ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α' Ο ΔΙΚΟΡΟΣ: Ο ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΠΟΥ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΝΙΑ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Ὁ Ἀναστάσιος Α’ καταγόταν ἀπό τό Δυρράχιο τῆς Ἠπείρου, πού ἦταν ἑλλη­­νικῆ πόλις, γι’ αὐτό καί ὁ Ι. Μαλάλας τόν ἀναφέρει «ὁ Δυρραχηνός, ὁ ἀπό τῆς νέας Ἠπείρου».[1] Γιά τήν καταγωγή τοῦ ὁ Ἐμμ. Καρακώ­στας γράφει: «Ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀπό ἱστορικούς ὡς Ἰλλυρικιανός (Illyricia­nus), γιατί ἦταν κάτοικος τῆς ἰλλυριακῆς ἐπαρχίας, ἀλλά αὐτό δέν συνεπάγεται τήν ἰλλυρική καταγωγή του…[2] ὡς γνωστόν τό Δυρράχιο, ἡ πα­λαιά Ἐπίδαμνος, εἶναι ἑλλη­νι­κή πόλη, ἱδρυ­θεί­σα τό 627 ἤ 625 π.Χ., ἀπό Κορίνθιους καί Κερκυ­ραί­ους. Ἀπό τά πα­ρα­πά­νω λοι­πόν, συνεπάγεται ὅτι ὁ Ἀναστάσιος ἦταν Ἕλ­­ληνας».[3] Ἔμεινε γνωστός ὡς “δίκορος”, διότι οἱ κόρες τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ εἶχαν διαφορετικό χρῶμα, ἡ μία γαλανό καί ἡ ἄλλη καστανό. Ἡ στέψις τοῦ ἔγινε στίς 11 Ἀπριλίου 491 στόν Ἱππόδρομο καί προ­κά­λεσε θύελλα ἐνθουσια­σμοῦ, διότι μετά ἀπό τόν “βάρβαρο” Ἴσαυ­ρο, τόν θρόνο ἔπαιρνε ἕνας Αὐτο­κρά­τορας ἑλληνικῆς κατα­γω­γῆς, καί o λαός φώναζε: «ὡς ἔζησας, οὕτως βασίλευσον. Εὐσε­βῶς ἔ­ζη­σας, εὐσεβῶς βασίλευ­σον».[4]

Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τούς Ἰσαύρους καί τό “Μακρόν Τεῖχος”

Ἀπό τήν ἔναρξι τῆς βασιλείας του, ὁ Ἀναστάσιος εἶχε νά ἀντι­μετωπίση τήν παντοδυναμία τῶν Ἰσαυρικῶν στρατευμάτων στήν πρω­τεύουσα. Ἔδρασε ἀμέσως. Ἐξόρισε στήν Θηβαΐδα τῆς Αἰγύ­πτου τόν πρωτοπατρίκιο Λογγίνο πού ἦταν ἀδελφός τοῦ Ζήνωνος καί διέταξε τήν ἀποχώρησι τῶν ἰσαυρικῶν τμημάτων ἀπό τήν Κων­­σταντινούπολι.

Οἱ Ἴσαυροι ἐξεγέρθηκαν, ἀλλά τό 492 ἡττήθηκαν στό Κοτυά­ειο τῆς Φρυγίας ἀπό τούς στρατηγούς Ἰωάννη Σκύθη καί Ἰωάννη Κυρτό. Ἀποσύρθηκαν στήν Ἰσαυρία καί προέβαλαν ἀντίστασι με­χρι τό 498, ὁπότε ὁ Ἀναστάσιος τούς ἐξανάγκασε νά ἐγκατα­στα­θοῦν στήν Θράκη, πού εἶχε ἀνάγκη ἀπό νέους ἐποίκους.

Περί τό ἔτος 493, ἔκαναν τήν ἐμφάνισί τους καί οἱ πρῶτοι Βού­­λγαροι, λαός ταταρικῆς καταγωγῆς. Ἄρχισαν νά δια­βαί­νουν τόν Δούναβη λεηλατώντας ἐπαρχίες τῆς Αὐτο­κρατο­ρίας.

Προκειμένου νά θωρακίση τήν Πρωτεύουσα, ὁ Αὐτοκράτορας προσέθεσε στό “Θεοδοσιανό”, ἕνα τεῖχος πού ξεκινοῦσε ἀπό τήν Σηλυμβρία τῆς Προποντίδος μέχρι τήν πόλι τῶν Δερκῶν στόν Εὔξεινο Πόντο. Εἶχε ὕψος 5,84 μέτρα, πλάτος 20 πόδια, μῆκος 23 χλμ. καί ὀνομάσθηκε “Ἀναστασιανό” ἤ ἁπλά “Μακρόν Τεῖχος”.

