Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ & Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Δημιουργία & ἐπέκτασις: Ἀπό τήν Μυκηναϊκή μέχρι τήν Έλληνιστική περίοδο
Ὁ ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ξεκίνησε τήν Μυκηναϊκή περίοδο καί παγιώθηκε περί τόν 8ο αἰώνα π.Χ. στά παράλιά της μέ τόν ἐποικισμό: - Ἰώνων πού ίδρυσαν τίς πόλεις Μίλητο, Μυό, Πριήνη, Ἔφεσο, Κολοφώνα, Λέβεδο, Τέω, Κλαζομενές, Ερυθρές καί Φώκαια μέ θρησκευτικό κέντρο τήν Μυκάλη. - Αἰολέων πού ἵδρυσαν τίς πόλεις Σμύρνη, Αἰγές, Γράνεια, Κίλλα, Κύμη, Λάρισα, Αἰολίδα, Μύρινα, Νέο Τείχος, Νότιον, Πιτάνη, καί Τήμνο καί τόν 7ο αἰώνα π.Χ. ἐπεκτάθηκαν στήν Τρωάδα. - Δωριέων πού ἵδρυσαν τίς πόλεις Ἀλικαρνασσό καί Κνίδο, μέ θρησκευτικό κέντρο τόν ναό τοῦ Ἀπόλλωνος στό ἀκρωτήριο Τριόπιο.
Ἀπό τά μικρασιατικά παράλια οἱ Ἕλληνες ἀποίκισαν τόν 8ο αι. π.Χ. καί τά παράλια τοῦ Εύξείνου Πόντου ἵδρύοντας τήν Σινώπη ἡ ὁποία μέ τήν σειρά της ἵδρυσε τό 756 π.Χ τήν Τραπεζούντα, τήν Κρώμνη, τό Πτέρυον, τήν Κύτωρο κ.α.
Στήν Ἑλληνιστική περίοδο ὁ Ἑλληνισμός μέ τό Κράτος τῶν Σελευκιδῶν ἐπεκτάθηκε στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας μέ συνέπεια ἡ ἑλληνική γλῶσσα νά ἐκτοπίση παντελῶς τήν λυδική, τήν καρική, τήν φρυγική κ.λπ. καί νά δημιουργηθούν τά ἐλληνιστικά κράτη Βιθυνίας, Καππαδοκίας, Περγάμου, καί Κιλικίας
Στόν Πόντο ἐξελληνίζονται πλήρως τά Κόμανα, τά Κάβειρα, ἡ Γαζίουρα καί ἡ Ἀμάσεια. Ἡ Τραπεζούντα, τά Κοτύωρα, ἡ Ἀμισός (Σαμψούντα) καί ἡ Σινώπη ἀνέρχονται σέ κορυφαία ἑμπορικά καί πολιτικά κέντρα. Καί μέ τήν ἵδρυσι τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Βασιλείου τοῦ Πόντου (302-63 π.Χ.) ὁ πλήρης ἐξελληνισμός ἑπεκτείνεται σέ ὅλη τήν Καππαδοκία (Μεγάλη Καππαδοκία καί Καππαδοκία τοῦ Πόντου) καί η ἐλληνική γίνεται ἡ ἑπίσημη γλῶσσα. Κατά τήν Ρωμαϊκή κυριαρχία ὁ ἐλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συνεχίζει τήν ἑκπολιτιστική του ἑπέκτασι. Ὁλόκληρο τό παραλιακό τμῆμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἡ πεδιάδα τῆς Κιλικίας «ἦταν ἐξελληνισμένο γιά πάνω ἀπό χίλια χρόνια πρίν ἀπό τή βασιλεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ»[1].
