«ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324 μ. Χ. – 1081 μ.Χ. Πρώϊμη καί Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο ἔως τήν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν»
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ το νέο ιστορικό έργο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη: «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324 μ. Χ. – 1081 μ.Χ. Πρώϊμη καί Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο ἔως τήν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν»
Παρατίθεται αυτούσιος ο Πρόλογος του έργου:
Κεντρική Διάθεσις: Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ. Τρικούπη 14 (εντός στοάς). Τηλ. παραγγελιών 210 6440021
Ὁ τίτλος «Αὐτοκρατορικός Ἑλληνισμός» περιλαμβάνει δυο λέξεις πού ἡ μία ἔχει ὁρισμό πολιτικό/ἰδεολογικό καί ἡ ἄλλη πολιτισμικό/ἐκπολιτιστικό. Μέ τήν ἔννοια «Αὐτοκρατορικός» ἐκφράζουμε τήν μετάβασι ἀπό τήν πολιτική ὀργάνωσι τῆς Πόλεως - Κράτους (Κλεινόν Ἄστυ) -ὅπως αὐτή τελειοποιήθηκε κατά τήν κλασσική περίοδο- στό οἰκουμενικό πολιτικό ἰδεῶδες τῆς Αὐτοκρατορίας. Μέ τήν ἔννοια «Ἑλληνισμός» περιγράφουμε τήν διάδοσι, ἐξάπλωσι καί πολιτιστική κυριαρχία τῶν Ἑλλήνων καί ὡς συνέπεια τόν γλωσσικό, ἐθνογραφικό, πολιτιστικό καί πολιτικό ἐξελληνισμό τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου.
Ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὁ «Αὐτοκρατορικός Ἑλληνισμός» ἔχει μία σχεδόν ἀδιάσπαστη ἱστορική συνέχεια 1784 ἐτῶν πού ἀρχίζει μέ τήν ἵδρυσι τῆς Ἀλεξανδρείας τό ἔτος 331 π.Χ. καί καταλήγει στήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος 1453 μ.Χ.
Ἀποτελεῖ λοιπόν μία εὐρύτατη ἐποχή τοῦ ἱστορικοῦ βίου τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἡ ὁποία περιλαμβάνει πολλές ἐπί μέρους ἱστορικές περιόδους. Ἀλεξανδρινή Αὐτοκρατορία[1] - Ἑλληνιστικός Κόσμος - Ἑλληνορωμαϊκή Ἐποχή (Ρωμαιοκρατία) - Βυζαντινός Ἑλληνισμός (Πρώϊμος, Μέσος καί Ὕστερος) ἀποτελοῦν ἁπλά τίς φάσεις καί μεταλλάξεις του.
* * *
Ἀπό τά 1784 χρόνια “Αὐτοκρατορικοῦ Ἑλληνισμοῦ”, τά 1129 ἀνήκουν σέ αὐτό πού συμβατικά ἀποκαλοῦμε «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία». Στήν πραγματικότητα, οἱ «Βυζαντινοί» οὐδέποτε αὐτοπροσδιορίσθηκαν ἔτσι. Ὁ ὅρος ἴσχυε μόνο γιά τούς κατοίκους τῆς Πρωτεύουσας (Βασιλεύουσας) πού ἱδρύθηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «Κατ’ αὐτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντίων πόλις ἦτο ἡ Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δέ ὁ κάτοικος αὐτῆς».[2]
Θεωροῦσαν λοιπόν ἑαυτούς «Ρωμαίους» καί τό Κράτος τους «Ρωμαίων Βασιλεία» ἤ «Ρωμανία». Ἐπρόκειτο γιά αὐτοπροσδιορισμό ἰδεολογικοπολιτικό καί ὄχι ἐθνικό.[3] Τό «Βυζάντιο» ἀποτελοῦσε μέν ὀργανική συνέχεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά μέ ἄλλη πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολις ἀντί Ρώμης), ἄλλη ἐθνογραφία (Ἕλληνες καί ἐξελληνισμένοι ἀντί Λατίνων), ἄλλη θρησκεία (Χριστιανισμός ἀντί παγανισμοῦ) καί ἄλλη γλῶσσα (ἑλληνική ἀντί λατινικῆς).[4] Ὑπῆρξε δηλαδή «Ρωμαϊκή κατ’ ὄνομα»[5], γι’ αὐτό τό «Ρωμαῖος» κατέληξε νά σημαίνη πλέον «τόν Ἕλληνα καθ’ ὅλου, τόν χριστιανόν φυσικά Ἕλληνα».[6] Καί ἡ Αὐτοκρατορία νά θεωρεῖται «ἑλληνική συγχρόνως καί ρωμαϊκή».[7]
Σταδιακά ἀπό τόν 6ο καί κυρίως ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἔπειτα, στήν λατινοφραγκική Δύσι ἐπικράτησε ὁ ὅρος Imperium Graecorum (Ἑλληνική Αὐτοκρατορία) καί «Graeci».[8] Ὁ ὅρος Ἑλληνική Αὐτοκρατορία παρέμεινε σέ ἰσχύ στήν Δύσι -κυρίως στήν Γαλλία («Empire Grec») μέ πρῶτο τόν Montaigne- καί μετά τήν πτώσι της, μέχρι τόν 16ο αἰώνα. Λόγοι σκοπιμότητος ἀπέρριπταν τόν χαρακτηρισμό τῆς Αὐτοκρατορίας μέ τήν ἐπίσημη ὀνομασία της, ἀφοῦ κάθε τί «ρωμαϊκό» ἔπρεπε νά προέρχεται ἀπό τήν Δύσι.