Παράλληλα, ὁ Ἀναστάσιος ἀντιμετώπισε κατά τήν διάρκεια τῆς πολυτάραχης βασιλείας τοῦ πλῆθος ἐξεγέρσεων μεταξύ τῶν Βενέτων καί τῶν Πρασίνων στήν πρωτεύουσα μέ κυριότερη ἐκείνη τοῦ ἔτους 501, πού κατεστάλη μέ τήν βία.

 

Χάρτης μέ τό Ἀναστάσειον Τείχος

 Ὁ πόλεμος μέ τούς Πέρσες

Τό ἔτος 502 ξέσπασε πόλεμος μέ τούς Πέρσες, ὅταν ὁ βασι­λεύς τούς Καβάδης, εἰσέβαλε στίς ἀρμενικές ἐπαρχίες, κατέλαβε τήν Θεοδοσιούπολι, κατόπιν τήν Μαρτυρόπολι καί τό 503 λεη­λά­τη­σε τήν Ἀμίδα, μετά ἀπό τρίμηνη πολιορκία.

Ὁ Ἀναστάσιος, ἀνέθεσε στούς στρατηλάτες τοῦ πραισέντου Πα­τρίκιο καί Ὑπάτιο νά ἀπελευθερώσουν τήν Ἀμίδα, ἐνῶ ὁ δοῦξ Εὐ­γένιος ἀπελευθέρωνε τήν Θεοδοσιούπολι.

Παράλληλα, ὁ στρατηγός Ἀρεόβινδος ὑποχρέωσε ἀρχικά τά περσι­κά στρατεύματα νά ὑποχωρήσουν, ἀλλά μετά ἀπό μία σκλη­ρή μάχη ἀναγκάσθηκε καί ἐκεῖνος νά ὑποχωρήση, μέ ἀποτέλεσμα οἱ στρατηγοί Ὑπάτιος καί Πατρίκιος νά λύσουν τήν πολιορκία τῆς Ἄμιδας καί νά σπεύσουν νά τόν βοηθήσουν.

Ὁ Ἀναστάσιος ἀμέσως ἀντικατέστησε στρατηγούς καί ἀνασυ­γκρό­τη­σε ταχύτατα τόν αὐτοκρατορικό στρατό. Ὁ δοῦξ Τι­μό­­στρα­τος καί ὁ στρατηγός Ὀρεόβινδος κατάφεραν νά περικυ­κλώ­­­σουν τίς περσικές δυνάμεις, μέ συνέπεια τήν ἀποκο­πή τοῦ ἀνε­φοδια­σμοῦ τους. Οἱ Πέρσες ὑποχώρησαν καί οἱ αὐτοκρατο­ρι­κές δυνά­μεις ὑπό τόν μάγιστρο Κέλερ ἄρχισαν νά προελαύνουν ἐντός τῆς Περσίας, φτάνοντας ἔξω ἀπό τήν Νίσιβι.

Οἱ Πέρσες ζήτησαν 7ετή ἀνακωχή καί ὁ Ἀναστάσιος δέχθηκε νά τούς πληρώνη ἐτησίως 550 λίβρες χρυσοῦ μέ ἀντάλλαγμα τό δι­καίωμα τῆς Αὐτοκρατορίας νά ὀχυρώση τίς παραμεθόριες πε­ριο­­χές. Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτορας, προέβη ἄμεσα στήν ἐνίσχυσι καί ἀνα­­­­συ­γκρότησι τῶν παραμεθορίων περιοχῶν, μέ κύριο ἔργο τήν ἀνοι­­κοδόμησι τῆς Ἀναστασιουπόλεως. Ἑνός φρουρίου - βάσεως μό­λις 5 χλμ. ἀπό τά σύνορα, τό ὁποῖο ἔγινε ἕδρα τοῦ δουκός Μεσοποταμίας.

Σύγκρουσις μέ τούς Γότθους τῆς Δύσεως

Τό ἔτος 504 οἱ Ὀστρογότθοι εἰσέβαλαν στό Σίρμιο πού τό κα­τοι­κοῦσαν Γήπαιδες καί ἦταν πρωτεύουσα τῶν Παννονίων εὐρι-σκό­μενο στήν ἐπικράτεια τῆς Ἀνα­­τολικῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τό 437. Τό 505 ὁ στρατηλάτης τοῦ Ἰλ­λυρικοῦ Σαβινιανός διετάχθη νά τούς ἐκδιώξη, ἀλλά ἀπέτυχε.