Ἡ ἑλληνιστική & μικρασιατική συμβολή στήν διάδοσι τοῦ Χριστιανισμοῦ
Ἀπό τήν γέννησί του, ἡ ἑρμηνεία καί διάδοσις τοῦ Χριστιανισμοῦ βασίσθηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα, πού ἀποτελοῦσε τήν κοινή γλῶσσα τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, Οἱ 7 Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γράφηκαν στά ἑλληνικά καί ἀπευθύνθηκαν κυρίως σέ Ἕλληνες.[2] Τά 4 εὐαγγέλια γράφηκαν στήν ἑλληνική κοινή. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος γιά τόν Χριστιανισμό: «ὁ πρῶτος αὐτοῦ κῆρυξ, λειτουργός, διδάσκαλος καί νομοθέτης ὑπῆρξεν ὁ ἑλληνισμός».[3] Ὁ Χριστιανισμός ξεκίνησε τήν πορεία του στίς ἑλληνιστικές πόλεις τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Βεροίας καί τῆς Ἀντιοχείας στήν ὀποία δημιουργήθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία Χριστιανῶν "ἐξ ἐθνῶν", προερχόμενη κυρίως ἀπό Ἕλληνες. Ἐκεῖ ἦταν πού ἡ νέα θρησκεία ἔλαβε καί τό ὄνομα Χριστιανισμός.
Ἀμέσως ἑπεκτάθηκε στην Μικρά Ἀσία: Μέχρι τόν 4ο αἰώνα οἱ ἑπτά πρῶτες Χριστιανικές Ἐκκλησίες[4] εὑρίσκοντο ὅλες σέ ἑλληνικές πόλεις της: Στήν Ἔφεσο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυάτειρα, τίς Σάρδεις, τήν Φιλαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια, οἱ ὁποῖες ἀποτελούν τίς «ἑπτά λυχνίες» τῆς «Ἀποκαλύψεως» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Εἶναι πόλεις τῆς δυτικῆς, τῆς ἀπό τήν ἀρχαιότητα δηλαδή ἐξελληνισμένης, ἑλληνικῆς θά ἔλεγα, Μικρασίας».[5]
Εἶχε ἤδη διαδοθῆ στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Καισάρεια, τήν Σμύρνη, τήν Θράκη, τήν Κρήτη, τήν Κύπρο, τήν Θεσσαλονίκη, τήν Βιθυνία, τόν Πόντο, τήν Πάτμο, τίς Σποράδες καί τίς Κυκλάδες.
Ὁ ἐξελληνισμός τοῦ Βυζαντίου ἔργο τῶν μικρασιατῶν (4ος - 6ος μ.Χ. αἰ.)
Μέχρι τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. εἶχε ἐξελληνισθῆ πλήρως ἡ Καππαδοκία. Πλήρως ἐξελληνισμένος ἦταν ὁ Εὔξεινος Πόντος καί ἡ νότια ἀκτή τῆς Κριμαίας. Υπήρχαν μόνο κάποιοι “θύλακες” Κελτῶν στήν μικρασιατική Γαλατία[6] καί ἡμιεξελληνισμένοι Ἴσαυροι στήν ὀρεινή Κιλικία, ἐνῶ μέχρι τόν 6ο αἰώνα εἶχε ἐξαλειφθῆ ἡ ἰσαυρική γλῶσσα. Στά ἀνατολικά τοῦ Πόντου ὑπήρχαν καυκάσιοι λαοί (Γεωργιανοί, Ἄβασγοι, Λάζοι) καί ἀνατολικά τῆς Καππαδοκίας ἀρμενικές ἑστίες. Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ γιά τήν Μικρά Ασία, «ἡ ἑλληνογενής ἐπίδρασή της καλύπτει ἐκτός ἀπό τήν Ἰωνία, τήν Τρωάδα, τήν Αἰολίδα, τή Λυκία, τή Καρία, τή Μυσία καί τή Βυθηνία καί τόν παράλιο Πόντο ὥς τή Φρυγία».[7]
