ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ: O “ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ” ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
του Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ/Σ του Ε.ΠΟ.Κ.
Ἦταν 5 Ὀκτωβρίου τοῦ 610, ὅταν ὁ Ἡράκλειος θριαμβευτής ἔμπαινε στήν Κωνσταντινούπολι καί τήν ἀπολύτρωνε ἀπό τόν σφετεριστή Φωκᾶ. Κατόπιν κοινῆς ἀπαιτήσεως λαοῦ, στρατοῦ, συγκλήτου καί ἐκκλησίας, ἐστέφθη Αὐτοκράτωρ στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί ὁ λαός τόν «ἀνευφήμει ὡς νέον Ἡρακλέα καί νέον Περσέα»[1] στήν Ἁγία Σοφία. Ἦταν ἡ ἀρχή μία νέας ἐποχῆς. Ὅπως γράφει ὁ Steven Runciman: «Μέ τή βασιλεία τοῦ Ἡρακλείου ἡ ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία κάνει τή στροφή πρός τόν βυζαντινισμό».[2] Ὅπως εἶναι εὐνόητο, μέ τήν ἔκφρασι «βυζαντινισμό» ἐννοεῖ τήν στροφή πρός τόν ὁριστικό ἐξελληνισμό. Ἐνῶ ὁ Κων. Ἄμαντος συμπληρώνει «ἀπό τοῦ Ἡρακλείου ἀρχίζει ἰδιαίτερα περίοδος διά τό Βυζάντιον, ἡ καθ’ αὐτό Βυζαντινή ἤ Ἑλληνική».[3]
Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος νέος
Ἡ καταγωγή καί ἡ μορφή του
Ἡ οἰκογένειά του καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία[4] ἡ ὁποία ἦταν ὁλοκληρωτικά ἑλληνική.[5] Ὁ ἐξελληνισμός τῆς Καππαδοκίας εἶχε ξεκινήσει αἰῶνες πρίν τόν Ἡράκλειο, ἀπό τήν περίοδο τῶν Σελευκιδῶν καί εἶχε συντελεσθεῖ μέ τήν πλήρη συγκατάθεσι τῶν βασιλέων καί τοῦ λαοῦ της.[6]
Παρά ταῦτα, ἡ ἐπιστημονική κοινότητα εἶναι διχασμένη γιά τό ἄν ὁ Ἡράκλειος ἦταν Ἕλλην ἤ Ἀρμένιος. Αὐτό ὀφείλεται κατά πρῶτο λόγο στόν ἀρμένιο ἱστορικό καί χριστιανό ἐπίσκοπο τοῦ 7ου αἰῶνος Σεβεός, ὁ ὁποῖος ὑπονόησε τήν καταγωγή τοῦ Ἡρακλείου ἀπό τόν ἀρμενικό οἶκο τῶν Ἀρσακιδῶν, χωρίς νά παραθέτη κανένα στοιχεῖο πού νά τό ἀποδεικνύη. Πρόκειται ἐμφανῶς γιά προσπάθεια νά οἰκειοποιηθοῦν οἱ Ἀρμένιοι τήν δόξα του.[7] Ἡ ἕτερη πηγή εἶναι ἡ ἐμφανής παρερμηνεία μίας ἀναφορᾶς τοῦ ἱστορικοῦ Θεοφύλακτου Σιμμοκάτη πού ἀναφέρει ὅτι ὅταν τό 588 ὁ Αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος ἀντικατέστησε τόν Φιλιππικό ὡς στρατηγό τῆς Ἀνατολῆς μέ τόν Πρίσκο, τότε ὁ Φιλιππικός συνέταξε ἐπιστολή πρός τόν Ἡράκλειο τόν Πρεσβύτερο μέ τήν ὁποία τόν διέτασσε «νά ἐπιστρέψη στήν πόλι του ὅταν θά πήγαινε στήν Ἀρμενία καί νά παραδώση τόν στρατό στόν Ναρσή, τόν διοικητή τῆς πόλεως Κωνσταντινῆς».[8] Ἀπό αὐτό τό ἀπόσπασμα συνάγουν αὐθαίρετα ὅτι καταγόταν ἀπό πόλι τῆς Ἀρμενίας. Ὅμως ὁ Ἡράκλειος ἦταν τότε “στρατηγός τοῦ Ἀρμενιακοῦ”, μέ ἕδρα τήν Θεοδοσιούπολι. Ὅταν λοιπόν ὁ Φιλιππικός τόν διατάσσει νά πάη «στήν πόλι του», ἐννοεῖ στήν στρατιωτική του ἕδρα, ὥστε νά παραδώση τό στράτευμα στόν Ναρσή καί ὄχι φυσικά τήν πόλι καταγωγῆς του!