Τό 506 ὅμως, ὁ βασιλεύς τῶν Φράγκων Χλωδοβίκος βαπτιζό­ταν Χριστιανός, μαζί μέ 3.000 Φράγκους. Καί ἀσπαζόμενος τήν ὀρ­θο­δοξία, ἔγινε φυσικός ἐχθρός τῶν ἀρειανῶν Γότθων. Τό ἴδιο ἔτος οἱ Φράγκοι ἄρχισαν νά πολεμοῦν τούς Ὀστρογότθους καί τό ἐπό­μενο συνέτριψαν τούς Βησιγότθους καί κατέκτησαν τήν νοτιο­δυ­τική Γαλλία. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Τηλέμαχος Λουγγῆς «Ἀπό τό 508, οἱ ὀρθόδοξοι Φράγκοι θά γίνουν οἱ μόνοι πραγματι­κοί βέβαιοι σύμμα­χοι τῆς αὐτοκρατορίας στή Δύση…».[5] Καί τό γε­γονός αὐτό ἐπι­σ­φρα­γίσθηκε, ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἀνα­στα­σίου, ἀπένει­μαν στόν Χλωδοβίκο τούς τίτλους τοῦ πατρι­κίου καί ὑπατικοῦ.

Μέ μία ἀντεπίθεσί τους οἱ Ὀστρογότθοι τοῦ Θευδέριχου κατά­λαμβάνουν τήν Προβηγκία. Τότε ὁ Ἀναστάσιος προβαίνει σέ ἀντι­πε­ρι­σπασμό: Αὐτοκρατορικός στόλος 200 πλοίων καταλαμβάνει τόν Τάραντα τῆς νοτίου Ἰταλίας καί ἐξαναγκάζει τόν Θευδέριχο νά ἀνακαλέση στρατεύματα ἀπό τήν Γαλλία. Τελικό ἀποτέλεσμα τῶν συγκρούσεων ἦταν οἱ ὀρθόδοξοι Φρά­γκοι νά κυριαρχήσουν στήν Γαλλία[6], ἐνῶ οἱ Ὀστρογότθοι ἔγιναν κύριοι τῆς Προβηγκίας καί τῆς Ἱσπανίας.

Ὁ ἐπίσκοπος Βιέννης Ἄβιτος πάντως, γράφοντας στόν Χλωδο­β­ίκο, ὅτι τόν θεωροῦσε στήν Δύσι, ὅτι ἦταν στήν Ἀνατολή ὁ Αὐ­το­κρά­τορας, τοῦ ἔγραφε: «Ἡ Ἑλλάδα (Graecia) μπορεῖ νά χαίρε­ται πού ἔχει ἐκλέξει ἕναν δικό μας (σ.σ. ἐννοεῖ ὀρθόδοξο) αὐτο­κρά­το­ρα».[7] Τό γεγονός εἶναι συγκλονιστικό: Καταδεικνύει τό πόσο ἑλλη­­νι­­κή θεωροῦσαν οἱ δυτικοί τήν Ἀνατολική Αὐτοκρα­το­ρία, ὥστε νά τήν ἀποκαλοῦν “Graecia”!...

Ἡ ἐξέγερσις τοῦ Βιταλιανοῦ

 Ὁ μόνος τομέας στόν ὁποῖο ἀτύχησε ὁ Ἀναστάσιος, ἦταν στήν θρησκευτική του πολιτική. Ἀρχικά ἐμφανίσθηκε ὀπαδός τῆς συμβι­βαστικῆς λύσεως τοῦ “Ἑνωτικοῦ”. Σταδιακά ὅμως ἄρχισε νά εὐνοεῖ τόν “μονοφυσίτη” Σεβῆρο[8] ἐρχόμενος σέ σύγκρουσι μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, τόν ὁποῖο καί ἀντι­κατέστησε μέ τόν Τιμόθεο. Τό 512 ἐπέβαλε τόν Σέ­βη­­ρο ὡς Πα­τριά­­ρχη Ἀντιόχειας.