Μέ εὐρεία ἔννοια ὁ ὅρος «Byzantinus» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά, γιά νά περιγράψη τούς διαφυγόντες Ἕλληνες λογίους στήν Ἰταλία, μετά τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453. Ἔτσι, ὁ νεολογισμός «Βυζάντιο» - «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε ὡς ἐπιστημονικός ὅρος γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Hieronymus Wolf τό 1562 (Byzantinae Historiae). Ἀκολούθησαν ὁ Philippe Labbe καί ὁ Charles Du Cange τό 1680 (Historia Byzantina), οἱ ὁποῖοι ὅμως συνέχισαν παράλληλα νά χρησιμοποιοῦν καί τόν ὅρο «Empire Grec» (Ἑλληνική Αὐτοκρατορία).[9] Σταδιακά ὁ ὅρος ἐπικράτησε στήν ἐπιστημονική κοινότητα. Θεωροῦμε ὅτι -ἄν καί εἰσαγόμενος- ὁ ὅρος «Βυζαντινός» δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀδόκιμος γιά νά περιγράψη τόν μεσαιωνικό Ἐλληνισμό. Διότι παράγεται ἀπό τήν ὀνομασία τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἐπίκεντρο τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μέ τήν περίοδο τοῦ «Μυκηναϊκοῦ» Ἑλληνισμοῦ.[10]
Ἡ περίοδος τοῦ “Διαφωτισμοῦ” (τέλη 17ου - ἀρχές 18ου αἰ.) ἀποπειράθηκε νά κακοποιήση τήν ἱστορία τῆς ὑπερχιλιετούς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Γάλλοι Voltaire καί Montesqieu, ἀντιμετώπισαν τήν «Empire Grec» μέ ἔκδηλη ὑποκειμενικότητα, ἐμφανῆ ἐμπάθεια καί ἀντιχριστιανική προκατάληψι. Τό ἴδιο καί ὁ Ἄγγλος Ed. Gibbon. Κύριο χαρακτηριστικό τους ὑπῆρξε ἡ ἔλλειψις πηγῶν, ἡ αὐθαιρεσία συμπερασμάτων καί τό ὑβριστικό ὕφος.
Ἀπό τόν 19ο αἰώνα ὅμως, σημειώθηκε ἡ ἀναγέννησις τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν. Καί μέ τό πέρασμα στόν 20ο αἰώνα οἱ ἕδρες «βυζαντινολογίας» ἐξαπλώθηκαν στά Πανεπιστήμια ὅλου τοῦ κόσμου. Τότε ἐπανέκαμψε διεθνῶς ἀπό τούς κορυφαίους βυζαντινολόγους καί ἡ ὀνομασία «Ἑλληνική Αὐτοκρατορία»: «l’ Empire Grec» γιά τούς Γάλλους[11], «Greek Empire» γιά τούς Βρεταννούς[12], «Griechischen Reich» γιά τούς Γερμανούς[13], «Grecheskaya imperiya» γιά τούς Ρώσσους[14] κ.ο.κ.