Τό ὄνομα Ἡράκλειος, εἶναι ξεκάθαρα ἑλληνικό ὄνομα καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἐμμανουήλ Καρακώστας: «…δέν τό συναντᾶμε τήν ἐποχή ἐκείνη στά μέρη τῆς ἀνατολῆς, οὔτε σέ λαούς γειτονικούς τῆς Ρωμανίας».[9] Ἐπίσης κανένα ἀπό τά ὀνόματα τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἡρακλείου δέν ἔχει ἀρμενική ρίζα. Ὁ πατέρας του ἦταν νυμφευμένος μέ τήν Ἐπιφανεία. Τά ἀδέλφια του ἦσαν ὁ Θεόδωρος καί ἡ Μαρία. Ὁ ἐξάδελφός του λεγόταν Νικήτας.[10]
Ἡ ἀρμενική καταγωγή ἀποκλείεται καί λόγω τοῦ συνδέσμου τοῦ Ἡρακλείου τοῦ Πρεσβυτέρου μέ τόν Μαυρίκιο, ὁ ὁποῖος ἀντιπαθοῦσε τούς Ἀρμενίους[11] καί κυρίως ὅτι ὁ πρῶτος τό 529 πολέμησε τούς Ἀρμενίους καί κατέστειλε τήν ἐξέγερσί τους.
Τό κυριότερο ὅμως γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἡράκλειος δέν ἦταν Ἀρμένιος εἶναι τά χαρακτηριστικά του. Κατά τόν χρονικογράφο Γεώργιο Κεδρηνό, ὁ Ἡράκλειος «…ἤν τήν ἡλικίαν μεσήλιξ, εὐσθενής, εὔστερνος, ἐκόφθαλμος, ὀλίγον ὑπόγλαυκος, ξανθός τήν τρίχα, λευκός τήν χροιάν, ἔχων τόν πώγωνα πλατύν καί πρός μῆκος ἐκκρεμῆ».[12]
Δηλαδή ὁ Ἡράκλειος ἦταν ξανθός, γαλανομάτης, μέ ἔντονα λευκό δέρμα, εὐθυτενής καί ρωμαλέος. Τό ἄκρως ἀντίθετο τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν Ἀρμενίων.[13] Ὅπως γράφει καί ὁ Κωνσταντῖνος Ἄμαντος «αἱ παρατηρήσεις τοῦ Κεδρηνοῦ δέν συνηγοροῦν ὑπέρ γνήσιας ἀρμενικῆς καταγωγῆς».[14] Τό ἴδιο διαπιστώνει καί ὁ Vasiliev, ὁ ὁποῖος σχολιάζοντας τήν θεωρία τῆς δῆθεν ἀρμενικῆς καταγωγῆς, γράφει: «Ἀντίθετες πρός τήν ἄποψη αὐτή εἶναι οἱ σχετικές μέ τά ξανθά μαλλιά τοῦ Ἡρακλείου πληροφορίες».[15]
Ἀκόμη καί τό ὄνομα τῆς γυναίκας του ἀλλάζει ἀπό τό λατινικό Φάβια στό ἑλληνικό Εὐδοκία. Συνεπῶς, ἀπό ὅλα τά στοιχεῖα (ἱστορικά, γλωσσικά, ἀνθρωπολογικά κ.λπ) συνάγεται ὅτι ὁ Ἡράκλειος ἦταν Ἕλληνας καί μάλιστα «πώς δέν εἶχε ἐξελληνιστεῖ, ἀλλά ἦταν Ἕλληνας ἐκ γενετῆς».[16]
Ἡ ὁριστική συντριβή τῶν Περσῶν
Ὅταν ὁ Ἡράκλειος ἀνῆλθε στόν θρόνο, ἡ κατάστασις τῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν σέ τραγική κατάστασι. Ἐνδημική ἀναρχία, ἰσοπεδωμένη οἰκονομία, στράτευμα, χωρίς στελέχη, πειθαρχία καί ἠθικό, περιοχές ἐρειπωμένες ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομές. Οἱ Πέρσες κατέλαβαν τήν Δαμασκό καί ὅλη τήν ὑπόλοιπη Συρία, εἰσέβαλαν στήν Παλαιστίνη καί τήν ἄνοιξι τοῦ 614 ἅλωσαν τά Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἀγριότητα τῶν κατακτητῶν ἦταν ἀπίστευτη. Μέ τήν ἀρωγή τῶν Ἰουδαίων τῆς πόλεως ἔσφαξαν μέχρι 90.000 Χριστιανούς κατά μαρτυρία τοῦ Θεοφάνους! Συνέλαβαν 35.000 αἰχμαλώτους μαζί μέ τόν Πατριάρχη Ζαχαρία καί κατέστρεψαν περίπου 300 ἐκκλησίες. Ὁ Τίμιος Σταυρός μεταφέρθηκε ὡς λάφυρο στήν αὐλή τοῦ Χοσρόη Β’! Ἀκολούθησε περσική εἰσβολή καί στήν Αἴγυπτο, ὅπου κατάφεραν νά καταλάβουν τήν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ παράλληλα εἰσέβαλαν στήν Μικρά Ἀσία καί ἐκπόρθησαν τήν Χαλκηδόνα!
