Η ΕΥΡΕΣΙΣ & ΑΝΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ: ΤΑ ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΚΑΘΕ 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Κάθε 14 Σεπτεμβρίου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐορτάζει τήν διπλή ἀνύψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στήν πραγματικότητα τιμοῦμε δύο ξεχωριστά ἱστορικά γεγονότα πού τό ἔνα ἔλαβε χώρα τό 327 μ.Χ. μέ τήν εὔρεσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Αγία Ἑλένη καί τό άλλο τό 630 μ.Χ. μέ τήν ἀναστήλωσί του ἐπί Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου. Ἁς τά δοῦμε:

 Ἡ ἀνεύρεσίς & ἀνύψωσις του ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη

 Βρισκόμαστε δύο ἔτη ἀπό τήν κυριαρχία ως ἀποκλει­στι­κοῦ Αὐ­­το­κρά­τορος τοῦ Κωνσταντίνου Α’ του Μεγάλου[1] (324 μ.Χ.) μετά ἀπό μακρά πε­ρί­οδο σκληρῶν καί πο­λυμέ­τω­πων ἐμφυ­λίων συγκρού­σε­ων. Καί μόλις ἔνα ἔτος ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.)[2] στην οποία συντάχθηκαν γιά πρώ­­τη φο­­ρά τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως

Ἡ μητέρα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἑλένη -μία Ἑλ­λη­νί­δα, κό­ρη παν­δο­χέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βι­θυνίας - το 326 μ.Χ. μετέβη γιά προ­­σκύ­νημα στούς Ἁγίους Τόπους.

Ἐκεῖ πραγματοποίησε μεγάλες ἀνασκαφές καί βρῆκε τούς τόπους Γεννήσεως, Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Σε αυτήν οφείλεται καί ἡ εὔ­ρεσις τοῦ Τιμίου Σταυ­ροῦ καί τῶν σταυρῶν τῶν δύο ληστῶν, στόν ὁποίο ὁδηγηθηκε κατόπιν επιπόνων ἀνασκαφῶν καί κατά τήν παράδοσι στό σημεῖο πού βρέθηκε, φύτρωνε ἔνα ἀρωματικό φυτό, ὁ γνωστός μας βασιλικός.

Ἡ Ἑλέ­νη λοιπόν μέ αὐτοκρατορικές χορηγίες ἀνήγειρε τόν μεγα­λο­­­πρε­πή Ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ καί τόν Ναό τῆς Ἀνα­­στάσεως στόν Γολγοθά. Ναοί πού ἀποτελοῦν ἔκτοτε τά ση­μα­­­­ντι­­κότερα μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καί στίς 14 Σεπτεμβρίου 335 ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ὁ Τίμιος Σταυρός παραδόθηκε στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων πού τον τοποθέτησε στόν Ναό τῆς Ἀνα­­στάσεως

Κατά τόν Εὐσέβιο[3] ἡ Ἑλέ­νη ἐπεδόθη σέ πρά­­ξεις φι­λαν­θρω­πίας, συντηρώντας κοινότητες καί ἀνεγείρο­ντας μονές καί ἱδρύ­ματα κοινῆς ὠφελείας. Μετά τό ταξείδι της στούς Ἁγίους Τόπους, ἐγκαταστάθηκε μό­νι­μα στήν Νικομήδεια, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 329 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τήν ἀνακήρυξε Ἁγία καί Ἰσαπόστολο.

Ἡ Ἁγία Ελένη μέ τόν Τίμιο Σταυρό

 Ἡράκλει­ος: Ὁ πρῶτος Σταυροφόρος

 Μεταφερόμεθα σχεδόν τρείς αἰώνες μετά:

Ἁπό τό 610 Αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Έλλην τής Καππαδοκίας Ἡράκλειος.[4]

