Το Πολυτεχνείο πέρα από τον μύθο, μέρος β': τα επεισόδια

του Νίκου Ματθαίου, φοιτητού Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων, μέλους του Ε.ΠΟ.Κ.

Η εξέλιξη των γεγονότων πριν από το τελικό 3ήμερο

       Στις 4 Νοεμβρίου 1973, λαμβάνει χώρα το 5ετές μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Γεώργιος Μαύρος εκμεταλλεύονται την μνήμη του νεκρού προς ιδίον πολιτικόν όφελος. Από τον χορό δεν απουσιάζει και η ΚΝΕ κινητοποιώντας τις μάζες της Κεντροαριστεράς, ενώ ευκαιρία δεν χάνει να συμμετέχει και ο Αλέκος Παναγούλης, που ούτε 2 μήνες νωρίτερα αποφυλακιζόταν με Ειδική Χάρη του Παπαδόπουλου.

       Το μνημόσυνο άρχισε στις 09:30 και, αφότου τελείωσε, στον χώρο του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών παρέμεναν περίπου 2.500 νέοι, που ασκούσαν μεν το νόμιμο δικαίωμά τους για διαδήλωση κατά της κυβερνήσεως, το έκαναν όμως μετά συνοδείας ξύλινων δοκών, σιδηρολοστών και πετρών. Λόγω του ότι η Αστυνομία είχε εντολές να μην ενδώσει στις προκλήσεις, τραυματίστηκαν περισσότεροι από 40 αστυνομικούς, εκ των οποίων οι 2 πολύ βαρειά. Παρόλα αυτά, η χρήσης βίας κρατήθηκε στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, με μόνον 37 συλλήψεις και μόλις 5 προσαγωγές. Δεδομένου του πόση προετοιμασία και οργάνωση είχε γίνει για την διαδήλωση και δεδομένου του τελικού αριθμού των παρευρισκομένων, η συγκέντρωση επρόκειτο μάλλον περί λυπηρής αποτυχίας, με το μεγαλύτερο μέρος του λαού της Αθήνας να αγνοεί μέχρι και το γεγονός ότι αυτή έλαβε χώρα. Ωστόσο, οι παλαιοπολιτικοί δεν πτοήθηκαν και επανήλθαν δριμύτεροι.

       Στις 8 Νοεμβρίου 1973, ένας μικρός αριθμός φοιτητών έκαναν αίτηση για να χρησιμοποιήσουν το κτήριο της Νομικής Σχολής για κάποια συνάθροιση. Ο πρώτος φοιτητικός σύλλογος που το ζήτησε ήταν εκείνος του Τμήματος Τοπογράφων και Χημικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Το ψήφισμά τους αναφερόταν «εις σπουδαστικά και μόνον ζητήματα και αιτήματα».[1] Οι πανεπιστημιακές αρχές, ανησυχούσες μη τυχόν επαναληφθούν τα γεγονότα του Φεβρουαρίου στην Νομική, δεν πραγματοποίησαν το αίτημα. Ως αντίδραση, εκείνοι οι λίγοι φοιτητές κατέφυγαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, το οποίο εκκένωσαν αργά το ίδιο βράδυ, κατόπιν παρεμβάσεως της Αστυνομίας.

       Στις 12 Νοεμβρίου 1973, ξεκίνησαν οι διεργασίες για ένα δυναμικό κίνημα με εφαλτήριο το Πολυτεχνείο, το οποίο ετέθη σε εφαρμογή 2 ημέρες αργότερα.

       Στις 13 Νοεμβρίου 1973, κατέφθανε στο Πολυτεχνείο ο Υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Σιφναίος, «όστις εις μάτην προσπαθεί να κατευνάση τα πνεύματα, να πείση περί των αγαθών προθέσεων και να αναβάλη προς καιρόν τας αρχαιρεσίας, ελπίζων προφανώς εις την δια των ενεργηθησομένων βουλευτικών εκλογών, εκτόνωσιν της καταστάσεως».[2]

       Στις 14 Νοεμβρίου 1973, ξεκινούν οι Γενικές Συνελεύσεις, κατά τις οποίες «συνεζητήθησαν σπουδαστικά μόνον θέματα και απεφασίσθη η αποχή εκ των μαθημάτων μέχρι και της Δευτέρας 19/11/1973».[3] Το ίδιο απόγευμα, «ρίπτεται υπό τινών σπουδαστών η ιδέα της παραμονής και διανυκτερεύσεώς των εντός του Πολυτεχνείου».[4]

       Νωρίς εκείνο το βράδυ, συγκεντρώνονται εντός του κτιρίου της Νομικής 400 φοιτητές και στο προαύλιο του Πολυτεχνείου άλλοι 500. Λίγο αργότερα, οι φοιτητές της Νομικής απεχώρησαν και ενώθηκαν με τους υπολοίπους στο Πολυτεχνείο.

       Εκείνο το πρωί, γίνεται σύσκεψη στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας Παπαδοπούλου, στην οποίαν δίνεται ξεκάθαρη εντολή από τον Παπαδόπουλο να μην επέμβει η Αστυνομία στο Πολυτεχνείο. Το 1975, σε αναφορά του για το Πολυτεχνείο, ο Παπαδόπουλος δήλωσε τα εξής: «Αι εντολαί προς την Αστυνομίαν είναι μη παρεμπόδισις ταύτης (σ.σ. της συγκεντρώσεως), απομάκρυνσίς της από του χώρου συγκεντρώσεως και σεβασμός του πανεπιστημιακού ασύλου.»