Ὁ Ἡράκλειος ἀναγκάσθηκε νά κόψη νέα ἀργυρά νομίσματα μέ τό μισό της πραγματικῆς ἀξίας τους καί νά ἐπιβάλη ἔκτακτη εἰσφορά. Ὁ Πατριάρχης Σέργιος Α’ στήριξε τήν πολεμική ἀνόρθωσι τῆς Αὐτοκρατοριας διαθέτοντας σύσσωμο τόν θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἡράκλειος ἄλλαξε ὅλη τήν σύνθεσι τοῦ Στρατοῦ. Ἐνίσχυσε τό κατάφρακτο Ἱππικό καί τούς Ἱπποτοξότες καί ἔδωσε μεγάλη ἔμφασι στό Ναυτικό. Παράλληλα ἐστράφη πρός τήν δημιουργία καθαρά Ἐθνικοῦ Στρατοῦ: Πρῶτος εἰσήγαγε τόν θεσμό τῶν “Θεμάτων”: Στρατιωτικές περιφέρειες, στίς ὁποῖες ἐκχώρησε κτήματα σέ ἐλεύθερους ἀγρότες, μέ ἀντάλλαγμα τήν κληρονομική στρατιωτική θητεία τους. Τό στράτευμα πλέον θά εἶχε ὡς ὑποδομή του ἐλεύθερους γαιοκτήμονες - στρατιῶτες.
Ἡ ὥρα ἀντεπιθέσεως τῆς Αὐτοκρατορίας εἶχε σημάνει:
Τό φθινόπωρο τοῦ 622 εἰσβάλει στήν Ἀρμενία κατατροπώνει τό Ἱππικό τοῦ εχθροῦ. Ὑπερφαλαγγίζει τούς Πέρσες, βρίσκεται στά νῶτα τους, ἐνεδρεύει, κυκλώνει καί τούς νικᾶ κατά κράτος. Στίς 20 Ἀπριλίου 624 ξεκινᾶ νέα ἐκστρατεία. Ὁ Ἡράκλειος αἰφνιδίασε κυριολεκτικά τούς Πέρσες. Κατέλαβε τήν Θεοδοσιούπολι καί τό Τίβιο, εἰσέβαλε στήν Ἀτροπατηνή Μηδία[17] συντρίβοντας τόν προσωπικό στρατό 40.000 ἀνδρῶν τοῦ Πέρση βασιλέως[18], κατέλαβε τήν Γάζακο, πυρπόλησε τόν μέγα ναό τοῦ Πυρός. Καταδιώκοντας τόν Χοσρόη Β’, κατέλαβε καί τήν Θηβορμαΐδα καί ἔσβησε τό θεωρούμενο “ἄσβεστο πυρ” τοῦ Ζωροάστρη, ἐκδικούμενος γιά τά ὅσα διεπράχθησαν στά Ἱεροσόλυμα.[19] Ὁ Χοσρόης Β’ μόλις πού κατάφερε νά διαφύγη…
Ἀκολουθεῖ ἡ συντριβή τριῶν περσικῶν στρατιῶν: Τόν Σαραβλαγγά τόν κατενίκησε καί σκότωσε. Κατόπιν, κατετρόπωσε τό στράτευμα τοῦ Σαήν, ὁ ὁποῖος καί τραυματίσθηκε. Μετά, στήν περιοχή Τιγρανόκερτα, διέλυσε τό στράτευμα τοῦ Σαρβαραζᾶ, ὁ ὁποῖος τράπηκε σέ φυγή. Τόν Μάρτιο τοῦ 626 στόν ποταμό Σάρο τόν ξανανικᾶ. Σεπτέμβριο τοῦ 627 ὁ Ἡράκλειος ἀρχίζει ξανά τήν προέλασί του. Ἀκάθεκτος εἰσβάλει στήν Ἀτροπατηνή Μηδία, λεηλατή τήν Οὐρμία, διασχίζει τά Κορδυαῖα Ὄρη καί καταφθάνει στήν πεδιάδα τῆς Μεσοποταμίας.
