ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ: Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ 9ου ΑΙΩΝΟΣ
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Γεννήθηκε τό 820 ἀπό ἀριστοκρατική ἑλληνική οἰκογένεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν ἀδελφός τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου καί εἶχε διωχθεῖ ἀπό τούς εἰκονομάχους. Διέθετε τεράστια ἑλληνική παιδεία: «Γραμματικῆς μέν γάρ καί ποιήσεως, ρητορικῆς τέ καί φιλοσοφίας, ναί δή καί ἰατρικῆς καί πάσης ὀλίγου δείν ἐπιστήμης τῶν θύραθεν».[1] Διετέλεσε δύο φορές Πατριάρχης (858 - 867 καί 877 - 886) καί ὑπῆρξε ὁ πρωτεργάτης τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ - ἐκπολιτισμοῦ Σλαύων καί Βουλγάρων, καθῶς καί τῆς νίκης κατά τοῦ παπισμοῦ («Φώτειον Σχίσμα» 867). Κατά τόν P. Lemerle ὑπῆρξε «ὁ θεμελιωτής ἑνός βυζαντινοῦ κλασικισμοῦ»[2] καί κατά τόν Karl Krumbacher «μεταξύ τῶν μεγάλων τῆς παγκοσμίου ἱστορίας… γέννημα τῆς ἑλληνικῆς αὐταρεσκείας».[3] Θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη πνευματική μορφή τοῦ 9ου αἰῶνος.
Πρώτη φορά Πατριάρχης
Ἀρχικά διακρίθηκε σέ ὑψηλές δημόσιες θέσεις ὡς πρωτοασηκρήτης, πρωτοσπαθαριος καί συγκλητικός.
Στίς 25 Δεκεμβρίου 858 -ἐπί Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Γ’- ὁ καίσαρ Βάρδας -πού εἶχε συγκρουσθεῖ μέ τόν Πατριάρχη Ἰγνάτιο[4]- ἀνέβασε στόν πατριαρχικό θρόνο τόν Φώτιο.
Ὁ διορισμός του θεωρήθηκε «ἀντικανονικός» ἀπό τόν Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νά παραιτηθῆ καί ἐξορίσθηκε. Ὁ νέος Πατριάρχης συγκάλεσε τό 859 τήν Σύνοδο τῶν Βλαχερνῶν ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τήν ἐκλογή του. Ὡς Πατριάρχης «ἐκ λαϊκῶν», ὁ Φώτιος ἀνῆλθε τήν κλίμακα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας σέ μόλις 5 ἡμέρες!
Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο ἐπῆλθε κρίσις στίς σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως - Ρώμης:
Ὁ πάπας Νικόλαος Α’ ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίση τήν ἐκλογή τοῦ Φωτίου. Τότε ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ Γ’ ἔστειλε ἐπιστολή στόν πάπα μέ τήν αἴτησι νά ἀποστείλη ἀπεσταλμένους καί νά γίνη Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, ὥστε νά διευθετηθῆ τό ζήτημα.
Ἔτσι τόν Ἀπρίλιο τοῦ 861 συγκλήθηκε Σύνοδος στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέ τήν παρουσία δύο παπικῶν λεγάτων ἡ ὁποία ἐπικύρωσε καί πάλι τήν ἐκλογή του.
Παρά τήν συμφωνία τῶν “λεγάτων” γιά τήν ἐπικύρωσι τῆς ἐκλογῆς τοῦ Φωτίου, ὁ πάπας ἀπέρριψε τήν ψῆφο τους θεωρώντας ὅτι ὑπερέβησαν τήν δικαιοδοσία τους! Καί τό 863 συγκάλεσε δική του (ἀντί)σύνοδο στό Λατεράνο μέ τήν ὁποία καθαιροῦσε καί ἀφόριζε τόν Φώτιο! Ὁ Μιχαήλ Γ’ ἔστειλε αὐστηρότατη ἐπιστολή πρός τόν πάπα στήν ὁποία ὑπερασπίσθηκε τήν αὐτονομία τοῦ Πατριαρχείου ἔναντι τῶν ἀξιώσεων περί «παπικοῦ πρωτείου» καί τόν κάλεσε νά ἀνακαλέση τήν καθαίρεσι τοῦ Φωτίου.