       Γύρω στις 19:00, οι 900 περίπου συγκεντρωμένοι έφραξαν τις εισόδους του προαυλίου του Πολυτεχνείου και εγκλώβισαν μέσα όλους όσους δεν είχαν καταφέρει να βγουν. Στις 20:00, κάποιοι από τους καταληψίες βγήκαν από την οδό Πατησίων και άρχισαν να προελαύνουν προς το Σύνταγμα. Όταν η Αστυνομία επιχείρησε να τους σταματήσει, οι καταληψίες άρχισαν να πετούν στους αστυνομικούς πέτρες και νεράντζια με λεπίδες. Ακολούθησαν ύβρεις προς κάθε περαστικό πολίτη, επίθεση κατά διερχομένων Ευέλπιδων και βανδαλισμός ενός σταθμευμένου λεωφορείου.

       Όταν έφτασε στον χώρο και ο Εισαγγελεύς, δόθηκε στους καταληψίες μισή ώρα προθεσμία από την Αστυνομία για να εκκενώσουν το κτίριο. Εκείνοι, βεβαίως, δεν συμμορφώθηκαν.

 «Στοιχεία ξένα, άσχετα και εχθρικά προς τους σπουδαστάς»

       Παράλληλα με τον Εισαγγελέα, αφικνείται στην σκηνή και ο Πρύτανης του ΕΜΠ, Κωνσταντίνος Κονοφάγος. Όπως αναφέρει ο τότε Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών Λουκάς Χριστολουκάς στην έκθεσή του για τα γεγονότα, στις 21 Νοεμβρίου 1973, προτάθηκε στον Πρύτανη η άμεση επέμβαση για εκκαθάριση της καταστάσεως, αλλά ο Πρύτανης αρνήθηκε:

       «Ο κ. Πρύτανης δεν εδέχθη την πρότασίν μας και εδήλωσεν ότι σκοπεύει να κλείση το Πολυτεχνείον από της πρωΐας της 15ης. Εγνωρίσαμεν αυτώ ότι αν δεν επέμβωμεν αμέσως, το Πολυτεχνείον θα καταληφθή. Και πάλιν δεν εδέχθη… Προετείναμε τότε εις τον κ. Εισαγγελέα να επέμβωμεν παραβιάζοντες το άσυλον, ενέργειαν ην εδικαιολόγει απολύτως η συνεχώς επιδεινουμένη κατάστασις. Ο κ. Εισαγγελεύς δεν συμφώνησε με την πρότασίν μας. Προφανώς διότι – άγνωστον πώς – διέρρευσεν η πρόθεσις του Πρυτάνεως να κλείση την επομένην το Πολυτεχνείον. Ευθύς άμα αι συνελεύσεις των σπουδαστών του Πολυτεχνείου επερατώθησαν, ούτοι συνηνώθησαν μετά των λοιπών και το Πολυτεχνείον κατελήφθη πλήρως.» [5]

       Επρόκειτο για ένα τραγικό λάθος, καθώς έτσι η Αστυνομία όχι μόνο δεν επενέβη εντός του Πολυτεχνείου για να το εκκενώσει από τους καταληψίες, αλλά ούτε καν έλαβε μέτρα περιφράξεως των γύρω δρόμων, για να αποκλείσει έτσι το Πολυτεχνείο. Ο Εισαγγελεύς Δημήτριος Τσεβάς σχολιάζει ως εξής την αντίδραση της Αστυνομίας: «Αποσύρεται και απρακτεί, οιονεί απαθώς θεωμένη των γιγνομένων, παρά τον σαφώς διαφαινόμενον κίνδυνον διεισδύσεως στοιχείων ξένων και επιρροών επιβλαβών, ασχέτων με τα σπουδαστικά αιτήματα…»[6]

       Και όπως αναφέρει αργότερα στο πόρισμά του ο Τσεβάς, αργότερα το ίδιο βράδυ/νωρίς το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, ξεκινούν να διεισδύουν στο Πολυτεχνείο «στοιχεία ξένα, άσχετα και εχθρικά προς τους σπουδαστάς».

       Κάθε καρυδιάς καρύδι, από εργάτες μέχρι αναρχικούς και από οικοδόμους μέχρι πράκτορες, άρχισε να εισέρχεται στον χώρο για να καπελώσει την κατάληψη. Κατά συνέπεια, βρέθηκαν να υπάρχουν εντός και εκτός του Πολυτεχνείου περίπου 5.000 διαδηλωτές, που φώναζαν χυδαία συνθήματα όπως «Θάνατος στον Παπαδόπουλο», «Λαοκρατία», «Ζήτω η σεξουαλική επανάσταση», «Κάτω το Κράτος», «Ζήτω ο Αλιέντε», «Μαρκεζίνη φύγε», καθώς και το πασίγνωστο πλέον και εντελώς κενό νοήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

       Στο Πόρισμα Τσεβά (που, υπενθυμίζουμε, συνετάγη τον καιρό της «Μεταπολίτευσης»), διαβάζουμε τα εξής: «Εκπρόσωποι των ποικίλων αποχρώσεων της αριστεράς διασταυρούνται μετά πρακτόρων της ΚΥΠ και ανυποψίαστοι αγνοί σπουδασταί συνεργάζονται μετά πρακτόρων μυστικών υπηρεσιών!»