Ὁ Ἡράκλειος ἡγούμενος τῶν στρατευμάτων του (πίνακας τοῦ Χρήστου Γιαννόπουλου)
Στίς 12 Δεκεμβρίου 627, ξεκινοῦσε ἡ πολύωρη καί ἀπίστευτα σκληρή μάχη τῆς Νινευί. Ὁ Ἡράκλειος μονομάχησε προσωπικά μέ τόν στρατηγό Ραζάτη καί τόν σκότωσε! Σχεδόν ὅλοι οἱ Πέρσες ἀξιωματικοί ἔπεσαν νεκροί, ἐνῶ 4 ἕως 6.000 Πέρσες ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης, μέχρι πού ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή.
Μετά τήν μάχη συνέχισε τήν προέλασί του πρός τήν πρωτεύουσα τῆς Περσίας, Κτησιφώντα. Ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 628 κατέλαβε τήν βασιλική πρωτεύουσα Δασταγέρδη, ἀπό τήν ὁποία ὁ Χοσρόης Β΄μόλις εἶχε προλάβει νά διαφύγη…
Ἀπό ἐκεῖ πρότεινε στόν Χοσρόη εἰρήνη μέ ἐπάνοδο στά σύνορα τοῦ 591. Ὁ Χοσρόης Β’ ἀρνήθηκε, ἀλλά ὁ διάδοχος Καββάδης καί ὁ στρατηγός Γουσδανάσπας τόν ἐκτέλεσαν καί συνθηκολόγησαν!
Ἡ ἑλληνοπερσική σύγκρουσις πού εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν 5ο αἰώνα π.Χ. καί διαρκέσει παραπάνω ἀπό χιλιετία ἔληγε ὁριστικά. Ὅπως σημειώνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «Ἡ περσική νίκη τοῦ Ἡρακλείου φέρνει στήν Ἀνατολή τά σύνορα τοῦ Βυζαντίου, πέρα ἀκόμη καί ἀπό τά ὅρια τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, συνδέοντας τή βυζαντινή παράδοση μέ τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου».[20]
Ὁ πρῶτος Σταυροφόρος
Ὅταν τήν Δευτέρα, 5 Ἀπριλίου τοῦ 622 ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος ξεκινούσε τήν ἐκστρατεία του κατά τῶν Περσῶν, η τελετή ἔμοιαζε μέ «ἀληθινό σταυροφορικό ξεκίνημα».[21] Εἶχε ἤδη λάβει τήν θεία μετάληψι καί ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλούς στρατιώτης προσευχήθηκε στήν Ἁγία Σοφία. Κατόπιν ἐνώπιον λαού καί Στρατοῦ ὑψώνει τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ “ἀχειροποιήτου”.
Σχεδόν 8 χρόνια ἀργότερα, ἀρχές τοῦ 630, στήν Ἱεράπολι ὁ Τίμιος Σταυρός παραδόθηκε στόν Ἡράκλειο. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἔσπευσε στά ἀπελευθερωμένα Ἱεροσόλυμα μέσα σέ κῦμα ἐνθουσιασμοῦ.
Ἦταν 21 Μαρτίου 630. Ὁ Ἡράκλειος μπροστά στό κατασυγκινημένο πλῆθος καί φορώντας μόνο ἕνα λευκό χιτώνα μετέφερε πεζός στούς ὤμους του τόν Τίμιο Σταυρό καί ἀκολουθούμενος ἅπό τόν Πατριάρχη Μόδεστο καί τόν κλῆρο, τόν ἀποκατέστησε στήν θέσι του ἐπί τοῦ Γογλοθᾶ. Ἐκεῖ εἶναι πού ὁ κλῆρος ἔψαλε τό ἀπολυτίκιο τοῦ Σταυροῦ: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ Σου, πολίτευμα».
Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Ἡ πανηγυρική αὐτή πράξη συμβόλιζε τή νικηφόρα ἔκβαση τοῦ πρώτου μεγάλου θρησκευτικοῦ πολέμου τῆς χριστιανοσύνης».[22]
Ὁ Ἡράκλειος ἀποκλήθηκε «Ὁ πρῶτος Σταυροφόρος». Ἡ ἀναστήλωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντυπωσίασε ὅλον τόν κόσμο καί «λόγω τοῦ ὀνόματός του ὁ πολύς λαός τόν θεωροῦσε ἀπόγονο τοῦ Ἡρακλῆ».[23] Ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δύσεως μέχρι τούς Ἰνδούς, κατέφθασαν δῶρα καί συγχαρητήρια.