Τό 613 οἱ Πέρσες κατέλαβαν τήν Δαμασκό καί ὅλη τήν ὑπό­λοι­πη Συρία. Καί βοηθούμενοι ἀπό “μονοφυσίτες” καί Ἰουδαίους, εἰσέβαλαν στήν Παλαιστίνη, κατέλαβαν ἀρχικά τήν Γαλιλαία καί τήν ἄνοιξι τοῦ 614 ἅλωσαν τά εροσόλυμα. Ἡ ἀγριότητα τῶν κατακτητῶν ἦταν ἀπίστευτη. Οἱ Πέρσες μέ τήν ἀρωγή τῶν Ἰου­δαί­ων τῆς πόλεως ἔσφαξαν μέχρι 90.000 Χριστια­νούς κατά μα­ρτυ­ρία τοῦ Θεοφάνους! Συ­νέ­λαβαν 35.000 αἰχμαλώτους μαζί μέ τόν Πατριάρχη Ζαχαρία καί κατέ­στρε­ψαν περίπου 300 ἐκ­­κλη­­σίες. Ὁ Τίμιος Σταυρός μεταφέ­ρθη­κε ὡς λάφυρο στήν αὐλή τοῦ Πέρση βασιλέως Χοσρόη Β’!

Ἦταν Δευτέρα, 5 Ἀπριλίου τοῦ 622. Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλει­ος εἶχε ἤδη λάβει τήν θεία μετάληψι καί ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλούς στρα­τιώτης προσευχήθηκε στήν Ἁγία Σοφία. Κατόπιν ἐνώπιον λα­­ού καί Στρατοῦ ὑψώνει τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ “ἀχει­ρο­­ποιήτου”. Ἡ τελετή ἔμοιαζε μέ «ἀληθινό σταυροφορικό ξεκίνη­μα».[5]

Ἀπό τό 622 μέχρι τό 628 ὁ Αὐτοκράτορας ἔκανε ἀλλεπάλληλες ἐκστρατείες κατά τῶν Περσῶν. Ἀπί­στευτα ἀνδρεῖος, πάντοτε πολεμώντας στήν πρώ­­τη γραμμή ἔδινε τό παράδειγμα καί ἐνέπνεε τήν ἀγάπη καί τόν ἐνθου­σια­σμό τῶν ἀνδρῶν του. Κατά τόν Κ. Ἄμαντο «ἀπε­δεί­χθη ὁ τολμηρότερος ἀλλά καί ὁ περισσότερον μελετημένος στρατη­γός τοῦ Βυζαντίου».[6] Ἐφήρμοσε τήν τακτική τοῦ κε­ραυ­νοβόλου πο­­­λέ­μου, τῶν αἰφνιδιαστικῶν ἑλιγμῶν, τῆς διει­σδύσεως στά με­­τό­πισθεν τοῦ ἐχθροῦ καί τῆς ἀποκοπῆς τῶν βά­σε­ών του.

Στίς 12 Δεκεμβρίου 627, ἡ πο­λύ­ωρη καί ἀπίστευτα σκληρή μά­χη τῆς Νινευί ξεκινοῦ­σε. Ὁ Ἡρά­κλει­ος μονομάχησε προσωπικά μέ τόν στρατηγό Ραζάτη καί τόν σκότω­σε! Σχεδόν ὅλοι οἱ Πέρ­σες ἀξιω­­μα­­τικοί ἔπε­σαν νεκροί, ἐνῶ 4 ἕως 6.000 Πέρσες ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης, μέχρι πού ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή. Ἡ νί­κη τοῦ Ἡρακ­λεί­ου ἦταν συντριπτική.

Ὁ “βυζαντινός Ἀλέξανδρος

Ὁ νικηφόρος πόλεμος τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου κατά τῶν Πε­ρσῶν εἶχε τελειώσει. Ἡ ἑλληνοπερσική σύγκρουσις πού εἶχε ξε­κινήσει ἀπό τόν 5ο αἰώνα π.Χ. καί διαρκέσει παραπάνω ἀπό χι­λιετία ἔληγε ὁριστικά. Διότι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος συνέτριψε τό πρῶτο ὀργανωμένο Περσικό Κράτος τῶν Ἀχαιμενιδῶν, ἔτσι ὁ Ἡρά­κλειος συνέτριψε τό δεύτερο Περσικό Κράτος τῶν Σασσανιδῶν. Ὁ Ρῶσος ἱστορικός Θ. Οὐσπένσκι συνέκρινε τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Ἡρα­κλεί­ου μέ ἐκεῖνες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.[7] Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ Πορ­φυ­ρογέν­νη­τος τόν χαρακτήρισε «μέγα» καί ὁ Μιχαήλ Ψελλός «θαυμά­σιον».