       Και, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης: «Το χρήμα της CIA ρέει άφθονον προς συνδικαλιστάς, παράγοντας, μεμονωμένα άτομα, οργανώσεις “αντιστασιακών”, πολιτικάντηδες κ.τ.λ.»[7]

       Οι ζυμώσεις για την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδοπούλου είχαν πλέον αρχίσει. Στην συνέχεια, θα δούμε τα γεγονότα του τριημέρου του Πολυτεχνείου και θα κάνουμε την αποτίμηση της εξέγερσης.

 15/11/1973: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αντίθετος προς πάσαν επέμβασιν εις το Πολυτεχνείον»

       Την Πέμπτη, 15 Νοεμβρίου 1973, η κατάσταση έχει χειροτερέψει κατά πολύ και η Πατησίων κλείνει. Διαβάζουμε στην αναφορά του Χριστολουκά:

       «Παν διερχόμενον όχημα ενεκλωβίζετο και υπεχρεούντο οι επιβάτες εις την καταβολήν χρημάτων δια την ενίσχυσιν του “αγώνα”. Προέβαινον εις καταστροφάς οχημάτων, ότε δε οι εντός αυτών εξεδήλουν αντίθεσιν, προέβαινον εις εξευτελισμούς εις βάρος των.»

       Παράλληλα, ετίθετο εις ισχύν και ένας ραδιοπομπός εντός του Πολυτεχνείου, ο οποίος άρχισε να εκπέμπει το περιβόητο «Εδώ Πολυτεχνείο…», για να υποκινήσει κάποια – ανύπαρκτη μέχρι τότε, αλλά και εν συνεχεία – λαϊκή αντίδραση. Διαβάζουμε στο Πόρισμα Τσεβά:

       «Μαχητικά, αναρχικά και αριστερά στοιχεία επηρεάζουν προς στιγμήν τα δια του Ρ/Σ και των μεγαφώνων ριπτόμενα συνθήματα, ενώ πράκτορες της ΚΥΠ, της ΕΣΑ και άλλων μυστικών υπηρεσιών, νοθεύουν την καθαρότητα των φοιτητικών συνθημάτων δια της διαδόσεως αναρχικών και ανατρεπτικών τοιούτων όπως: ΚΚΕ – Κάτω το Κράτος – Λαοκρατία – Ζήτω η σεξουαλική επανάστασις κ.ά. … και προσπαθούν να εξωθήσουν και να παρασύρουν τους σπουδαστάς εις παντοίας πράξεις βίας και δολιοφθορών.»[8]

       Την ίδια στιγμή, ξεκινούσε η λεηλασία όλων των αιθουσών του Πολυτεχνείου. Σε έναν διπλανό δρόμο, την οδό Μπουμπουλίνας, όπου βρισκόταν ένα εργοτάξιο, οι καταληψίες βρήκαν ξύλα, ράβδους και τούβλα, τα οποία μετέφεραν εντός του Πολυτεχνείου, ενώ παράλληλα άναψαν και φωτιές στο προαύλιο. Παρόλα αυτά, η Αστυνομία ούτε τότε επενέβη. Μάλιστα, σύμφωνα με το Πόρισμα Τσεβά, πλέον σημειώνονταν «περιστατικά προπηλακισμού εις βάρος αστυνομικών και στρατιωτικών και διακοπή της έμπροσθεν του Πολυτεχνείου κυκλοφορίας».[9]

       Ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπαδόπουλος είναι ξεκάθαρος ως προς τις εντολές που είχε δώσει προς την Αστυνομία, στην αναφορά του για τα γεγονότα:

       «Εις την νέαν κατάστασιν αι εντολαί συνίστανται: εις την μη επέμβασιν της Αστυνομίας, εις την ανοχήν και ακόμη και των σημειουμένων φθορών εις τα πράγματα και την περιουσίαν του Πολυτεχνείου, εις προσπάθειαν σιγήσεως του ραδιοφωνικού σταθμού, εις την πρόσκλησιν – ευθέως ή μέσω των Πρυτανικών Αρχών – εξόδου και διαλύσεως των συγκεντρωθέντων.»

       Αυτή η δήλωση επιβεβαιώνεται και από τον Τσεβά:

       «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – καθ’ α υπό του Παν. Σιφναίου κατατίθενται – εξεδηλώθη αντίθετος προς πάσαν επέμβασιν εις το Πολυτεχνείον, συμφωνών εν τούτω με την απόφασιν της Συγκλήτου. Και εις την γενομένην προς αυτόν παρατήρησιν περί κινδύνου προκλήσεως μεγάλων καταστροφών απήντησεν: “Ας τα σπάσουν. Ας κάψουν και το Πολυτεχνείον. Έχομεν λεπτά δια να τα ξαναφτιάξωμεν.”»[10]

 16/11/1973: «Και αν πέσει μία βομβίς επί της κεφαλής φοιτητού…;»

       Την Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 1973, η κακή κατάσταση της προηγουμένης έχει πλέον καταστεί χείριστη. Διαβάζουμε στο Πόρισμα Τσεβά τα εξής:

       «Στοιχεία ύποπτα και ανεύθυνα, ομαδικώς και ατομικώς ενεργούντα, προβαίνουν εις πράξεις βιαιοπραγίας κατά πολιτών και εις καταστροφάς περιουσιών (θραύσεις βιτρινών και προθηκών καταστημάτων)… Πυρά ηνάπτοντο, οχήματα μετεκινούντο και ανετρέποντο, οδοφράγματα ανεγείροντο, φθοραί και καταστροφαί περιουσιών προεκαλούντο, τραυματισμοί αστυνομικών…»

«Πᾶν διερχόμενον ὄχημα ἐνεκλωβίζετο καί ὑπεχρεοῦντο οἱ ἐπιβάτες εἰς τήν καταβολήν χρημάτων διά τήν ἐνίσχυσιν τοῦ “ἀγῶνα”...»