Ἡ πλήρης ἑλληνοποίησις τοῦ Κράτους
Ἀμέσως μετά τήν τελειωτική νίκη του κατά τῶν Περσῶν, ὁ Ηράκλειος προχώρησε σέ μεταρρυθμίσεις τοῦ ἀπέβλεπαν στήν ὁριστική καί πλήρη ἑλληνοποίησι τῆς Αὐτοκρατορίας.
Τό ἔτος 627 (ἤ 629) ἡ ἑλληνική ἔγινε ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους. Παράλληλα, τό 629 οἱ λατινικοί τίτλοι “Flavius”, “Imperator”, “Caesar” καί “Augustus” (Φλάβιος, Αὐτοκράτωρ, Καίσαρ καί Αὔγουστος), ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασιλεύς» μέ τήν προσθήκη «πιστός ἐν Χριστῷ». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev, ὁ τίτλος Βασιλεύς ἦταν «συνήθης στά μέρη ἐκεῖνα τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου ὠμιλεῖτο ἡ Ἑλληνική».[24] Τό ὅτι ὁ τίτλος “Βασιλεύς” δέν υἱοθετήθηκε γιά ἄλλο σκοπό παρά στά πλαίσια καθολικοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Κράτους ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ἔγινε ταυτόχρονα μέ τήν ἐπισημοποίησι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τήν ἀλλαγή ὅλων τῶν κρατικῶν τίτλων ἀπό τά λατινικά στά ἑλληνικά.
Ὑπῆρξε ἐκεῖνος πού μετέτρεψε τήν Αὐτοκρατορία ἀπό ἑλληνιστική - ἑλληνορωμαϊκή σέ καθαρά Ἑλληνική. Κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «…ἐπί Ἡρακλείου συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλληνικότης τοῦ κράτους».[25]
Ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher: «…μετά τήν πλήρη ἐξελλήνισιν τοῦ ἀνατολικοῦ κράτους, “Ρωμαῖος” ἐσήμαινε τόν ἑλληνιστί λαλούντα πολίτην του, ἐν τέλει δέ τόν Ἕλληνα».[26] Καί συμπληρώνει ὁ Charles Diehl: «Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ μοναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στηρίγματα πού ἐξασφάλισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδωσαν τόν χαρακτήρα της ἐπί αἰῶνες: τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδοξία».[27]
Ὁ Ἡράκλειος καί πίσω του ὁ Τίμιος Σταυρός (http://stin-e-taxi.blogspot.com/2012/01/blog-post_3244.html)
Μία ἀκόμη ἐνέργεια πού καταδεικνύει τήν στροφή τοῦ Ἡρακλείου πρός τήν ἑλληνοποίησι σέ ὅλους τους τομεῖς, ἀποτελεῖ ἡ πρόσκλησις τοῦ πανεπιστήμονος Στεφάνου Ἀλεξανδρέως[28] ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε "Οἰκουμενικός Διδάσκαλος" μέ σκοπό νά ἀναδιοργανώση σέ καθαρά ἑλληνικά πρότυπα τήν ἀνωτάτη παιδεία στό “Πανδιδακτήριον”, ὅπου δίδαξε Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη καί τά μαθήματα τῆς “τετράκτυος”: Γεωμετρία, Ἀριθμητική, Ἀστρονομία καί Μουσική.
Δυστυχῶς, τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἡ καταπόνησις ἀπό τίς ἐκστρατεῖες διετάραξε τήν σωματική καί ψυχική τοῦ ὑγεία.[29] Ἔτσι δέν μπόρεσε νά ἡγηθῆ καί πάλι ὁ ἴδιος καί νά ἐμποδίση τήν ἀραβική κατάκτησι τῶν ἐδαφῶν πού εἶχε ἀπελευθερώσει. Μέ τίς στρατηγικές ἱκανότητές του, πιθανότατα τά γεγονότα νά εἶχαν ἄλλη κατάληξι. Ἦταν ὅμως πλέον καταπονημένος καί γηρασμένος.
Ἀκόμη καί αὐτό ὅμως -ἄθελά του- λειτούργησε θετικά γιά τήν ἀπόλυτη ἑλληνοποίησι τοῦ Κράτους πού ἐπεδίωξε: Ἡ ἀραβική κατάκτησις Συρίας, Παλαιστίνης καί Αἰγύπτου, σήμανε τό τέλος τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς. Ἀλλά παράλληλα, ἡ Αὐτοκρατορία συσπειρώθηκε στίς παραδοσιακές κοιτίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τήν Μικρά Ἀσία, τήν Ἑλληνική Χερσόνησο καί τήν νότιο Ἰταλία. Ὁ Vasiliev γράφει: «Ἐδαφικῶς περιορισμένη ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ἔγινε ἕνα Κράτος μέ ἑλληνικό πληθυσμό, κυρίως, ἄν ὄχι πλήρως…».[30]
“Πλούταρχε σιγά τούς παραλλήλους γράφων…”
Ὁ Ἡράκλειος πέθανε στίς 11 Φεβρουαρίου τοῦ 641.
