταγμάτων, αλλά, παράλληλα, εισήγαγε και ένα νέο κεφάλαιο, με το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα η κοινωνική και οικονομική δημοκρατία. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο εισηγητής των άρθρων, Λουκάς Πάτρας: «…έναντι της ατομοκεντρικής και αστικοφιλελευθέρας ιδεολογίας του παλαιού Συντάγματος, το νέον Σύνταγμα καθιερώνει την κοινωνικήν και οικονομικήν δημοκρατίαν… Κατά τούτον, το νέον Σύνταγμα είναι επαναστατικόν και σύγχρονον.»

       Τέλος, θέλω να αναφερθώ σε δύο ακόμη ανανεωτικούς θεσμούς που εισήγαγαν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι συνεργάτες του: την «Συμβουλευτική Επιτροπή» και το «ΕΠΟΚ» (Ελληνικό Πολιτιστικό Κίνημα).

       Με την Συμβουλευτική Επιτροπή, ο Παπαδόπουλος απέβλεπε όχι μόνο να δημιουργήσει ένα όργανο εντός του οποίου «οι αντιπρόσωποι όλων των παραγωγικών τάξεων θα συνεργάζωνται…», αλλά και, όπως τόνιζε, απέβλεπε σε «έναν χώρον ζυμώσεως, διαμορφώσεως, αναπτύξεως και εμφανίσεως των νέων ηγετικών πολιτικών προσωπικοτήτων της χώρας.» Εκεί, όλες οι επαγγελματικές και επιστημονικές οργανώσεις, όλοι οι δικηγορικοί, ιατρικοί εμπορικοί κλπ. σύλλογοι, όλοι οι εργατικοί, αγροτικοί, εμπορικοί, βιομηχανικοί, βιοτεχνικοί κλπ. συνεταιρισμοί, όλοι οι δήμοι και όλες οι κοινότητες εξέλεγαν τους αντιπροσώπους τους. Μάλιστα, τα μισά μέλη της έπρεπε να είναι κάτω των 40 ετών και τα άλλα μισά κάτω των 50. Τέλος, ήταν πρόδρομος της νέας Εθνικής Αντιπροσωπείας, καθώς σκοπός της ήταν η προετοιμασία της νέας Βουλής, που θα προέκυπτε από τις πρώτες μετεπαναστατικές εκλογές.

       Το Ελληνικό Πολιτιστικό Κίνημα (ΕΠΟΚ) θα ήταν το φυτώριο μέσω του οποίου θα αναδεικνύονταν τα νέα κόμματα. Όπως είχε τονίσει ο Ιωάννης Αγαθαγγέλου: «κάνωμεν την ζύμην των μελλοντικών κομμάτων.» Και προβλήθηκε, τότε, ως ένα «κίνημα προόδου και ανανεώσεως».

       Το πολιτικό εκείνο κίνημα είχε σκοπό να αναδείξει και να εντάξει την αφρόκρεμα της κάθε τοπικής κοινωνίας. Προσέγγισε κατά νομό διακεκριμένα πρόσωπα και δημιούργησε τον πυρήνα για την ανάδειξη νέων δυνάμεων. Στόχος ήταν η ανάδειξη της φυσικής ηγεσίας των τοπικών κοινωνιών, που θα διαμόρφωναν αργότερα τον νέο πολιτικό κόσμο. Ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1973 και, όπως έλεγε ο Παπαδόπουλος, το ΕΠΟΚ σκόπευε να: «…διαμορφώση – με την δημοκρατικήν πάντοτε διαδικασίαν – τας πολιτικάς δυνάμεις αι οποίαι θα διεκδικήσουν αύριον – δημοκρατικώς πάλιν – την διακυβέρνησιν της χώρας… Φιλοδοξία μου είναι, αι μελλοντικαί πολιτικαί παρατάξεις να προέλθουν εκ του ΕΠΟΚ προς το οποίον ανεπιφυλάκτως και αποκλειστικώς παρέχω την υποστήριξίν μου.» Στα πλαίσια του ΕΠΟΚ δραστηριοποιήθηκαν και το οργάνωσαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Ιωάννης Αγαθαγγέλου, ο Λουκάς Πάτρας, ο Γεράσιμος Φραγκάτος, ο Γεώργιος Κάρτερ, ο Παρασκευάς Ιωαννίδης, ο Άγγελος Καραγιαννόπουλος και ο Ιωάννης Ξυδόπουλος.