       Το ίδιο πρωί, γίνεται κυβερνητική σύσκεψη στο γραφείο του Πρωθυπουργού Μαρκεζίνη, στην οποίαν συμμετείχαν ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας Οδυσσεύς Αγγελής, ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Χαρίλαος Μητρέλιας, ο Υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Σιφναίος, ο Υφυπουργός Τύπου Σπύρος Ζουρνατζής και ο Αρχηγός της Αστυνομίας Νικόλαος Δασκαλόπουλος. Σύμφωνα με τον Ζουρνατζή:

       «Ρωτάει τον Δασκαλόπουλο ο Αγγελής. Τι μπορεί να κάνει η Αστυνομία; Απάντηση Δασκαλόπουλου: “Έχουν μαζευτεί 6.000 άνθρωποι από τα πέριξ, εργάτες, αγρότες, φοιτητές. Έχει κλείσει η Πατησίων και όλοι οι πάροδοι. Πρέπει να περιμένουμε να νυκτώσει ώστε να επέμβουμε μία με δύο μετά τα μεσάνυκτα”… Μόλις είπε αυτά ο Δασκαλόπουλος, παρεμβαίνω εγώ και τους λέω:

       “Προτείνω να μου δώσετε δύο ελικόπτερα, πέραν από αυτό που έχετε δώσει για το δελτίο της ΥΕΝΕΔ, να πετάξουνε πάνω από το Πολυτεχνείο και να ρίξουνε δακρυγόνα. Αμέσως μετά – μέρα μεσημέρι – να επέμβη η Αστυνομία”… Τότε ακριβώς, γυρίζει ο αείμνηστος Οδυσσεύς Αγγελής και μου λέει την ιστορική φράση: “Και αν πέσει μία βομβίς επί της κεφαλής φοιτητού κύριε Υπουργέ; Θα γίνη ό,τι έγινε με τον Πέτρουλα!”»

       Έπειτα, καταφθάνει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Θυμάται ο Ζουρνατζής πως:

       «Εκείνην ακριβώς την στιγμή, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Παπαδόπουλος. Χωρίς να μας πει ούτε καν “καλημέρα”, απευθύνεται στον Δασκαλόπουλο και του λέει: “Ρε Νίκο, τι κάνει ο Μιχάλης; (εννοούσε βεβαίως τον τότε Αρχηγό της ΚΥΠ Μιχάλη Ρουφογάλη). Δεν ακούει από χθες το ραδιόφωνο; Γιατί δεν βάζει παράσιτα να μην ακούγεται ο σταθμός τους; Τσακίσου γρήγορα, πήγαινε στον Μιχάλη και πες του να κλείση τον ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου. Και να κλείσετε ό,τι υπάρχει: Φως, νερό, τηλέφωνο, όλα! Μετά από αυτό το ξέσπασμα ηρεμεί κάπως ο Παπαδόπουλος, μας λέει “Καλημέρα σας, κύριοι” και ζητάει την γνώμη του πρωθυπουργού Μαρκεζίνη…»[11]

       Αναφέρει ο Μαρκεζίνης για το αποτέλεσμα της συσκέψεως:

       «Είχε φθάσει ήδη μία μετά το μεσημέρι, όταν ο Γ. Παπαδόπουλος έδωσε εντολή στον Αρχηγό της Αστυνομίας να παρέμβει για την άμεση εκκαθάριση του χώρου περί το Πολυτεχνείο: “Πρόσεξε πολύ. Και τα δακρυγόνα τραυματίζουν!” παρετήρησε.»[12]

       Αναφέρει ο Παπαδόπουλος στην κατάθεσή του στον τακτικό ανακριτή, τον Ιούλιο του 1975:

       «Η δια των αστυνομικών δυνάμεων και μέσων αποβολή των συγκεντρωθέντων εις χρόνον καθορισθησόμενον υπό της Αστυνομίας. Δια την εφαρμογήν της αποφάσεως ταύτης θέτω ως απαραίτητον προϋπόθεσιν, την τήρησιν της σαφούς και αυστηράς εντολής: αποφυγή πάσης χρήσεως όπλων, έστω και επί αντιστάσεως, εν εσχάτη δε ανάγκη, λελογισμένη χρήσις δακρυγόνων εκτός του χώρου του Πολυτεχνείου και προ παντός άλλου, αποφυγή θυμάτων

       Το Πόρισμα Τσεβά επιβεβαιώνει την εντολή του Προέδρου: «…επ’ ουδενί λόγω θα εχρησιμοποιούντο όπλα, αν προεβάλλετο αντίδρασις και μόνον εν εσχάτη ανάγκη θα επετρέπετο η χρήσις δακρυγόνων, απαγορευομένης όμως της ρίψεως τούτων εντός του Πολυτεχνείου.»