Τά πράγματα ἐκτραχύνθηκαν, ὅταν ἀπό ἄμβωνος τῆς Ἁγίας Σο­φίας, ἀκούσθηκε στό τρισάγιο ἡ “μονοφυσίτικη” προσθήκη «ὁ σταυ­ρωθεῖς δί’ ἠμᾶς». Ὁ κόσμος ἐξαγριώθηκε καί ὁ Ἀναστά­σι­ος ἐμφανίσθηκε στόν Ἱππόδρομο χωρίς τό διάδημα, ἀποφασι­σμέ­νος νά παραιτηθῆ. Τότε ὁ λαός συγκινήθηκε καί ἡ ἐξέγερσις κατέ­λη­ξε σέ ἐπευφημίες ὑπέρ του.

Τά γεγονότα ἐκμεταλλεύθηκε ὁ γοτθικῆς καταγωγῆς “φοι­δε­ράτος” Βιταλιανός, ὁ ὁποῖος προφασιζόμενος τήν ὑπεράσπισι τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, συγκέντρωσε τό 513 ἰσχυρότατο στρά­τευ­μα τό ὁποῖο νίκησε τά αὐτοκρατορικά στρατεύματα τοῦ στρα­τη­γοῦ Ὑπα­τίου ἐνῶ ἀκολούθησε καί ἄλλη ἧττα στήν Ὀδησσό.

Μέ περικυκλωμένη τήν πρωτεύουσα καί στόλο τῶν ἐπανα­στα­­τῶν στόν Εὔξεινο Πόντο, τό 514 ὁ Ἀναστάσιος προσωρινά συν­θη­­κο­λό­­γησε, ἀποκατέστησε τούς ὀρ­θο­δό­ξους ἐπισκόπους καί διό­ρισε τόν Βιταλιανό στρα­τη­λάτη τῆς Θράκης.

Τό 515 οἱ ἐχθροπραξίες ἐπαναλήφθηκαν καί ὁ Βιταλιανός κα­τέ­λαβε ἕνα προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά μέ πρω­το­βουλία τοῦ Ὑπάρχου Μαρίνου, ὁ ἐχθρικός στόλος πυρπολήθηκε μέ «μῖγμα λεπτόν», κατά τόν χρονογράφο Ζωναρᾶ. Ἡ καθηγήτρια Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου γράφει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Μα­ρί­νος «κατά τάς ὁδηγίας τοῦ Πρόκλου[9] ἐχρησιμοποίησε θεῖον ἄ­πυ­­ρον καί κατέκαυσε τά πλοῖα τοῦ Βιταλιανοῦ».[10] Πρόκειται πι­θα­­νότατα γιά τήν πρώτη χρῆσι τοῦ βυζαντινοῦ ὅπλου πού ἔγινε ἀργότερα εὐρύτατα γνωστό ὡς «Ὑγρόν Πῦρ». Αὐτό ὑπῆρξε τό τέ­λος τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ Βιταλιανοῦ, πού ὑπο­­χώ­ρησε ἡττημένος.

Νόμισμα τοῦ Αναστασίου Α΄ τοῦ Δικόρου

Οἰκονομική καί κοινωνική πολιτική τοῦ Ἀναστασίου

Ὁ Ἀναστάσιος Α’ χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Προκόπιο ὡς νέος Ἀγησίλαος καθώς καί «προνοητι­κό­τα­τος τέ καί οἰκονομικώτατος πά­ντων αὐτοκρατόρων».[11] Τά πιό ση­μα­ντικά μεταρρυθμιστικά μέ­τρα του εἶναι τά ἑξῆς:

- Περιέστειλε τίς περιττές κρατικές δαπάνες μειώνοντας στό ἐλάχιστο τήν χλιδή καί πολυτέλεια τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς.

- Ρύθμισε τήν δίκαιη ἀπονομή ἀποζημιώσεως γιά τήν πα­ρά­δο­σι ἀγροτικῶν προϊόντων ἀπαραιτήτων γιά τό στράτευμα καί τήν δίκαιη κατανομή τῶν βασικῶν ἀγαθῶν.

- Κατήργησε τόν ἐπαχθῆ φόρο τοῦ “χρυσαργύρου” πού ἐπι­βά­ρυνε μέχρι τότε κυρίως τά λαϊκά στρώματα.

- Σταθεροποίησε τό χάλκινο νόμισμα (φόλλις), σέ ἀντιστοι­χία μέ τό χρυσό, εὐνοώντας τήν μεσαία τάξι καί τόν ἐμπορικό - βιο­­τ­ε­χνι­κό κλάδο.

- Κατήργησε τίς ἀπαλλαγές τῶν γαιοκτημόνων καί τούς ἐπέβαλε νά καταβάλουν τήν «χρυ­­­σοτέ­λεια τῶν ἰούνων», δηλαδή φό­ρο πού νά ἀντιστοιχῆ στήν ὑπο­χρέ­ωσί τους νά τροφοδοτοῦν μέ στρατιῶτες τό στράτευμα.