       Με την Επαναστατική Μεταπολίτευση της 1ης Ιουνίου 1973, το νέο πολίτευμα που προέκυψε από αυτήν και το χρονοδιάγραμμα πορείας προς εκλογές, θα έληγε το καθεστώς εκτάκτων εξουσιών. Όχι όμως και η Επανάσταση, η οποία απλώς αυτοεξελισσόταν. Η Επανάσταση, ως ιδέα και ιδεολογία, θα συνέχιζε να ζει, με συνδετικό κρίκο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γεώργιο Παπαδόπουλο, μέσω των νέων πολιτικών δυνάμεων, μέσω των νέων θεσμών, μέσω του νέου Συντάγματος. Και θα παρέμενε ζωντανή, με κοινοβουλευτική χροιά.

       Ο μετεπαναστατικός πολιτικός κόσμος που οικοδομούσε ο Παπαδόπουλος με τους συνεργάτες του, δεν θα έφερε εντός του την παθογένεια του παλαιοκομματισμού, που ήταν μία από τις κύριες πληγές που μάστιζαν τον ελληνικό πολιτικό βίο κατά τα περασμένα έτη. Ήδη είχαν σχηματισθεί νέες πολιτικές δυνάμεις και μηχανισμοί. Ο παλαιοκομματισμός αντικαθίστατο από έναν νεοκομματισμό, μέσα από τις επαναστατικές δυνάμεις.

       Αναφερθήκαμε ήδη στο ΕΠΟΚ. Θα υπήρχαν, όμως και άλλα υποψήφια κόμματα, όπως το κόμμα Μαρκεζίνη, καθώς ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός είχε δηλώσει το ενδιαφέρον του να ηγηθεί κόμματος στις εκλογές, όπως το κόμμα Μακαρέζου, με τον Β’ Αντιπρόεδρο των Κυβερνήσεων Παπαδοπούλου να έχει παραιτηθεί πρόωρα για να ετοιμάσει κόμμα για τις επερχόμενες εκλογές και όπως η «Ελληνική Λέσχη», του κ. Παύλου Μανωλόπουλου, που μας τιμά σήμερα με την παρουσία του.

       Υπήρχαν, λοιπόν, οι νέες δυνάμεις, ενώ ο παλαιοκομματισμός είχε αυτοβούλως ενταφιασθεί, αφού θα απείχε συνειδητά από τις εκλογές και, έτσι, αυτοεξοριζόταν οικειοθελώς από τον νέο πολιτικό βίο.

       Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προσπάθησε να οικοδομήσει μία «Δημοκρατία των Αρίστων», με νέο πολίτευμα, νέα διοίκηση, νέα σχήματα, νέο τύπο κοινοβουλευτισμού και νέα μορφή κράτους. Η ιδεολογία του ήταν κοινωνικώς μεταρρυθμιστική, αλλά παράλληλα και αναπτυξιακή. Τόσο συντηρητική-παραδοσιοκρατική, όσο και προοδευτική. Έθετε ως στόχο το κοινωνικό κράτος, δίχως να εκμηδενίζει το άτομο. Επρόκειτο για μία ιδεολογία-συνώνυμο της αριστοτελικής μεσότητος. Μία ιδεολογία που με ελάχιστες μόνο παραλλαγές, λόγω φυσικά της χρονικής απόστασης, μπορεί να μας εξυπηρετήσει στο σήμερα.

       Όλο αυτό το πολιτικό όραμα που πολύ συνοπτικά – και σίγουρα με παραλείψεις - εξέθεσα σήμερα, αποτελεί τρανή απόδειξη ότι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος δεν ήταν μόνον ένας αναδημιουργικός ηγέτης, αλλά και ένας πραγματικός Εθνάρχης.

       Το έργο της 6ετίας του Γεωργίου Παπαδοπούλου υπήρξε τεράστιο, καμμία αντίρρηση. Ωστόσο, η μεγάλη του κληρονομιά για εμάς σήμερα, είναι η πολιτική του παρακαταθήκη. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και όραμα για την Ελλάδα μας. Ένα σχέδιο ζωντανό, αναγκαίο και πιο επίκαιρο από ποτέ!