       Μετά το πέρας της κυβερνητικής συσκέψεως, ο Πρύτανης του ΕΜΠ Κονοφάγος συνομιλεί με τον Υπουργό Παιδείας Σιφναίο. Στην αναφορά του για τα γεγονότα προς τον Διοικητή της ΕΣΑ, ο Κονοφάγος σημειώνει:

       «Με ενημέρωσε επί της καταστάσεως. Το κίνημα στο Ε.Μ.Π ήτο ξενοκίνητο και οι σπουδασταί του Ε.Μ.Π. αφελή θύματα. Έτσι και λόγω της αναπτύξεως των ταραχών, η Κυβέρνηση θεωρούσε πολιτικόν το ζήτημα και θα επενέβαινε η ίδια καταλλήλως. Δεν ήτο πλέον ζήτημα Ε.Μ.Π. αλλά γενικόν. Θα καθόριζε την γύρω περιοχήν. Μετά ταύτα θα προσπαθούσε αναιμάκτως να εκκενώσει το Ε.Μ.Π.»[13]

 "Το κίνημα στο Ε.Μ.Π ήτο ξενοκίνητο και οι σπουδασταί του Ε.Μ.Π. αφελή θύματα..."

       Παραλλήλως, οι κυβερνητικές αρχές άρχισαν να πληροφορούνται περί εισαγωγής πυροβόλων όπλων μέσα στο Πολυτεχνείο! Εν τω μεταξύ, διαδηλωτές οπλισμένοι με καδρόνια, ρόπαλα, πέτρες, τούβλα και μολότωφ ξεκίνησαν πορείες στην Κάνιγγος, την Ακαδημίας, την Αλεξάνδρα και την Ομόνοια. Ακόμη, μέρος αστυνομικών εγκλωβίστηκε μεταξύ των οδών Αιόλου και Σταδίου, λόγω οδοφράγματος που είχαν στήσει διαδηλωτές.

       Τότε, ξεκίνησαν και οι προβοκάτσιες εκείνων που αποσκοπούσαν στην πτώση του Παπαδόπουλου, ούτως ώστε να δοθεί περαιτέρω ένταση στα γεγονότα. Ένας αστυνομικός δέχεται δύο πυροβολισμούς, αλλά ευτυχώς ανακάμπτει. Στο Πόρισμα Τσεβά διαβάζουμε για ένα άτομο ντυμένο με πολιτικά, που «φέρον κόμην μακράν και γενειάδα, εκράτει μακρύκανον πυροβόλον όπλον!».[14] Αυτό το άτομο πυροβολούσε και προς τους διαδηλωτές, αλλά και προς τους αστυνομικούς, ακριβώς για να κλιμακωθεί η ένταση της καταστάσεως.

       Νωρίς το απόγευμα, οι καταληψίες είχαν πλέον πληροφορηθεί πως η Αστυνομία θα επενέβαινε. Αναφέρει ο Ζουρνατζής: «Έτσι, αντί να περιμένουν να πάει μεσάνυκτα, στις 6 το απόγευμα βγήκαν και χτυπήσανε στα Χαυτεία την Νομαρχία. Λίγο αργότερα, χτυπήσανε τον ΟΤΕ επί της Πατησίων κι εκεί έγινε η αντίσταση των φυλάκων των δημοσίων καταστημάτων…»[15]

       Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Σταθμός Α’ Βοηθειών, το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, ο ΟΤΕ και το Υπουργείο Δικαιοσύνης αμύνθηκαν απέναντι στην ένοπλη επίθεση που υφίσταντο. Διαβάζουμε στην Έκθεση Χριστολουκά: «Το υπουργείον Δημοσίας Τάξεως υπέστη τρις επίθεσιν, η φρουρά δε τούτου δια την απομάκρυνσιν των επιτιθεμένων – οίτινες εποιήσαντο πρώτοι χρήσιν των όπλων – επυροβόλησε κατ’ αυτών.»

       Στις 19:30, η Αστυνομία ζητάει την ενίσχυση της Χωροφυλακής,[16] καθώς είχε πλέον καταστεί σαφές ότι οι αστυνομικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να προσπεράσουν τα οδοφράγματα. Εν τω μεταξύ, διαδηλωτές πετούσαν αντικείμενα κατά της Αστυνομίας από τις γύρω πολυκατοικίες, εκ των οποίων άρχισαν να δρουν και οι γνωστοί, αλλά προβοκατόρικοι, ελεύθεροι σκοπευτές. Όπως αναφέρει και η Έκθεση Χριστολουκά: «Δια την πλήρη εκκαθάρισιν της καταστάσεως και την επιβολήν της τάξεως, έδει να καταληφθή το Πολυτεχνείον, το κύριον ορμητήριον των αναρχικών… Η κατάληψις όμως του Πολυτεχνείου δια των εις την διάθεσιν ημών μέσων ήτο αδύνατος.»

       Στις 22:00, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Δημήτριος Ζαγοριανάκος ενημερώνεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας Νικόλαο Δασκαλόπουλο πως η Αστυνομία πλέον δεν ήλεγχε την κατάσταση.