Γράφει σχετικά ὁ Σπῦρος Βρυώνης: «Στή Μικρά Ἀσία… ἡ σχετική ἀσφάλεια τῆς χώρας, πού δέν δεχθηκε μεταναστεύσεις καί εἰσβολές, ἐπέτρεψε στό ρεῦμα τοῦ ἐξελληνισμοῦ νά ἀποκτήσει βαθύτερες καί στερεότερες ρίζες. Ἤδη τόν 6ο αἰ. οἱ παλαιές μή ἑλληνικές γλῶσσες εἴτε εἶχαν ἐξαφανισθεῖ ὁριστικά, εἴτε ἔβαιναν πρός τήν ἐξαφάνισή τους. Ἡ λυδική, ἡ λυκιακή, ἡ κελτική, ἡ γοτθική, ἡ φρυγική, ἡ ἰσαυρική καί ἡ καππαδοκική εἶχαν πάψει νά ἀποτελοῦν ἀντιπάλους γιά τήν ἑλληνική, ἐνῶ παράλληλα ἡ μή ἐμφάνιση ἄξιων λόγου νέων ἐθνικῶν ὁμάδων στή χερσόνησο, ἐνίσχυσε ἀκόμη περισσότερο τή θέση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας».[8]
Αὐτό ἐπισημαίνει καί ὁ Charles Diehl: «Ἀπό τήν ἀρχαιότητα, ἡ ἐθνογραφία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχε ὑποστεῖ ἐλάχιστες μεταβολές. Ἡ ἑλληνική φυλή καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα κυριαρχοῦσαν ἀνέκαθεν ἐκεῖ. Ἡ ἀνατολική χερσόνησος εἶχε ὑποστεῖ πολύ λιγότερες βαρβαρικές ἐπιδρομές ἀπό τή βαλκανική χερσόνησο… Γενικά ἡ ἑλληνική Ἀσία παρέμενε μέ τόν ὁμοιογενῆ πληθυσμό της, τίς ξακουστές πόλείς της, τίς μεγάλες ἀναμνήσεις της».[9] Γι’ αὐτό καί πάλι ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ γράφει ὅτι: «ὁ ἐξελληνισμός τοῦ ρωμαιογεννημένου Βυζαντίου εἶναι ἔργο, πάνω ἀπ’ ὅλα, τῶν μικρασιατικῶν πληθυσμῶν τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου».[10]
Ὅσο πλησιάζουμε στό τέλος τῆς μεταβατικῆς αὐτῆς περιόδου, τόσο πληθαίνουν οἱ Ἕλληνες ἤ ἐξελληνισμένοι Αὐτοκράτορες. Ορθότατα ὁ καθηγητής Παῦλος Καρολίδης, ἔγραψε ὅτι ὅλοι οἱ Αὐτοκράτορες ἀπό τόν Μαρκιανό μέχρι τόν Τιβέριο «μᾶλλον ἤ ἧττον ἦσαν Ἕλληνες». Καί «ἀπό τοῦ Μαυρικίου πάντες οἱ Βασιλεῖς κατήγοντο ἐκ τῶν ἐξηλληνισμένων χωρῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ἰδίως ἀπό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας».[11]
Πυρήνας τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικής Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας (6ος - 11ος μ.Χ. αἰ.)
Μέχρι τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ἐξελληνισμός τῆς δυτικῆς, νότιας καί κεντρικῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχε καταστῆ πλήρης. Κάποιες μετοικεσίες, μέχρι τόν 8ο αἰώνα εἶχαν ἀφομοιωθεῖ τελείως («Γαλατογραικοί» καί «Γοτθογραικοί»). Στά μέσα τοῦ 8ου αἰῶνος σημειώνεται μετανάστευσις περίπου 208.000 Σλαύων[12] στό Θέμα Ὀψικίου -στήν περιοχή Βιθυνίας, δυτικά τοῦ Σαγγαρίου- οἱ ὁποῖοι ἐκχριστιανίσθηκαν καί ἐξελληνίσθηκαν.