Τό “Κοράνιο” ἀναφε­ρ­όμενο στίς νίκες τοῦ Ἡρακλείου κατά τῶν Πε­ρ­σῶν, γράφει: «Οἱ Ἕλληνες νικήθηκαν ἀπό τούς Πέρσες (ἐν­νο­εῖ πρίν τόν Ἡράκλειο), ἀλλά σέ λίγα χρόνια θά νικήσουν καί αὐ­τοί, μέ τήν σειρά τους».[8]

Στίς 8 Ἀπριλίου ὁ Στρα­τιώτης - Αὐτο­κρά­τωρ μέ τόν δαφνοστεφῆ Στρατό του ἀνα­χω­ροῦ­σε γιά τήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λι, ἀφήνοντας τόν ἀδελφό του Θε­ό­δωρο νά μεριμνήση γιά τήν ἐκκένωσι τῶν περιοχῶν ἀπό τούς Πέ­ρσες, βάσει τῆς συν­θή­κης. Ὅπως σημειώνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «Ἡ περσική νίκη τοῦ Ἡρακλείου φέρνει στήν Ἀνατολή τά σύνορα τοῦ Βυζαντίου, πέρα ἀκόμη καί ἀπό τά ὅρια τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, συνδέ­ο­ντας τή βυζαντινή παράδοση μέ τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀλε­ξά­νδρου».[9]

 ἀναστήλωσις: «Νίκας τοῖς βασιλεύσι κατά βαρβάρων…»

 Στίς ἀρχές τοῦ 630, στήν Ἱεράπολι ὁ Τίμιος Σταυρός πα­ραδόθηκε τελικά στόν Ἡράκλειο. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἔσπευσε στά ἀπε­λευ­θερω­­μένα Ἱεροσόλυμα μέσα σέ κῦμα ἐνθουσιασμοῦ.

Ἦταν 21 Μαρτίου 630. Ὁ Ἡράκλειος μπροστά στό κατασυ­γκι­νη­μένο πλῆθος καί φορώντας μόνο ἕνα λευκό χιτώνα μετέφερε πε­­ζός στούς ὤμους του τόν Τίμιο Σταυρό καί ἀκολουθούμενος ἅ-πό τόν Πατριάρχη Μόδεστο καί τόν κλῆρο, τόν ἀποκατέστησε στήν θέσι του ἐπί τοῦ Γογλοθᾶ.

Ἐκεῖ εἶναι πού ὁ κλῆρος ἔψαλε τό ἀπολυτίκιο τοῦ Σταυροῦ:

«Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου καί εὐλό­γη­σον τήν κληρο­νο­μίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατά βαρβάρων δω­ρού­μενος καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ Σου, πολίτευμα».

Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Ἡ πανηγυρική αὐτή πράξη συμ­­­βό­λιζε τή νικηφόρα ἔκβαση τοῦ πρώτου μεγάλου θρησκευτι­κοῦ πολέμου τῆς χριστιανοσύνης».[10]

Ἡ ἀνα­­στήλωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντυπωσίασε ὅλον τόν κό­σμο καί «λό­γω τοῦ ὀνόματός του ὁ πολύς λαός τόν θεωροῦσε ἀπόγονο τοῦ Ἡ­ρα­κλῆ».[11] Ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δύσεως μέχρι τούς Ἰνδούς, κα­τέ­­φ­θα­­σαν δῶρα καί συγχαρητήρια. Ἀπετέλεσε γιά τήν Δύσι τό πρό­τυπο τοῦ μεσαι­ω­νικοῦ Ἱππότου. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ Ἀν­δρέ­ας Στρά­τος: «Ἡ ἐπική ποίηση τῶν Γάλ­λων θά ἀναπτύξει σέ φανταστικές διαστάσεις τόν ὡραῖο τύπο τοῦ ἱππότη, τοῦ δυ­να­τοῦ, τοῦ χριστια­νοῦ, τοῦ “Era­cles”».[12]

Χάρτης μέ τίς ἐκστρατείες τοῦ Ἡρακλείου

 “Τά δύο νέα ἰσχυρά στη­ρί­­γματα τοῦ Κράτους: ἑλληνισμός καί ὀρθοδο­ξία”

 Ἀμέσως μετά τήν τελειωτική νίκη του κατά τῶν Περσῶν, ὁ Η­ρά­­κλειος προχώρησε σέ μεταρρυθμίσεις τοῦ ἀπέβλεπαν στήν ὁρι­­στική καί πλήρη ἑλληνοποίησι τῆς Αὐτοκρατορίας.