       Στις 23:00, ο ίδιος ο Παπαδόπουλος καλεί τον Ζαγοριανάκο και του διαμηνύει τα εξής:

       «Περί την 23ην ώραν επικοινωνώ μετά του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων. Ούτος με πληροφορεί περί αιτήσεως της Αστυνομίας δια την παροχήν στρατιωτικών ενισχύσεων προς αποκατάστασιν της εντόνως διασαλευθείσης δημοσίας τάξεως και αποβολήν των συγκεντρωθέντων εκ του χώρου του Πολυτεχνείου. Παρέχω την έγκρισιν δια την συνδρομήν του Στρατού εις το έργον της Αστυνομίας με προϋπόθεσιν την αυτήν πάντοτε εντολήν: τον αποκλεισμόν, τουτέστιν, χρήσεως όπλων, αποφυγήν συγκρούσεως Στρατού – διαδηλωτών και προ παντός, επαναλαμβάνω, αποφυγήν θυμάτων

       Στις 23:30, ο Α/ΕΔ Ζαγοριανάκος λαμβάνει έγγραφη αίτηση της Αστυνομίας (την οποίαν ο ίδιος ζήτησε) για ενίσχυση από τον Στρατό.[17] Αναφέρει ο Δασκαλόπουλος στην κατάθεσή του:

       «Ενημερώθη σχετικώς το γραφείον του Προέδρου Δημοκρατίας (ταξίαρχος Παρασκευάς Ιωαννίδης), όστις μετ’ ολίγον και περί ώραν 23:15 μοι ανεκοίνωσε τηλεφωνικώς ότι απεφασίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας η ενίσχυσις των αστυνομικών δυνάμεων υπό των Ενόπλων Δυνάμεων, ήτοι δια τριών ή τεσσάρων αρμάτων μάχης, άτινα δια της εντυπωσιακής εμφανίσεώς των και μόνον εις τον χώρον του Πολυτεχνείου, θα εξηνάγκαζον ψυχολογικώς τους εντός ευρισκομένους να εγκαταλείψουν τας αιθούσας και το προαύλιον του Ε.Μ.Π.»[18]

 17/11/1973: Κατόπιν συνεννοήσεως φοιτητών και Στρατού, το τανκ γκρεμίζει την πύλη και οι φοιτητές εξέρχονται

       Το Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 1973, κατά την 01:15, ένας ουλαμός αρμάτων μάχης του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων καταφθάνει μπροστά από το Πολυτεχνείο. Στις 02:00, καταφθάνουν οι 1η και 2α Μοίρα Αλεξιπτωτιστών, καθώς και μία διλοχία του 28ου Συντάγματος. Ο Συνταγματάρχης Θρασύβουλος Γιοβάνης ανέλαβε την οργάνωση των δυνάμεων. Σύνδεσμος με την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών ορίσθηκε ο Επιτελάρχης ΑΣΔΕΝ Νικόλαος Ντερτιλής, ενώ ο  Διοικητής ΑΣΔΕΝ Αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μαυροειδής ανέλαβε τον συντονισμό της επιχείρησης.  

       Η αποστολή τους καθίσταται σαφής από το Πόρισμα Τσεβά: «Ο τρόπος εκτελέσεως της αποστολής εναπέκειτο… εντός των πλαισίων πάντοτε του κυρίως επιδιωκομένου ψυχολογικού επηρεασμού και της μη χρήσεως όπλων…»[19]

       Και στην Έκθεση Χριστολουκά διαβάζουμε:

       «Την 01:15 ώραν της 17/11/1973 ετέθησαν εις την διάθεσίν μας αι τεθωρακισμέναι μονάδες δια των οποίων επετεύχθη η διάσπασις των οδοφραγμάτων… Δια των αστυνομικών δυνάμεων – μετά την διάσπασιν των οδοφραγμάτων – επετεύχθη η εξουδετέρωσις των εκτός του Πολυτεχνείου ομάδων κρούσεως των αναρχικών… Υπό των προ του Πολυτεχνείου τεθωρακισμένων, ερρίφθησαν εις τον αέρα εκφοβιστικαί βολαί, μετά τας οποίας, οι ανακράζοντες υβριστικά κατ’ αυτών συνθήματα έγκλειστοι, ανεφώνουν το σύνθημα “είμαστε αδέλφια σας”, “είστε στο λαό”, κ.ά. παρόμοια. Την 02:00 περίπου ώραν αφίχθησαν εις τον τόπον και τμήματα καταδρομέων…»

       Όπως βλέπουμε, άμα τη εμφανίσει των αρμάτων μάχης, το χάος που επικρατούσε μέχρι τότε είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί και η τάξη να επανέρχεται. Οι δε καταληψίες, άρχισαν αμέσως να διαπραγματεύονται τα της εξόδου τους από το κτίριο…

       Στις 02:20, οι έγκλειστοι καλούνται από τον Αστυνομικό Διευθυντή να ανοίξουν την πύλες και να εξέλθουν ειρηνικώς. Κατά τον Εισαγγελέα Τσεβά:

       «Εκπρόσωποι των σπουδαστών, μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής αυτών, προσέρχονται περί ώραν 02:30 εις την κεντρικήν πύλην του Πολυτεχνείου. Δηλούν ότι αποδέχονται την άμεσον και ειρηνικήν εκκένωσιν, υπό την εγγύησιν όμως και παρουσία εκπροσώπων της Εκκλησίας, της Δικαιοσύνης, των καθηγητών των, του Δ.Ε.Σ. και του τύπου.»[20]

       Οι όροι των καταληψιών δεν γίνονται δεκτή και, στις 02:43, τους δίνεται 10λεπτη προθεσμία να εξέλθουν άνευ όρων. Αναφέρει ο Εισαγγελεύς Τσεβάς: «Μερικοί εκ των εγκλείστων, ήρχισαν να απασφαλίζουν την είσοδο και τελικώς το επέτυχαν. Εδυσχεραίνετο όμως η έξοδος διότι όπισθεν της πύλης είχεν τοποθετηθή και ευρίσκετο αυτοκίνητον Μερσεντές.»[21] Επρόκειτο για την Mercedes του Πρυτάνεως Κονοφάγου, την οποίαν οι καταληψίες είχαν θέσει ως φράγμα, για να ασφαλίσουν την πύλη.