Τόν 7ο αἰώνα, μέ τήν ἀραβική κατάκτησι τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς (Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου) τό Βυζάντιο πετυχαίνει κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό «τήν ἐθνολογικήν του ὁμοιογένειαν».[13] Ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Charles Diehl: «οἱ ἑλληνόφωνοι πληθυσμοί εἶχαν ἀποκτήσει κυρίαρχη θέση στήν πιό “μαζεμένη” αὐτοκρατορία: Στή Μικρά Ἀσία, στήν Κωνσταντινούπολη, στή Θράκη καί στήν περιοχή τοῦ Αἰγαίου ὑπῆρχε ἕνας ἰσχυρός καί ὁμοιογενής πυρήνας ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί πολιτισμοῦ».[14] Καί αὐτός ὁ ὁμοιογενής πυρήνας ἔδωσε στό πολυεθνικό Βυζάντιο τόν ἑλληνικό χαρακτήρα του.
Ἀπό τόν 7ο μέχρι τόν 11ο αἰώνα, Ἰωνία, Καρία, Φρυγία, Λυκία, Καππαδοκία, Ἰσαυρία ἦσαν ἀποκλειστικά ἑλληνόφωνες. Μόνο στήν ἀνατολική Μικρά Ἀσία ἐπέζησαν ἡ ἀρμενική, ἡ κουρδική καί ἡ γεωργιανή γλῶσσα. Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ Πορφυρογέννητος ἀποκαλεῖ «ἑλληνίδας πόλεις» ἐκείνες τοῦ Θεμάτος Παφλαγονίας καί ἀναφέρει ὅτι ἡ Σινώπη, Ἀμάσεια, Αμισός καί Τραπεζούντα «Ἑλλήνων εἰσίν ἀποικίαι».[15] Καί πράγματι οἱ ἀποκλειστικά ἑλληνόφωνες πόλεις καί λιμάνια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπως ἡ Ἔφεσος, ἡ Μίλητος, ἡ Σμύρνη, ἡ Φώκαια, ἡ Πέργαμος, ἡ Φιλαδέλφεια, ἡ Νίκαια, τό Δορύλαιον, ἡ Καισάρεια, τό Αμόριο, ἡ Αμάσεια, οἱ Χῶνες, ἡ Κερασούντα, ἡ Σινώπη, ἡ Τραπεζούντα, ἡ Ἀμισός, ἡ Άμαστρις, ἡ Ἄγκυρα, ἡ Ἀττάλεια, ἡ Ταρσός, ἀκμάζουν καθ’ ὅλη τήν περίοδο μεχρι τόν 11ο αἰώνα!
Ἔτσι, ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Σπῦρος Βρυώνης, μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος «ἡ δυτική καί ἡ κεντρική Μικρά Ἀσία παρέμεναν στό μεγαλύτερο μέρος τους κατά κύριο λόγο ἑλληνόφωνες καί ὀρθόδοξες».[16] Γεγονός πού ἐπιβεβαιώνει ὁ Charles Diehl ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι «ἀπό τό στόμιο τοῦ Ἄλυ (ποταμοῦ) μέχρι τή Ρόδο ὀλόκληρη ἡ περιοχή δυτικά τῆς γραμμῆς αὐτῆς, ἦταν σχεδόν ἐξ’ ὁλοκλήρου ἑλληνική» καί «ἀπoτελεῖτο στή μεγάλη πλειοψηφία του ἀπό Ἕλληνες ἤ ἐξελληνισμένα ἔθνη».[17] Καί συνεχίζει ὁ Γάλλος βυζαντινολόγος μέ τήν παρατήρησι ὅτι ἡ κοινωνία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν ἡ «περισσότερο ἑλληνική στή γλῶσσα καί στήν κατάγωγη».[18]
Ἡ Μικρά Ἀσία ἦταν ἡ κύρια πηγή δυνάμεως τῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἔμψυχο καί ἄψυχο ὑλικό καί ὁ τόπος τῶν ἐπῶν καί τῶν θρύλων της. Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς ὑπῆρξε ἡ μάχη τοῦ Μάντζικερτ (1071). Οἱ Σελτζοῦκοι Τούρκοι κυριάρχησαν ἀπό τήν Κιλικία μέχρι τόν Ἑλλήσποντο καί ἄρχισε ἡ μαζική ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων. Μέχρι τό 1080 σημειώθηκε ἡ πρώτη μικρασιατική καταστροφή.
Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βέβαια συνέχισε νά ἀκμάζει ὅπως ἀπέδειξαν π.χ. ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας (1204-1261) και ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντος στόν Πόντο (1204-1461) -πρῶτα πράγματι δείγματα ἐθνικῶν ἑλληνικῶν κρατῶν μαζί μέ τό Δεσποτάτο τῆς Ηπείρου- καί ἐπιβίωσε καί κυριάρχησε ἐμπορικά καί πολιτιστικά πολύ περισσότερο ἀπό τήν κυρίως Ελλάδα, ἀκόμη καί στούς αἰώνες τῆς ὁθωμανικῆς κυριαρχίας ὅπως ἀπέδειξε ἡ ἀκτινοβολία τῆς Σμύρνης ὡς «Παρισίων τῆς Ἀνατολῆς» καθῶς καί τό μέγεθος τῶν ξεριζωμένων Ἑλλήνων κατά τήν μεγάλη μικρασιατική καταστροφή τό 1922. Θέματα πού θά ἀναλυθούν σέ ἐπόμενο ἄρθρο…
1922: Η Σμύρνη στίς φλόγες...
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Cyril Mango «Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης» σελ. 27.
[2] Πρός Θεσσαλονικεῖς, πρός Γαλάτες, πρός Κορινθίους, πρός Φιλιππησίους, πρός Φιλήμονα, πρός Κορινθίους, πρός Ρωμαίους. Χαρακτηριστικό εἶναι τό γεγονός ὅτι τήν Ἐπιστολή πρός Ρωμαίους τήν ἔγραψε στά ἑλληνικά χωρίς νά χρειάζεται μετάφρασι.
[3] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Τρίτος σελ. 456. Ἔτσι, ὅπως γράφει στήν ἴδια σελίδα, «ὁ χριστιανισμός διέσπασε τούς φραγμούς ἐντός τῶν ὁποίων ἤθελε νά περιορίση αὐτόν ὁ ἰουδαϊσμός…».
[4] Ἡ προέλευσις τοῦ ὀνόματος “Ἐκκλησία”, προῆλθε ἀπό τήν ἑλληνική "Ἐκκλησία τοῦ Δήμου".
[5] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 82.
[6] Οἱ Γαλάτες αὐτοί ἀφομοιώθηκαν τόσο, ὥστε τά ὑπολείματά τους νά ἀποκαλοῦνται ἀργότερα «Γαλατογραικοί» ἤ «Ἑλληνογαλάτες». Τό ἴδιο συνέβη καί μέ μερικά ὑπολείματα Γότθων “φοιδεράτων” πού τόν 6ο αἰώνα ἐγκαταστάθηκαν στήν Μικρά Ἀσία καί τόν 8ο αἰώνα εἶχαν ἀφομοιωθεῖ τόσο ὥστε νά ἀποκαλοῦνται «Γοτθογραικοί», πρίν ἐξαφανισθοῦν τελείως.
[7] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 83.
[8] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 442.
[9] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 205.
[10] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 13.
[11] Παύλου Καρολίδη «Ἐγχειρίδιον Βυζαντινῆς Ἱστορίας» σελ. 83.
[12] Τό γεγονός ἔγινε ἐπί Κωνταντίνου Ε’ ἀλλά ὁ ἀριθμός τούς θεωρεῖται ὑπερβολικός ἀπό τούς σύγχρονους ἱστορικούς.
[13] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 157 - 158.
[14] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 174.
[15] «Περί Θεμάτων», σελ. 72 - 73.
[16] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 354 .
[17] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», τόμος Γ’ σελ. 367.
[18] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», τόμος Β’ σελ. 209.