Ἡ ἐποχή του ἐγκαινίασε τόν ὁριστικό μετασχηματισμό τοῦ Κράτους, ἀφοῦ, ὅπως παραδέχεται ὁ σοβιετικός Μ. Levtchenko: «τό Βυζάντιο ἔχασε τό χαρακτήρα τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας καί πῆρε τήν μορφή ἑνός Ἀνατολικοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους».[31]
Δέν ὑπῆρξε ἁπλῶς ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Αὐτοκράτορες τῆς “Βυζαντινῆς” Αὐτοκρατορίας. Χαρακτηρίζεται ὡς «Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τοῦ Βυζαντίου». Διότι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος συνέτριψε τό πρῶτο ὀργανωμένο Περσικό Κράτος τῶν Ἀχαιμενιδῶν, ἔτσι ὁ Ἡράκλειος συνέτριψε τό δεύτερο Περσικό Κράτος τῶν Σασσανιδῶν. Ὁ Ρῶσος ἱστορικός Θ. Οὐσπένσκι συνέκρινε τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Ἡρακλείου μέ ἐκεῖνες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.[32] Κατά τόν Ernest Stein ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος τῶν Αὐτοκρατόρων.[33]
Ὁ Ἡράκλειος συγκαταλέγεται στούς μέγιστους Στρατηγούς τῆς Ἱστορίας. Ἀπίστευτα ἀνδρεῖος, πάντοτε πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή ἔδινε τό παράδειγμα καί ἐνέπνεε τήν ἀγάπη καί τόν ἐνθουσιασμό τῶν ἀνδρῶν του. Κατά τόν Κ. Ἄμαντο «ἀπεδείχθη ὁ τολμηρότερος ἀλλά καί ὁ περισσότερον μελετημένος στρατηγός τοῦ Βυζαντίου».[34] Ἐφήρμοσε τήν τακτική τοῦ κεραυνοβόλου πολέμου, τῶν αἰφνιδιαστικῶν ἑλιγμῶν, τῆς διεισδύσεως στά μετόπισθεν τοῦ ἐχθροῦ καί τῆς ἀποκοπῆς τῶν βάσεών του.
Κατά τήν Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου ἦταν «ἀποφασιστικός, θαρραλέος, ἰδιοφυής στρατιωτικός καί μέ ὀργανωτικάς ἱκανότητας πολιτικάς. Αἱ ἐνέργειαί του δεικνύουν ὀρθήν ἐκτίμησιν τῆς ἑκάστοτε πολιτικῆς καταστάσεως, μετριοπάθειαν, ροπήν πρός καινοτομίας ἀλλά καί καλήν προετοιμασίαν τῶν σχεδιαζομένων».[35] Ὁ Louis Brehier τόν χαρακτήρισε τόν μέγιστο στρατηγό μετά τόν Τραϊανό.[36]
Χάρτης μέ τήν πορεία τῶν ἐκστρατειῶν τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου κατά τῶν Περσῶν
Ὡς ἄνθρωπος ἦταν κατά τόν Ἀνδρέα Στράτο «ἐξαιρετικά γενναιόφρων καί ἀνθρωπιστής μέ μεγάλη εὐαισθησία ψυχῆς».[37] Ὁ Ἡράκλειος ὑπῆρξε ἕνας πολύ εὐσεβής ἡγέτης, ἀπόλυτα πιστός στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά χωρίς ἴχνος μισαλλοδοξίας. Ἀπό τίς πρῶτες ἐνέργειές του ὅταν ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, ἦταν νά ἀπαγορεύση ὅλους τούς διωγμούς γιά δογματικά ζητήματα. Μετά τίς νικηφόρες ἐκστρατεῖες του, ὁ Βασιλεύς συζήτησε μέ τόν Πατριάρχη Σέργιο Α’ τήν ἀνεύρεσι ἑνός γενικά ἀπόδεκτού σχήματος συμβιβασμοῦ ὀρθοδοξίας καί μονοφυσιτισμοῦ. Ὁ Πατριάρχης Σέργιος τό 638 τήν «Ἔκθεσιν», μέ τήν ὁποία διετύπωνε τόν “μονοθελητισμό”. Ἡ καλοπροαίρετη συμβιβαστική ἀπόπειρα δέν προλάβαινε νά πετύχη, ἀφοῦ ἄρχιζε ἤδη ἡ ἀραβοϊσλαμική πλημμυρίδα.