       Έπειτα, αποφασίζεται από κοινού μεταξύ «Συντονιστικής Επιτροπής» και Στρατού να εισέλθει ένα άρμα μάχης, ούτως ώστε να ισοπεδωθεί η πύλη και οι περίπου 2.000 έγκλειστοι. Σε συνέντευξη στην ΕΡΤ, που ποτέ δεν είδε το φως της δημοσιότητος, ο διοικητής του πληρώματος του άρματος που έριξε την πύλη, Υπίλαρχος Μιχαήλ Γουνελάς, απεκάλυψε τα εξής:

       «Όταν απεφασίσθη ότι η διάνοιξη θα γινόταν με το άρμα, εγώ μεν έφερα το άρμα στην πύλη και ο Λαλιώτης ή ο Σταμέλος, ειδοποιούσαν με τον τηλεβόα να απομακρυνθούν από την πύλη, διότι η πύλη θα έπεφτε… Πρέπει να σημειωθεί πως η πύλη συμφωνήθηκε μεταξύ Στρατού και “Επιτροπής” να γκρεμιστεί με το τανκ, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να ανοίξει αμέσως. Πίσω της είχαν τοποθετηθεί σιδηροδοκοί, ξύλα κ.λ.π., καθώς και δύο αυτοκίνητα, για να μην την παραβιάσουν οι αστυνομικοί και όλα αυτά τα υλικά ήταν δύσκολο να μετακινηθούν.»

       Αυτή ακριβώς είναι η πραγματικότητα για την περιβόητη είσοδο του άρματος «που έλιωσε τους φοιτητές». Όταν πλέον είχε εκκαθαριστεί η άμεση περιοχή, το άρμα με φόρα 15 μέτρων ισοπέδωσε την πύλη και άνοιξε την είσοδο. Δεν υπήρξε κανένα θύμα. Υπήρξαν μόνον τρεις τραυματισμοί: η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου που τραυματίστηκε στο πόδι από σίδερο που εκτόξευσε η ερπύστρια του άρματος, ο φοιτητής Σωτήρης Κοκκίνης, ελαφρά και αυτός, καθώς και ο δημοσιογράφος Νίκος Πατσαβός, που βρισκόταν σε μία από τις δύο στήλες στο πλάι της πύλης. Εκείνος, παρότι είχε προειδοποιηθεί για να κατεβεί προτού εισέλθει το άρμα, καθώς υπήρχε κίνδυνος να πέσει από το τράνταγμα, αρνήθηκε, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα καλό πλάνο με την κάμερά του. Τίποτα περισσότερο.[22]

       Ο Κυριάκος Σταμέλος, από τα σημαντικότερα μέλη της Συντονιστική Επιτροπής του Πολυτεχνείου, έκανε την εξής δήλωση: «Η επέμβαση του τανκ ήταν καλή διότι πήγε σιγά-σιγά και φαίνεται πρόσεξε ο οδηγός να αποφύγει τα θύματα.»[23]

       Μάλιστα, ο ίδιος ο Κώστας Λαλιώτης ομολόγησε στην δίκη του Πολυτεχνείου: «Πιστεύω ότι το τανκ έκανε ό,τι μπορούσε για να μην δημιουργήση θύματα… Εισερχομένου του τανκ, δεν είδα εγώ κανένα θύμα.»[24]

       Ακόμη, ο Σταμέλος και πάλι δήλωσε, σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Νίκο Θεοδώρου, στις 24 Σεπτεμβρίου 2016, τα εξής:

       «Είχε ψύχραιμη στάση ο Στρατός… Ήρθε να δώσει μία αναίμακτη λύση… Ο Μιχάλης Γουνελάς μας έδωσε όσο χρόνο θέλουμε και με την ανοχή του Γιοβάνη, για να καθαρίσουμε την πόρτα. Όταν μπήκε το άρμα μέσα, οι φοιτητές είχανε υποχωρήσει πίσω από το δεύτερο αυτοκίνητο. Δυστυχώς είχαμε τον τραυματισμό της Πέπης Ρηγοπούλου. Το τανκ μπήκε την ώρα που έπρεπε. Είχε καθαρίσει η πόρτα… Αυτό που δεν σκέφτηκε ο Μιχάλης κι εγώ ήταν να τραβήξουμε εκείνη την στιγμή την πόρτα προς τα έξω με μία αλυσίδα, όπως το έχει πει πρώτος ο Μιχάλης. Δεν υπήρχε ανθρωποκτόνος πρόθεση…»

Ὁ τότε Πρύτανης τοῦ Ε.Μ. Πολυτεχνείου Κ. Κονοφάγος ἔγραψε: «Τό Ε.Μ.Π. χάρις εἰς τόν Στρατόν, ἐξεκενώθη ἀναιμάκτως».