Ἡ διαμάχη δέν ἦταν θρησκευτική ἀλλά πολιτική. Ὅπως γράφει ὁ Μίλτων Ἀνάστος «ὁ πάπας ὄχι μόνο διεκδικοῦσε νά ἀνακτήσει τά ἐκκλησιαστικά κτήματα («πατριμόνια») τῆς Σικελίας καί τῆς Καλαβρίας ἀλλά καί νά ἀποκαταστήσει τή δικαιοδοσία τῆς Ρώμης σ’ αὐτά καί ἰδιαίτερα στό Ἰλλυρικό…».[5]
Μέ τήν στήριξι τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ καί τοῦ καίσαρος Βάρδα, ὁ Φώτιος ἀντιτάχθηκε σθεναρά στήν παπική Ρώμη. Ὅπως ἔγραψε χαρακτηριστικά ὁ Γεώργιος Κρέμμος: «Ὁ μέν Νικόλαος (ὁ πάπας), ἀπήτει τήν ἀρχήν τοῦ σύμπαντος κόσμου ὡς αὐτοκράτωρ, ὁ δέ Φώτιος ἠμύνετο, ἀπέκρουε νικηφόρως τόν ἐπιδρομέα».[6]
Σημαίνοντα ρόλο διεδραμάτισε ὁ Πατριάρχης Φώτιος καί στήν ἀναδιοργάνωσι τοῦ «Πανδιδακτηρίου τῆς Μαγναύρας» ὅπου ἐδιδάσκετο δωρεάν ἡ «θύραθεν παιδεία» (κοσμική) ὑπό τήν διεύθυνσι τοῦ Ἕλληνος πανεπιστήμονος Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ.
Ὁ Φώτιος διδάσκει
Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Σλαύων
Τό πολιτικό, θρησκευτικό, διπλωματικό καί ἐκπολιτιστικό ἔργο τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ὑπῆρξε μεγαλειῶδες μέ κυριότερα τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Σλαύων καί τῶν Βουλγάρων:
Ὁ ἀρχηγός τῶν Σλαύων τῆς Μοραβίας Ροστισλάβος εἶχε προσπαθήση ἀπό τό 850 νά ἀπεξαρτήση τό κράτος του ἀπό τήν γερμανική κυριαρχία τῶν Φράγκων πού εἶχαν ἔλθει σέ συμμαχία τοτε μέ τούς Βουλγάρους. Ὡς ἀντίβαρο λοιπόν θέλησε νά προσεταιρισθῆ τήν Κωνσταντινούπολι. Καί τό 862 ἀπέστειλε πρεσβεία ζητώντας τήν ἀποστολή Ἑλλήνων ἐπισκόπων καί διδασκάλων γιά τόν προσυλητισμό τοῦ λαοῦ του στόν Χριστιανισμό.
Τήν χρυσή αὐτή εὐκαιρία ὁ Φώτιος δέν τήν ἄφησε ἀνεκμετάλλευτη: Τήν ἀποστολή αὐτήν ὁ μεγάλος Πατριάρχης τήν ἀνέθεσε σέ δύο ξεχωριστές προσωπικότητες: Τούς Ἕλληνες ἀδελφούς Κωνσταντῖνο - Κύριλλο[7] καί Μεθόδιο[8] οἱ ὁποῖοι «εἶχαν ἐξαιρετική παιδεία ἑλληνική, ἦταν ἀντιπροσωπευτικές μορφές τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ ἀναγεννημένου τόν 9ο αἰ. βυζαντινοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί φορεῖς τῆς οἰκουμενικῆς ἰδέας τοῦ Βυζαντίου».[9]
Τό θέρος τοῦ 863, οἱ δύο Ἕλληνες φωτιστές ἔφθασαν στήν Μοραβία ὅπου παρέμειναν τρία ἔτη κατά τά ὁποῖα ἐπεδόθησαν στόν ἐκχριστιανισμό τους καί τήν ὀργάνωσι τῆς Ἐκκλησίας τους. Ἀλλά ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Κωνσταντῖνος (Κύριλλος), βασισμένος στό ἑλληνικό ἀλφάβητο, ἐπινόησε τό Κυριλλικό ἀλφάβητο (ἤ γλαγολιτικό) πού ὑπῆρξε τό πρῶτο σλαυϊκό ἀλφάβητο. Μέ αὐτό δημιούργησαν τόν πρῶτο Ἀστικό Κώδικα τῶν Σλαύων καί μετέφρασαν στήν σλαυϊκή τήν Ἁγία Γραφή. Τό ἐπίτευγμά τους, νά μπορῆ νά γίνεται λειτουργία στήν σλαυϊκή γλῶσσα, ἔπληξε καίρια τήν λατινογερμανική καί παπική ἐπιρροή. Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Ρῶσος G. Ostrogorsky «Οἱ λαοί αὐτοί (οἱ σλαυϊκοί) ὀφείλουν τή γραφή τούς καθῶς καί τίς ἀπαρχές τῆς ἐθνικῆς τους φιλολογίας καί τοῦ πολιτισμοῦ τους στούς δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφούς, τούς “ἀποστόλους τῶν Σλάβων”».[10] Ὁ Karl Krumbacher προσθέτει ὅτι «Ἕλληνες ἀρχιτέκτονες οἰκοδόμησαν τάς σλαυϊκάς ἐκκλησίας καί Ἕλληνες ζωγράφοι ἐκόσμησαν αὐτᾶς μέ θρησκευτικάς εἰκόνας».[11]
Οἱ Ἕλληνες φωτιστές Κωνσταντῖνος - Κύριλλος καί Μιχαήλ - Μεθόδιος (ἀπό πίνακα τοῦ Μοραβοῦ Jan Matejko)
Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Βουλγάρων & τό «Φώτειον Σχίσμα» τοῦ 867
Οἱ Βούλγαροι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, εἶχαν ἀναπτύξει σχέσεις μέ τούς Φράγκους τοῦ Λουδοβίκου Γερμανικοῦ, καί ἡ παπική Ρώμη προσπαθοῦσε νά τούς προσεταιρισθῆ.
Ὁ Φώτιος εἰσηγήθηκε στόν Αὐτοκράτορα νά δράση: Στρατεύματα καί στόλος κινήθηκαν πρός Βουλγαρία καί Εὔξεινο Πόντο. Ἔτσι ὁ χαγάνος τῶν Βουλγάρων Βόγορις ὑπέκυψε:
Τέλη τοῦ 864 μεγαλειώδης ἱεραποστολή τοῦ Φωτίου κατέφθανε στήν Πλίσκα. Πρῶτος βαπτίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Βόγορις πού μετονομάσθηκε Μιχαήλ, γιά νά τιμήση τόν Ἕλληνα Αὐτοκράτορα. Ακολούθησαν ἡ οἰκογένεια καί οἱ ἀξιωματοῦχοι του. Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «…ὁ ἑλληνικός κλῆρος προχώρησε -σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις τοῦ πατριάρχη- στήν ἐκχριστιάνιση τοῦ βουλγαρικοῦ λαοῦ καί στή διοργάνωση τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας».[12]
Μέ τό τεράστιο ἐπίτευγμα ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων καί τῶν Βουλγάρων καί τήν δημιουργία τοῦ σλαυϊκοῦ ἀλφαβήτου, ἀπέσπασε τούς λαούς αὐτούς ἀπό τήν παπική κηδεμονία καί τούς ἔθεσε ὑπό τήν σφαίρα τῆς πνευματικῆς καί πολιτικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ὁριστική ρῆξις θά ἐπέλθη μέ ἀφορμή τήν συγκρότησι τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας:
Ὁ βούλγαρος ἡγεμόνας Βόγορις - Μιχαήλ ἠθέλησε -μετά τήν βάπτισι αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ του- νά δημιουργήση αὐτοκέφαλη βουλγαρική Ἐκκλησία, μέ ἐπικεφαλῆς Βούλγαρο Ἀρχιεπίσκοπο. Φυσικά αὐτό δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τόν Φώτιο. Ὁ Βόγορις τότε στράφηκε καί πάλι πρός τήν Ρώμη καί ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ πάπα γιά τήν ὀργάνωσι τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας. Τότε ὁ πάπας Νικόλαος Α’ ἀπέστειλε ἀποστολή μέ ἐπικεφαλῆς δύο ἐπισκόπους στήν Βουλγαρία. Ἐάν ἡ νεοσύστατη βουλγαρική Ἐκκλησία ὑποτασσόταν στήν Ρώμη ὑπῆρχε θανάσιμος κίνδυνος νά ἐπεκταθοῦν μέσω τοῦ πάπα καί οἱ Καρολλίγγειοι Φράγκοι.
Μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Αὐτοκράτορος ὁ Φώτιος ἀντέδρασε ἄμεσα: To 867 συγκλήθηκε νέα Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολι στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καί Ἱεροσολύμων. Ἐκεῖ ἡ παπική Ἐκκλησία κατηγορήθηκε γιά δογματικά καί λειτουργικά λάθη καί κυρίως τό περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος («ex patre filioque»).[13] Κατέληξε δέ, στόν ἀφορισμό καί καθαίρεσι τοῦ πάπα Νικολάου Α’. Αὐτό ὑπῆρξε τό πρῶτο μεγάλο σχίσμα μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τό λεγόμενο «Φώτειον Σχίσμα» πού ὑπερασπίσθηκε τήν αὐτονομία τοῦ Πατριαρχείου ὅσο καί τά ὕψιστα συμφέροντα τῆς Αὐτοκρατορίας.
Κατά τόν Charles Diehl ἡ κίνησις αὐτή: «ἦταν μία συντριπτική ἀπόφαση τῆς ὕπαρξης ἑνός βυζαντινοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος…».[14] Ὁ ἐντυπωσιασμός πού προκάλεσε καί παράλληλα ἡ ἄρνησις τοῦ πάπα γιά διορισμό ἀρχιερέως τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Βογόριδος, ὁδήγησε τελικά τούς Βουλγάρους νά στραφοῦν ξανά πρός τήν Κωνσταντινούπολι.
Ἡ καθαίρεσις καί ἡ δεύτερη Πατριαρχία του
Μέ τήν ἄνοδο στόν θρόνο τοῦ Βασιλείου Α’, ὁ νέος Αὐτοκράτωρ θέλησε νά ἐξομαλύνη τίς σχέσεις μέ τήν Ρώμη, διότι ἀπέβλεπε στήν συνεργασία της γιά τήν ἀνάκτησι τῶν δυτικῶν κτήσεων.
Γιά τόν σκοπό αὐτόν, “θυσίασε” προσωρινά τόν μεγάλο Πατριάρχη Φώτιο Α’. Τόν Νοέμβριο τοῦ 867 τόν καθαίρεσε καί τόν ἐξόρισε στήν Μονή τῆς Σκέπης στόν Βόσπορο.
Τό ἔτος 875 ὅμως, τόν ἀνεκάλεσε ἀπό τήν ἐξορία καί τοῦ ἀνέθεσε τήν ἀνατροφή τῶν τέκνών του. Καί ὅταν τό 877 ὁ Ἰγνάτιος πέθανε, ὁ Φώτιος ἀνέκτησε τόν πατριαρχικό του θρόνο γιά δεύτερη φορά.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 879 ὁ Πατριάρχης Φώτιος προήδρευσε Γενικῆς Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολι πού διήρκεσε μεχρι τόν Φεβρουάριο τοῦ 880 στήν ὁποία παρέστησαν 383 ἐπίσκοποι, μέ τήν συμμετοχή τῶν Πατριαρχῶν Ἀνατολῆς καί ἐκπροσώπων τοῦ πάπα. Μέ αὐτήν ἐπικυρώθηκε πανηγυρικά ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Φωτίου καί ρητά ἀπαγορεύθηκε ἡ προσθήκη τοῦ Filioque στόν Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Τά θριαμβευτικά ἐγκώμια πρός τό πρόσωπο τοῦ Φωτίου τά ἐνέκριναν οἱ παπικοί, λέγοντας «...ὁ δεσπότης ἠμῶν, ὁ κύριος Φώτιος... τήν σύμπασαν κτίσιν δαδουχεῖ καί καταλάμπει». Στίς 13 Αὐγούστου 880 ὁ ἴδιος ὁ πάπας Ἰωάννης Η’ σέ ἐπιστολές του πρός τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη ἐπικύρωσε τίς ἀποφάσεις της.