- Ἐπέβαλε τελωνειακό φόρο σέ ὅλα τά πλοῖα πού περνοῦσαν μέ ἐμπορεύματα τόν Βόσπορο καί τόν Ἑλλήσποντο.

- Βελτίωσε τήν στρατιωτική δικαιοσύνη, εὐνοώντας τούς στρα­τιῶτες.

- Ἐνίσχυσε εἰδικά τίς ἐπαρχιακές πόλεις τίς Ἀνατολῆς, μέ δη­μό­σια ἔργα, κρατική ἀρωγή καί κοινωφελῆ κτίσματα. Ἱδρύσεις ναῶν καί μονῶν, ἐκβαθύνσεις λιμένων, ὀχυρώσεις οἰκισμῶν, ἱδρύ­­σεις φρουρίων, ἀνοικοδομήσεις κ.λπ.

- Ἵδρυσε νέες πόλεις (Ἀναστασιουπόλεις) στήν Μ. Ἀσία καί τήν Θράκη.

- Ἀνακατέλαβε τήν νῆσο Ἰωτάβη στήν Ἐρυθρά Θάλασσα τήν ὁποία μετέτρεψε σέ σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικοῦ ἐμπο­ρίου.

- Ρύθμισε μέ νόμο τίς σχέσεις ἀγοραπωλησιῶν.

Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὅταν πέθανε τό ἔτος 518, ἡ Αὐτοκρα­τορία διέθετε γιά πρώτη φορά στά ταμεῖα της πλεόνασμα τοῦ ὑπέ­ρογκου ποσοῦ τῶν 320.000 λίβρων χρυσοῦ!

Δικαίως ὁ Τηλέμαχος Λουγγῆς ἀναφέρει γιά τόν Ἀναστάσιο Α’ ὅτι:, «ἡ ἀδιάκοπη σταθεροποίηση καί προ­ετοιμασία τοῦ αὐτοκρά­τορος αὐτοῦ, ἐπέτρεψαν στόν μεγαλεπή­βο­λο Ἰουστι­νιανό νά ἐπιχειρήσει τήν ἀνάκτηση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτο­κρα­το­ρίας στή Δύ­ση…».[12]

Ὁ Vasiliev συμφωνεῖ γράφοντας: «Ἡ ἐπο­χή τοῦ Ἀνα­στα­σί­ου ὑπῆρξε πολύ σημαντική γιά τή μεγαλόπνοη πο­λιτική τοῦ δευτέ­ρου δια­δόχου του, Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου».[13] Ἐπίσης μέ αὐ­τόν «ἀρχίζει ἡ μεγάλη σει­ρά τῶν αὐτοκρατόρων μέ τά κατ’ ἐξο­χήν “βυζαντινά” χαρακτη­ρι­στι­­κά».[14]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Μαλάλας σελ. 391.

[2] Ἡ Ὑπαρχία Ἰλλυρικοῦ περιλάμβανε διοικητικά ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα καί ἔφθανε μέχρι τήν Παννονία. Ἀπό τό 379, διοικητικό κέντρο τῆς ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη.

[3] «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων» σελ. 52-53.

[4] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 138.

[5] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 145.

[6] Γι΄αὐτό καί ἡ Γαλλία ὀνομάσθηκε Φραγκία (France). Ἐπίσης, ἀπό τό 442, εἶχαν ἐγκατασταθῆ στήν Βρεταννία τά γερμανικά φύλα τῶν Angles καί τόν Σαξώνων. Ἀπό ἐκεῖ καί ἡ ὀνομασία Ἀγγλία καί Ἀγγλοσάξωνες.

[7] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 144.

[8]Σεβῆρος προερχόταν ἀπό εὐγενῆ ἑλληνική οἰκογένεια καί γεννή­θη­κε στήν Σωζόπολι Πισιδίας. Σπούδασε Φιλοσοφία στήν Ἀλεξάνδρεια καί Νομικά στήν Βηρυττό. Τό 488 ἀσπάσθηκε τόν Χριστιανισμό. Θεω­ρεῖται ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τοῦ “μονοφυσιτισμοῦ”.

[9] Ἀθηναίου φιλοσόφου.

[10] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 236.

[11] «Ἀνέκδοτα» σελ. 120 (19,5).

[12] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 147.

[13] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» Τόμος πρῶτος, σελ. 153.

[14] Σαράντου Καργάκου «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως», Τόμος πρῶτος, σελ. 228.