Μία σχετικά σύγχρονη τάσις εἶναι ἡ περιγραφή της ἁπλά ὡς «Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας».[15] Ὅμως τόν λόγο πού αὐτή ἡ ἄοσμη ὀνομασία δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα συνόψισε ὁ Herbert George Wells, ὅταν ἔγραψε: «Περί τοῦ Ἀνατολικοῦ αὐτοῦ κράτους ὁμιλοῦν ὡς ἐάν ἐπρόκειτο περί συνεχίσεως τῆς ρωμαϊκῆς παραδόσεως, ἐνῶ εἰς τήν πραγματικότητα ἦτο ἡ ἀνανέωσις τῆς παραδόσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου… Τό κράτος αὐτό ἦτο ἑλληνικόν καί ὄχι λατινικόν. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ἔλθει καί εἶχαν παρέλθει».[16] Γι΄ αὐτό καί κατά ἕναν ὡραῖο χαρακτηρισμό, τό Κράτος ἐκεῖνο στήν οὐσία ἀπετέλεσε «τήν ὡραία ἐκδίκηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στόν Ρωμαῖο κατακτητή».[17]
Καταλήγοντας, ἐάν θέλουμε νά ἀκριβολογήσουμε περιγράφοντας στό σύνολό τους τά 1128 χρόνια βίου τοῦ Κράτους ἐκείνου, τοτε θά υἱοθετήσουμε τόν ἀκριβῆ ὁρισμό τοῦ August Heisenberg:
«τό ἐκχριστιανισθέν Ρωμαϊκό Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους».[18]
* * *
Ἡ Αὐτοκρατορία αὐτή δέν ὑπῆρξε προϊόν στρατιωτικοῦ κατορθώματος. Ὑπῆρξε προϊόν μακρᾶς ἐσωτερικῆς διεργασίας καί ἐξελίξεως. Χρειάσθηκαν σχεδόν τρεῖς αἰῶνες (4ος-6ος αἰ.) γιά τήν διαμόρφωσί της καί τήν ὁλοκληρωτική μετάβασι ἀπό τόν ρωμαϊκό imperium, στόν βυζαντινό ἑλληνισμό. Γιά τό πέρασμα δηλαδή τῆς κυριαρχίας ἀπό τούς Λατίνους Romani στούς Ἕλληνες “Ρωμαίους”.
Ὄντας ἡ μακροβιότερη αὐτοκρατορία τῆς παγκόσμιας ἱστορίας (1128 χρόνια), δέν ὑπῆρξε ἕνας ἑνιαῖος, ἀλλά ἕνας συνεχῶς μετασχηματιζόμενος ἀνά τούς αἰώνες ὀργανισμός καί πολιτισμός, ὁ μοναδικός στην Εὐρώπη μέ «ἀδιάλειπτη ἱστορική πορεία ἀπό τήν ἀρχαιότητα μεχρι τήν αὐγή τῆς σύγχρονης ἐποχῆς».[19]. Ἡ ἐπιστημονική κοινότητα διαχωρίζει τήν ἱστορία της σέ τρεῖς βασικές περιόδους: Τήν Πρώϊμη, τήν Μέση καί τήν Ὕστερη.
Στόν παρόντα τόμο ἀναλύουμε τήν Πρώϊμη καί Μέση Βυζαντινή Περίοδο. Δηλαδή ἀπό τήν μονοκρατορία τοῦ Κωνσταντίνου Α’ τοῦ Μέγα καί τήν ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος 324 μ.Χ. μέχρι τήν ὁριστική ἐπικράτησι τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν τό ἔτος 1081 μ.Χ.[20]
Ὁ τόμος χωρίζεται σέ δυό μέρη μέ τά ὁποῖα ἐπιδιώκουμε καί τόν ἀκριβή ἱστορικό ὁρισμό τῆς κάθε περιόδου. Τό πρῶτο μέρος ἀφορᾶ τήν Πρώϊμη Βυζαντινή Περίοδο (324 μ.Χ.-610 μ.Χ.) ποῦ ὀνομάζουμε «Ἐκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου». Τό δεύτερο μέρος ἀφορᾶ τήν Μέση Βυζαντινή Περίοδο (610 μ.Χ.-1081 μ.Χ.) πού ὀνομάζουμε «Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας». Ἡ ἀκριβής αἰτιολογία τῶν ὀνομασιῶν αὐτῶν τεκμηριώνεται ἀναλυτικά στό ἔργο.