Μετά τήν ἀποκατάστασι τοῦ Φωτίου -μεταξύ 879 καί 886- ἐκδόθηκε ἡ «Ἐπαναγωγή» (ἤ «Εἰσαγωγή»). Θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἔλαβε μέρος ἤ ἐπηρέασε τήν σύνταξί της. Αὐτή κυρίως καθόρισε τίς σχέσεις Ἐκκλησίας - Κράτους καθῶς καί τήν σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τούς ἄλλους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἁπλῶς τοπικοί ἱεράρχες.
“ἔξοχος πολιτικός” & “γιγάντια μορφή τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων”
Ὁ Πατριάρχης Φώτιος πολιτικά πέτυχε νά ἐκχριστιανίση, νά ἐκπολιτίση, νά ἀπόσπάση ἀπό τήν παπική κηδεμονία Σλαύους καί Βουλγάρους καί νά ἀποτρέψη τήν ἐπέκτασι τῶν Καρολλίγειων Φράγκων στήν Ἀνατολή. Ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky, ἀπέδειξε ὅτι ἦταν: «…τό δυνατότερο πνεύμα, ὁ πιό ἔξοχος πολιτικός καί ὁ πιό εὔστροφος διπλωμάτης πού ἀνέβηκε ποτέ στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως».[15]
Κατά τόν Paul Lemerle ὅμως ὑπῆρξε καί ἐκεῖνος πού ἐπέστρεψε «στίς πηγές τοῦ ἑλληνίζοντα χριστιανισμοῦ» καί ἡ προσωπικότητα «πού ἀποτελεῖ ἀφετηρία μίας μακρόχρονης καί λαμπρῆς περιόδου τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ».[16]
Τούτο αποδεικνύει τό ἀνεπανάληπτο ἔργο του «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ» -μέ τά 279 ἔργα της- ἀπετέλεσε μία τεράστια βιβλιοθήκη διασώσεως τῶν θησαυρῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλολογίας.
Ἐνδεικτικό εἶναι ὅτι ἀπό τά 90 ἔργα ἀρχαίων καί βυζαντινῶν Ἑλλήνων συγγραφέων, τά 60 περίπου θά μᾶς ἦσαν ἄγνωστα χωρίς αὐτόν!
Μόνο ἀπό τούς ἀρχαίους, διέσωσε ἔργα τοῦ Κτησία, ἰατρικές πραγματεῖες τοῦ Θεοφράστου, ἔργα τοῦ Ἀγαθαρχίδου τοῦ Κνιδίου, τοῦ Διοδώρου Σικελιώτου, τοῦ Κόνωνος, τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ Γαληνοῦ, τοῦ Ἰαμβλίχου, τοῦ Ὀλυμπιοδώρου, τοῦ Ἱεροκλέους, βιογραφία τοῦ Πυθαγόρα καί πάνω ἀπό 100 χριστιανικά ἔργα.
Τήν θεωρία ὅτι τά ἔργα αὐτά τά βρῆκε δῆθεν ἀπό τούς Ἄραβες, τήν καταρρίπτει ὁ ἴδιος, ἀφοῦ στόν ἐπίλογό του πρός τόν ἀδελφό του Ταράσιο φανερώνει ὅτι τήν συλλογή αὐτήν συνέταξε ἀπό μνήμης πρίν μεταβεῖ στήν Βαγδάτη. Ὁ ἴδιος μάλιστα τονίζει ὅτι τά βιβλία αὐτά τά μελέτησε ἀπό τήν νεότητά του στήν Κωνσταντινούπολι.[17]
Ἐξ’ ἴσου μεγάλο γιά τήν κλασική ἀρχαιότητα ὑπῆρξε τό ἔργο του «Λέξεων συναγωγή κατά στοιχείων», πού ἀπετέλεσε κύρια πηγή τοῦ λεξικοῦ ΣΟΥΔΑ, καθώς καί 193 ἐπιστολές μέ μεγάλη θεματική ποικιλία.
Κατά τόν Karl Krumbacher λοιπόν, ὑπῆρξε «μία τῶν γιγάντιων μορφῶν τῆς ἱστορίας τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων».[18]
Πέθανε στίς 6 Φεβρουαρίου 893 καί ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας…
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] «Βίος Ἰγνατίου» PG τ. 105 στίχος 509.