Διέθετε μεγάλη μόρφωσι καί συνέγραψε πολλές μελέτες. Μερικοί τίτλοι τους εἶναι: «Σύνταγμα Ἡρακλείου του βασιλέως ἐκ τῆς ἀστρώας κινήσεως», «Βροντολόγιον ἀποτελεσματικόν», «Ἡρακλείου αὐτοκράτορος περί Χημείας», «ΙΙ κεφάλαια περί χρυσοποιείας» κ.ἄ.
Ὑπῆρξε βαθύτατα εὐσεβῆς καί ἤθελε νά στηρίξη τήν βασιλεία στήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ καί ὄχι στόν φόβο, ἀντιτιθέμενος ἔτσι στήν ἀνατολίτικη δεσποτική νοοτροπία: «Ἐμοί μέν ὑμᾶς ὡς ἀδελφούς ἡ σχέσις καί τῆς βασιλείας ὁ τρόπος συνήρμοσεν. Ἐξουσίαν γάρ οὐ τοσοῦτον ἐν φόβῳ ὅσον προλάμπειν ἐν πόθῳ θεσπίζομεν». [38]
Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ Πορφυρογέννητος τόν χαρακτήρισε «μέγα» καί ὁ Μιχαήλ Ψελλός «θαυμάσιον». Ὁ Μιχαήλ Χωνιάτης ἔγραφε στόν Αὐτοκράτορα Θεόδωρο Α’ Λάσκαρι «οὐδένα τῶν βασιλέων τῶν ἐπί τῆς Πόλεως βασιλευσάντων ἰσοστάσιον σοί νομίζω, ἀλλ’ ἐν μέν νεωτέροις τόν μέγαν Βασίλειον τόν Βουλγαροκτόνον, ἐν δέ τοῖς ἀρχαιοτέροις τόν γενναῖον Ἡράκλειον. Οὗτοι γάρ μόνοι μέχρι μακροῦ τοῖς πολεμίους κατηγωνίσαντο καί τά μέγιστα τῶν ἐθνῶν δουλωσάμενοι ἀήττητοι διαμεμενήκασι»
Ἀπετέλεσε καί γιά τήν Δύσι τό πρότυπο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἱππότου. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ Ἀνδρέας Στράτος: «Ἡ ἐπική ποίηση τῶν Γάλλων θά ἀναπτύξει σέ φανταστικές διαστάσεις τόν ὡραῖο τύπο τοῦ ἱππότη, τοῦ δυνατοῦ, τοῦ χριστιανοῦ, τοῦ “Eracles”».[39]
Ὁ Γεώργιος Πισίδης, στήν γεμάτη ἀρχαῖες ἀναμνήσεις «Ἡρακλειάδα» του, ἔγραψε γιά τόν Αὐτοκράτορα:
«Πού νῦν Ἀπελλῆς, πού λαλῶν Δημοσθένης,
ὅπως ὁ μέν σωματώσας τούς πόνους,
ὁ δ’ αὖ τά νεῦρα τῶν λογισμῶν ἀρμόσας,
ἔμπνουν ἀναστήσωσι τήν σήν εἰκόνα;…
Πλούταρχε σιγά τούς παραλλήλους γράφων.
Τί πολλά κάμνεις καί στρατηγούς συλλέγεις;
Τόν δεσπότην ἔκφραζε καί γράφεις ὅλους…».
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)
ΥΠΟΣΗΜEΙΩΣΕΙΣ:
[1] Σπ. Λάμπρου «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», Τόμος Γ’ σελ. 668.
[2] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 45.
[3] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 306.
[4] Βλπ. Ἰωάννου Νικίου «Παγκόσμιον Χρονικόν» καί Κωνσταντίνου Μανασσῆ «Σύνοψις Ἱστοριῶν».
[5] Βλπ. Κ. Παπαρρηγοπούλου «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», βιβλίο ἔνατο, σελ. 265, Π. Καρολίδου «Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος» σελ. 8 - 9 καί Η. Λάσκαρη «Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες» τόμος Α’, σελ. 84, 181.
[6] Βλπ. Παύλου Καρολίδου «Καππαδοκικά, ἤτοι πραγματεία ἱστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας», Τόμος Α’, σελ. 346 - 354. Μήν ξεχνάμε ἐξ’ ἄλλου ὅτι ἀπό τήν Καππαδοκία κατήγοντο οἱ μεγάλοι Ἕλληνες Πατέρες ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης καί οὐδείς ἀμφισβητεῖ τήν ἑλληνική καταγωγή τους.