Ἡ παρούσα ἐργασία ἀποτελεῖ ἔργο συνθετικό πού βασίζεται σέ πρωτογενεῖς πηγές ἀλλά καί τήν κυριότερη ἑλληνική καί ἰδίως ξένη βιβλιογραφία τουλάχιστον 230 ἐπιστημονικῶν ἔργων. Εἶναι συνεπῶς ἀποτέλεσμα ἐνδελεχούς ἐρεύνης καί ἐξαντλητικῆς διασταυρώσεως στοιχείων καί πηγῶν. Βασίζεται δέ στίς ἀπόψεις καί τά συμπεράσματα τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων.
Ἀποτελεῖ μία Πολιτική Ἱστορία, ὁλοκληρωμένη καί προσεκτικά δομημένη, ἐπιστημονικά τεκμηριωμένη, ἀλλά ὄχι περιττά ἀναλυτική. Εὐκατάληπτη ἀλλά καί μέ κριτικό ἀναλυτικό πνεῦμα. Μία ἱστορία πού δίνει ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα. Καί πού ἀποδεικνύει τήν σύνδεσι τῆς ἐξιστορουμένης περιόδου μέ τόν Ἐλληνισμό μέσα ἀπό στοιχεῖα καί πηγές. Στό τέλος κάθε Μέρους ὑπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο μέ τήν “Ἀποτίμησι” τῆς κάθε περιόδου. Ἐκεῖ ἀναλύεται κατά πρῶτον ἡ ἐθνογραφία τῆς περιόδου κατά περιοχή. Κατόπιν γίνεται εἰς βάθος ἀνάλυσις καί ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν γεγονότων πού ἐξιστορήθηκαν καί ἐξάγονται τά ἀπαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα πού τήν χαρακτηρίζουν. Τέλος, περιγράφεται συνοπτικά ὁ πολιτισμός καί πνευματικός βίος ἑκάστης περιόδου (Γλῶσσα, Παιδεία, Δίκαιο, Νομοθεσία, Φιλοσοφία, Φιλολογία, Λογοτεχνία, Ἱστορία, Ἐπιστῆμες, Τέχνη κ.λπ.).
Εὐελπιστοῦμε ὅτι ἡ παρούσα μελέτη συμβάλλει στήν κατανόησι ἀλλά καί ἔξαψι τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τόν Βυζαντινό Ἑλληνισμό ἤ ἀλλιῶς το “ἐκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους”, τοῦ ὁποίου οἱ νέοι Ἕλληνες εἴμαστε οἱ ὀργανικοί καί σαρκικοί συνεχιστές καί πού ἀποτελεῖ ἀποκορύφωσι τοῦ ἱστορικοῦ ἐκείνου φαινομένου πού ἀποκαλοῦμε “Αὐτοκρατορικός Ἑλληνισμός”.
Μάνος Ν. Χατζηδάκης
Υποσημειώσεις:
[1] Ὁ Ἀλέξανδρος Γ’ ὁ Μέγας ἐγκαινίασε τόν «Αὐτοκρατορικό Ἑλληνισμό». Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἕλλην Αὐτοκράτωρ καί ἐκεῖνος πού πρῶτος διέσπειρε τόν Ἑλληνισμό στήν Ἀνατολή.
[2] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 10.
[3] Τό συγκεκριμένο θέμα θά ἀναλυθῆ ἐκτενέστερα σέ κεφάλαιο τοῦ παρόντος ἔργου.
[4] Ὁ θεμελιωτής τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν στίς Η.Π.Α. Georg Ostrogorsky παρατηρεῖ ὅτι: «δέν παύει ν’ ἀπομακρύνεται ὁλοένα στό κύλισμα τῶν αἰώνων ἀπό τίς ἀρχικές ρωμαϊκές του βάσεις, ἐνῶ ὁ ἐξελληνισμός του στήν κουλτούρα καί στή γλῶσσα συνεχίζεται θριαμβευτικά». («Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 90.
[5] Edwin Pears «Ἡ Καταστροφή τῆς Ἐλληνικῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 23.
[6] Karl Krumbacher «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 24.