Τό ἔτος 627 (ἤ 629) ἡ ἑλληνική ἔγινε ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κρά­τους. Σχολιάζοντας αὐτό τό γεγονός καί τήν ἀναγκαιότητά του, ὁ G. Ostrogorsky γράφει: «Ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἔγινε τώρα καί ἡ γλῶσσα τοῦ Κράτους.».[13]

Παράλληλα, τό 629 οἱ λατινικοί τίτλοι “Flavius”, “Imperator”, “Caesar” καί “Augustus” (Φλάβιος, Αὐτοκράτωρ, Καίσαρ καί Αὔ­γου­­­­στος), ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασι­λεύς» μέ τήν προσθήκη «πιστός ἐν Χρι­στῷ». Ὅπως γράφει ὁ Va­si­liev, ὁ τίτλος Βασιλεύς ἦταν «συνήθης στά μέρη ἐκεῖνα τῆς Αὐ­το­κρα­τορίας, ὅπου ὠμιλεῖτο ἡ Ἑλληνική».[14]

Χαρακτηριστική γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἡρά­κλειος ἔβλε­­πε τήν βασιλεία εἶναι φράσις του πρός τούς συμπο­λε­μιστές του: «ἐμοὶ μὲν ὑμᾶς ὡς ἀδελφοὺς ἡ σχέσις καὶ τῆς βασιλείας ὁ τρόπος συνήρμοσεν· ἐξουσίαν γὰρ οὐ τοσοῦτον ἐν φόβῳ ὅσον προ­­λά­μπειν ἐν πόθῳ θεσπίζομεν».[15] Δηλαδή, δέν ἔβλεπε τήν βασι­λεία ὅπως οἱ ἀ­να­τολίτες Πέρσες, ἀλλά στηριζομένη στήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ του. Πα­ρατηρεῖ καί πάλι ὁ Charles Diehl: «Ἐνῶ ἡ αὐτοκρατορία ἐξελ­λη­νιζόταν, ὁ θρησκευτικός χαρα­κτή­­ρας πού τήν χαρακτήριζε ἀ­νέ­κα­θεν, γινόταν πιό βαθύς… Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ μοναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στη­ρί­­γματα πού ἐξα­σφάλισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδωσαν τόν χαρακτήρα της ἐπί αἰῶνες: τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδο­ξία».[16]

Κατά τήν ἐποχή του Ἡρακλείου, ὅπως παραδέχεται ὁ σοβιετικός Μ. Levtchenko: «τό Βυζάντιο ἔχα­­σε τό χαρακτήρα τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας καί πῆρε τήν μορ­φή ἑνός Ἀνατολικοῦ Ἑλλη­νικοῦ Κράτους».[17]

 

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθ'ηνα. Τηλ. 2106440021

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 [1] Υἱός τοῦ στρατηγοῦ καί καίσαρος Κωνσταντίου Χλωροῦ μέ θρα­­­κι­κή - δαρδανική κα­τα­γωγή. Ἡ Θράκη ἦταν ἐξελληνισμένη ἤδη ἀπό τόν 8ο π.Χ. αἰώνα. Οἱ Δάρδανες ἦταν πρω­τοελ­λη­νικό ἤ θρακικό φύλο πού ἔποικοί του μετακόμισαν στήν Τρωάδα. Ἀπό αὐτούς ὁ Ἑλλήσποντος ἀπεκλήθη Δαρδανέλλια. Ὁ Ὅμη­­ρος ἀναφέ­ρει ὅτι ἡ ἡγέτιδα τάξις ἦταν κυρίως ἑλληνική καί οἱ Ρω­μαί­οι τούς θεω­ροῦ­σαν Ἕλληνες.

[2] Σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 318 ἐπιφανεῖς κληρικοί -οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, παρότι ἀκόμη δέν εἶχε βαπτισθεῖ Χριστια­νός. Μάλιστα δέν δί­στα­­­σε νά ἐκφράση τίς ἀπόψεις του ὁμιλώ­ντας τήν ἑλληνική γλῶσσα.