[7] Οἱ ἱστορικοί τῆς ἐποχῆς εἶχαν συχνά τήν τάσι νά ἀναγάγουν τήν καταγωγή τῶν βασιλέων σέ βασιλικούς οἴκους, γιά νά ἐξάρουν τό κῦρος τους.
[8] M. Whitby «The History of Theophylact Simocatta», σελ. 91-92, 106, 107, Oxford: Claredon Press.
[9] «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων», σελ. 43. Ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ: «Ἀκόμα, κι ἄν ὑποθέσουμε πώς ἡ οἰκογένεια εἶχε ἐξελληνιστεῖ πλήρως, αὐτό δέν ἀπαγορεύει τήν ὕπαρξη ἑνός ἀρμενικοῦ ὀνόματος, ἀκόμα καί μέ ἑλληνική παραφθορά, ἀλλά κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει. Ἀντιθέτως, τά ὀνόματα τῶν Ἀρσακιδῶν καί τῶν Ἀρμενίων βασιλέων τοῦ 6ου - 8ου αἰ. εἶναι τέ-λείως διαφορετικά, ὅπως γιά παράδειγμα, Χοσρόφ, Τιγράνης, Ἀρσάκης, Βαρασδάτης, Ἀρταξίας, Σουνέν, Βαράζ, Σμπάτ, Σαχραπλακᾶν, Ἄσωτ, Σαράκ, Μουσέλ, Ταχάτ».
[10] Βλπ. καί C. Cawley «Byzantium 395 – 1057, Family of Emperor Heracleios 610 - 711» Medieval Lands Project. Foundation for Medieval Genealogy.
[11] P. Charanis «Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23 - 44. Ἄλλωστε εἶναι γνωστό ὅτι οἱ βυζαντινοί εἶχαν μία γενικότερη δυσπιστία ἔναντι τῶν Ἀρμενίων, συνεπῶς ὅλοι οἱ ἱστορικοί καί χρονικογράφοι φρόντιζαν νά ἀναφέρουν ἐάν κάποιος -καί ἰδίως Αὐτοκράτωρ- ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς.
[12] 1.714.
[13] Οἱ Ἀρμένιοι καί γενικότερα ὁ ἀρμενοειδής τύπος εἶναι ἐλαφρά μελαμψοί στό δέρμα, μέ μαῦρα ἕως καστανά μάτια καί μαλλιά, βραχύ κεφάλι καί γαμψή μύτη.
[14] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» σελ. 275.
[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 248.
[16] Ἐμμανουήλ Καρακώστα «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων» σελ. 44.
[17] Πρόκειται γιά τό σημερινό Ἀζερμπαϊτζᾶν.
[18] Ὁ Πέρσης στρατηγός τῶν προφυλακῶν τῆς πόλεως ἔπεσε καί ὁ ἴδιος νεκρός στό πεδίο τῆς μάχης.
[19] Ἡ πόλις αὐτή ἐθεωρεῖτο ἡ γενέτειρα τοῦ Ζωροάστρη.
[20] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 26.
[21] Ι. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 128.
[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 170.
[23] Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 30.
[24] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 255.
[25] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250.
[26] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας»
[27] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 33.
[28] Ὁ Στέφανος (580 - 642) ἦταν μᾶλλον Ἀθηναῖος, ἀλλά δίδασκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν φιλόσοφος, μαθηματικός, ἀστρονόμος, ἰατρός καί πιθανῶς ἀλχημιστής. Εἶναι ὁ τελευταῖος Ἀλεξανδρινός φιλόσοφος πρίν τήν ἀραβική κατάκτησι.
[29] Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι αὐτός ὁ γενναῖος ἄνδρας, ἄρχισε ξαφνικά νά φοβᾶται τό νερό καί κατά τήν ἐπιστροφή του, κατασκευάσθηκε εἰδική γέφυρα γιά νά περάση ἀπό τήν Ἱέρεια στήν Κωνσταντινούπολι.
[30] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 271 - 272.
[31] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 165 (Ἐκδόσεις Πολικός, 1955)
[32] Στό ἔργο του «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» (Τόμος Ι σελ. 684).
[33] «Introduction a l'histoire et aux institutions byzantines», σελ. 103.
[34] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 289.
[35] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 14.
[36] «Vie et mort de Byzance», σελ. 50.
[37] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 227.
[38] Γ. Πισίδη Exp. Pers. II 88-119.
[39] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 243.