[2] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 281.
[3] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 102, 103.
[4] Ἡ σύγκρουσις ἐπῆλθε ὅταν ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων τοῦ 858, ὁ Ἰγνάτιος ἀρνήθηκε τήν θεία κοινωνία στόν Βάρδα ἐπειδή -παρά τίς ἐπανειλημμένες συστάσεις του- ἄν καί νυμφευμένος, συζοῦσε μέ ἄλλη γυναίκα, πιθανότατα μάλιστα σύζυγο ἑνός υἱοῦ του.
[5] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 261.
[6] «Ἱστορία τοῦ Σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ἑλληνικῆς καί Ρωμαϊκῆς», τόμος Α’ σελ. 401 - 402.
[7] Ὁ Κωνσταντῖνος (827 - 869) γεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη καί ἦταν υἱός τοῦ δρουγγάριου Λέοντος. Μετέβη στήν Κωνσταντινούπολι ὅπου ἔλαβε ἐξαιρετική παιδεία ἀπό διδασκάλους ὅπως ὁ Λέων ὁ Μαθηματικός καί πιθανότατα ὁ Φώτιος καί ἦταν πολύγλωσσος. Τό 851 μετεῖχε σέ πρεσβεία πρός τούς Ἄραβες στούς ὁποίους τόνισε μέ ὑπερηφάνεια τήν ἑλληνική καταγωγή του λέγοντας «ἐξ΄ἠμῶν προῆλθον πάσαι αἱ ἐπιστῆμαι». Τό 861 ἀπεστάλη καί πάλι μαζί μέ τόν ἀδελφό του Μεθόδιο σέ εἰδική ἀπόστολη στούς Χαζάρους γιά νά ἀντικρούση τίς ἰουδαϊκές δοξασίες καί νά τούς κάνει Χριστιανούς. Ἀπό τό 855 ἦταν διδάσκαλος Φιλοσοφίας στήν Σχολή τῆς Μαγναύρας. Τό ὄνομα Κύριλλος τό ἔλαβε λίγο πρίν πεθάνει, ὡς μοναχός.
[8] Ὁ Μεθόδιος ἦταν ἀδελφός τοῦ Κωνσταντίνου - Κυρίλλου. Τό πραγματικό του ὄνομα ἦταν Μιχαήλ καί μετονομάσθηκε ὅταν ἔγινε μοναχός στόν Ὄλυμπο τῆς Μυσίας. Ἐπίσης διετέλεσε διοικητής Θεσσαλίας. Ἀκολούθησε τόν ἀδελφό του στήν ἀποστολή πρός τούς Χαζάρους καί φυσικά στήν ἱεραποστολή τῆς Μοραβίας. Γράφοντας πρός τόν πάπα Ἰωάννη Η’, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σάλσμπουρκ Ἀλβίνος τόν ἀποκάλεσε «Graecus Methodius nomine», δηλαδή ξεκάθαρα Ἕλληνα.
[9] Μαρία Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 93).
[10] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 103.
[11] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 69.
[12] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 104.
[13] Τό ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε τίς ρίζες του στήν αἵρεσι τοῦ ἀρειανισμοῦ πού ἐπικράτησε κυρίως στά γερμανικά φύλα πού κυριάρχησαν στήν Δύσι. Τό 794 ὁ βασιλεύς τῶν Φράγκων Κάρολος Α’ (Καρλομάγνος) στήν Σύνοδο τῆς Φρανκφούρτης ἀπέρριψε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Καί τό 809 στήν Σύνοδο τοῦ Ἄαχεν ἐπέβαλε τήν αἱρετική προθήκη «ex patre filioque» στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἡ παπική ἐκκλησία, ἐξαρτώμενη ἀπό τούς Φράγκους, δέν τό υἱοθέτησε ἀλλά σιωπηρά τό ἀνέχθηκε. Τελικά θά τό ἐπιβάλη ὁριστικά στήν Ρώμη τό 1014 ὁ γερμανός βασιλεύς Ἐρρίκος Β’.
[14] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 45.
[15] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 98.
[16] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 155.
[17] βλπ. καί P. Lemerle «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 41 - 45.
[18] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 216.