[3] VC, 3.42-47

[4] Ἡ θεωρία περί δήθεν ἀρμενικής καταγωγής του ἕχει ἐπιστημονικά καταρρεύσει. Ὁ ἀρμένιος τοῦ 7ου αἰῶνος Σεβεός, προσπάθησε νά ἀναγάγη τήν καταγωγή τοῦ Ἡρα­κλεί­ου ἀπό τόν ἀρμενικό οἶκο τῶν Ἀρσακιδῶν, χωρίς κα­νέ­να στοιχεῖο. Συχνά επίσης παρερμηνεύεται μία ἐπιστολή τοῦ Φιλιππικοῦ πρός τόν πατέρα τοῦ Ἡρακλείου πού παραθέτει ὁ Θεοφύλακτος Σιμμοκάτης. Ὅ­μως ὁ Ἡρά­­κλει­ος ἦταν τότε “στρα­τη­γός τοῦ Ἀρμενιακοῦ”. Ὅταν λοι­πόν ὁ Φιλιππικός τόν δια­τάσ­σει νά πά­η «στήν πό­λι του», ἐννοεῖ στήν στρατιω­τι­κή του ἕδρα, ὥστε νά πα­ραδώση τό στρά­τευμα στόν Ναρσή καί ὄχι φυσικά τήν πόλι κα­τα­γωγῆς του! Τό ὄνομα Ἡράκλειος, εἶναι ξεκάθαρα ἑλλη­νι­κό ὄ­νο­μα καί ὅπως πα­ρατηρεῖ ὁ Ἐμμανουήλ Καρακώστας: «…δέν τό συ­ναντᾶμε τήν ἐπο­­χή ἐκείνη στά μέρη τῆς ἀνατολῆς, οὔτε σέ λαούς γειτο­νι­κούς τῆς Ρωμανίας». («Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων», σελ. 43). Ἐπίσης κα­νένα ἀπό τά ὀνόματα τῆς οἰκογε­νείας τοῦ Ἡρακλεί­ου δέν ἔχει ἀρμενική ρίζα. Ὁ πα­τέρας του ἦταν νυμ­φευ­μένος μέ τήν Ἐπιφανεία. Τά ἀδέλφια του ἦσαν ὁ Θεό­δω­ρος καί ἡ Μαρία. Ὁ ἐξάδελφός του λεγόταν Νι­κή­τας. (Βλπ. καί C. Cawley «Byzantium 395 – 1057, Family of Empe­ror Heracleios 610 - 711» Medieval Lands Project. Foundation for Medieval Ge­nealogy). Ἡ ἀρμενι­κή καταγωγή ἀποκλείεται καί λόγω τοῦ ὅτι ὁ πρῶτος τό 529 πολέ­μη­­σε τούς Ἀρμενίους καί κατέστειλε τήν ἐξέγερσί τους. (P. Charanis «Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Centu­ry», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23 – 44). Τό κυριότερο ὅμως γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν καταγωγή του εἶναι τά χαρακτηριστικά του. Κα­­τά τόν χρο­νι­κο­γράφο Γεώργιο Κεδρηνό, ὁ Ἡράκλειος «…ἤν τήν ἡλικίαν με­σή­λιξ, εὐσθενής, εὔστερνος, ἐκόφθαλμος, ὀλίγον ὑπό­­­­γλαυκος, ξα­ν­θός τήν τρίχα, λευκός τήν χροιάν, ἔχων τόν πώ­γω­να πλατύν καί πρός μῆκος ἐκκρεμῆ». (1.714). Τό ἄκρως ἀντίθετο τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν Ἀρμενίων, ὅπως ἐπιβεβαιώνουν τόσο ὁ Κων­στα­­­ντῖνος Ἄμαντος («Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» σελ. 275). ὅσο καί ὁ Vasiliev, («Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 248).

[5] Ι. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 128.

[6] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 289.

[7] Στό ἔργο του «Ἱστορία τῆς Βυ­ζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» (Τόμος Ι σελ. 684).

[8] Koran XXX, I, κεφάλαιο «Οἱ Ἕλληνες» σελ. 330 - 331. Σέ ὅλο τό Κο­ρά­νιο, οἱ βυζαντινοί ἀποκαλοῦνται ξεκάθαρα Ἕλληνες.

[9] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 26.

[10] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 170.

[11] Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 30.

[12] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 243.

[13] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 172.

[14] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 255.

[15] Γ. Πισίδη Exp. Pers. II 88-119.

[16] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 33.

[17] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 165 (Ἐκδό­σεις Πολικός, 1955)