[7] Ι. Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[8] Τοῦτο ὅπως θά δοῦμε ἀναλυτικά στό παρόν ἔργο, προέκυψε ἀπό τίς λατινοφραγκικές πολιτικοθρησκευτικές διεκδικήσεις μετά τήν στέψι τοῦ Καρλομάγνου (800) καί τόν ἀκόλουθο δυτικό “σφετερισμό” τοῦ τίτλου τῶν «Ρωμαίων» (βλπ. γερμανική «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία» τῶν Ὀθωνιδῶν κ.ο.κ.). Ἐκτός ὅμως ἀπό τούς λατινογερμανούς, «Γραικούς» (=Ἕλληνες) τούς ἀποκαλοῦσαν καί οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Σύριοι, οἱ Σλαύοι, οἱ Ρῶσσοι, οἱ Σκανδιναυοί, ἐνῶ οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες καί ἀργότερα οἱ Τούρκοι τούς ἀποκαλοῦσαν Rum=Ρωμαίους ἀλλά καί Yunan=Ἴωνες (βλπ. παρακάτω.
[9] Ὁ ὅρος ἀπομάκρυνε ἀπό τήν ἐπιστημονική ὁρολογία περιστασιακά ὀνόματα ὅπως τοῦ Le Beau: «Bas - Empire» (Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό Κράτος), ἤ τοῦ Banduri: «Imperium Orientale Constantinopolitanae» (Ἀνατολική Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως).
[10] Ὅπως καί στήν περίπτωσι τῶν βυζαντινῶν, οἱ Μυκηναῖοι Ἕλληνες οὐδέποτε αὐτοαπεκλήθησαν ἔτσι. Ὀνόμαζαν τούς ἑαυτούς τούς Ἀργείους, Δαναούς ἤ Ἀχαιούς. Ὁ πολιτισμός τους ἀπεκλήθη “Μυκηναϊκός” διότι ἐπίκεντρο καί ἄτυπη πρωτεύουσά του ὑπῆρξαν οἱ Μυκῆνες, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό Βυζάντιο.
[11] Alfred Rambaud, Gustave Schlumberger, Charles Diehl, Louis Brehier, Alphonce Couret, Francois Lenormant, Marie Brosset, Charles Langlois, Henri Gregoire κ.ἄ.
[12] George Finlay, John Bury, Steven Runciman, Edwin Pears, H. G. Wells κ.ἄ.
[13] Karl Crumbacher, August Heisenberg, Wilhellm Heyd, Ferdinand Wastenfeld, Johannes Seger, August Friedrich Gfrörer, William Fischer, Ferdinand Gregorovius, Karl Hopf, Gustav Friedrich Hertzberg κ.ἄ.
[14] Georg Ostrogorski, A. A. Vasiliev, Uspensky, Levtchenco κ.ἄ.
[15] Οἱ προθέσεις αὐτοῦ τοῦ νέου νεολογισμοῦ εἶναι μᾶλλον ὕποπτες ἀφοῦ ὡς ὀνομασία σκοπίμως δέν περιέχει καμμία σύνδεσι ἤ ἀναφορά στόν Ἑλληνισμό της.
[16] «Παγκόσμιος Ἱστορία».
[17] Ἰωάννου Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 57 - 58.
[18] «Staat und Gesellschaft des byzantinischen Reiches, Die Kultur der Gegenwart» σελ. 364. Ὀνομασία πού ταιριάζει καί ὡς ἀπάντησις στόν σφετερισμό τῆς “Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους” πού σχηματίσθηκε κατά τόν 10ο αἰώνα στήν Δύσι. Ἡ ἐκδοχή τῆς ὀνομασίας της ὡς “Ἑλληνορωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας” θά ἐπέφερε σύγχυσι ἀφοῦ ἔτσι ἀποκαλεῖται ἡ προηγούμενη ἱστορική περίοδος τῆς Ρωμαιοκρατίας καί τοῦ λεγομένου “ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ” πού προέκυψε κατ’ αὐτήν.
[19] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης: «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου», σελ. 32, Cyril Mango, Εἰσαγωγή.
[20] Οἱ ὑπόλοιπες περίοδοι τοῦ “Αὐτοκρατορικοῦ Ἑλληνισμοῦ”, δηλαδή ὁ Ἀλεξανδρινός - Ἑλληνιστικός καί Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος καθώς καί ἡ Ὕστερη Βυζαντινή Περίοδος θά ἀποτελέσουν ξεχωριστούς τόμους τοῦ παρόντος ἔργου.