       Έπειτα, οι καταληψίες άρχισαν να εξέρχονται σωρηδόν. Πολλοί αστυνομικοί, έχοντας απαυδήσει μετά από 3 ημέρες προπηλακισμών και ύβρεων, επιχείρησαν να επιτεθούν στους εγκλείστους κατά την έξοδό τους. Τα χειρότερα αποσόβησε ο Στρατός, που με την ιπποτική στάση του διευκόλυνε την διέξοδο των φοιτητών, δημιουργώντας για αυτούς διόδους. Αναφέρει σχετικώς ο Εισαγγελεύς Τσεβάς:

       «Οι εγγύς της κατακρημνισθείσης πύλης ευρισκόμενοι εξέρχονται πρώτοι. Οι περισσότεροι όμως πηδούν εκ των παραθύρων και των κιγκλιδωμάτων. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρα κιγκλιδωμάτων. Και δια του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Κατευθύνονται προς όλα τα σημεία απομακρυνόμενοι… Πολλοί Αξιωματικοί και στρατιώται παρεμβαίνουν προς προστασίαν των φοιτητών… Έμπροσθεν της πύλης του Πολυτεχνείου δημιουργείται διάδρομος υπό των στρατιωτών μέσω του οποίου διέρχονται οι εξερχόμενοι, κατευθυνόμενοι προς την οδόν Τοσίτσα, εντός δε του Πολυτεχνείου βοηθούν, προστατεύουν και εις τους ώμους των πολλούς αδυνάτους κρατούν δια να δυνηθούν να υπερπηδήσουν το υψηλόν κιγκλίδωμα…»[25]

     Ὁ τότε Πρύτανης τοῦ Ε.Μ. Πολυτεχνείου Κ. Κονοφάγος στό Ἡμερολόγιο - ἀναφορά του προς την Ε.Σ.Α. ἔγραψε: «Τό Ε.Μ.Π. χάρις εἰς τόν Στρατόν, ἐξεκενώθη ἀναιμάκτως».

       Στην Έκθεση Χριστολουκά αναφέρεται: «Η επιχείρησις έληξε περί την 04:00 ώραν. Ουδείς κατ’ αυτήν εβλήθη δια πυροβόλου όπλου, ουδέ ετραυματίσθη η συνεθλίβη υπό τεθωρακισμένων αρμάτων. Η εν τοις κτιρίοις του Πολυτεχνείου διαπιστωθείσα κατάστασις απεικόνιζε βιβλικήν καταστροφήν των πάντων…»

       Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος σημειώνει στην αναφορά του για τα γεγονότα: «Και με την βοήθειαν του Θεού, δια της ασκήσεως ψυχολογικής πιέσεως, εξεκενώθη το Πολυτεχνείον χωρίς θύματα!»

       Ο δε Μαρκεζίνης γράφει: «Η εκκένωση ήταν άμεση και το σπουδαιότερο, δεν υπήρξαν θύματα.»[26]

       Την επομένη, συνελήφθησαν 866 άτομα, τα οποία οδηγήθηκαν στον ανακριτή. Χαρακτηριστικό παραμένει το γεγονός ότι, από όλους αυτούς, φοιτητές του Πολυτεχνείου ήταν μόνον οι… 49.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ Γ' ΜΕΡΟΣ...

Το αποκαλυπτικό βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη που αποκαλύπτει όλη την αλήθεια για το Πολυτεχνείο (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ. Τρικούπη 14 Αθήνα, τηλ. 210 6440021)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 1.

[2] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 1.

[3] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 1.

[4] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 1.

[5] Α.Π. 18148 Φ. 650, 10.

[6] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 2.

[7] Κωνσταντίνου Πλεύρη «Γεγονότα 1965-1977», σελ. 359.

[8] Ο τέως Βασιλεύς Κωνσταντίνος έχει παραδεχθεί πως, την ίδια ημέρα, είχε επικοινωνία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, για να εκφωνήσουν ένα διάγγελμά από κοινού την επομένη ημέρα, στο οποίο θα υποστήριζαν τα επεισόδια(!). Εν τέλει, όμως, ο Καραμανλής δεν το δέχθηκε («Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο», Τόμος Γ’, σελ. 117).

[9] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 3.

[10] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 3.

[11] Συνέντευξη στο περιοδικό “Patria”, Τεύχος 6, Νοέμβριος 2007.

[12] Σπύρου Μαρκεζίνη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος», Τόμος Γ’, σελ. 202.

[13] Κωνσταντίνου Κονοφάγου «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου», σελ. 203.

[14] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 4.

[15] Συνέντευξη στο περιοδικό “Patria”, Τεύχος 6, Νοέμβριος 2007.

[16] Α.Π. 34256 Φ. 002, 5.

[17] Ε. 34256 Φ. 002, 5.

[18] Σύμφωνα με τον Ζουρνατζή: «Η εμφάνιση των δύο τανκς που εκάλεσε ο Παπαδόπουλος, ήταν εμπνευσμένη από την αντίστοιχη κίνηση του Ντε Γκωλ…» («Ελληνικός Κόσμος», φ. 19/11/1989)

[19] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 7.

[20] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 8.

[21] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1974, σελ. 9.

[22] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1973, σελ. 9.

[23] Απόφαση 723/1975 5μελούς Εφετείου Πειραιώς, σελ. 140.

[24] Απόφαση 723/1975 5μελούς Εφετείου Πειραιώς, σελ. 158.

[25] Προανακριτικό Πόρισμα Εισαγγελέως Δημητρίου Τσεβά, 14/10/1973, σελ. 10.

[26] «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος», Τόμος Γ’, σελ. 203.