“ΒΥΖΑΝΤΙΟ” Ή ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ; ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Ἡ λέξις “Eὐρώπη” εἶναι ἑλληνική (εὐρύ – ὤψ) καί πρωτοαναφέρεται στήν ἑλληνική μυθολογία. Κατά γενική παραδοχή ὁ πρῶτος μεγάλος εὐρωπαϊκός πολιτισμός, γεννήθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες, μετά τήν ἀπόκρουσι τῆς ἀσιατικῆς εἰσβολῆς στήν Eὐρώπη (Ἑλληνοπερσικοί Πόλεμοι 490, 480-479 π.Χ.) καί μέ τήν ἀνάπτυξι τοῦ λεγομένου Κλασικοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ (5ου π.Χ. αἰώνας).[1] Ἡ πρώτη ἐνοποίησις τοῦ Eὐρωπαϊκοῦ χώρου θεωρεῖται ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία (Pax Romana). Ἀπόρροιά της ὑπῆρξε αὐτό πού συνθετικά ἀποκαλεῖται “Ἑλληνορωμαϊκός Πολιτισμός” ὁ ὁποίος βέβαια προέκυψε ἀπό τήν ρωμαϊκή κατάκτησι – ἀφομοίωσι τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου.
Τό ἔτος 324 μ.Χ. μέ τήν μονοκρατορία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἱδρύεται ἡ Κωνσταντινούπολις, στήν ἀρχαία ἑλληνική ἀποικία τοῦ Βυζαντίου. Ὁ πρῶτος αὐτός σταθμός ἐξελληνισμοῦ τοῦ Κράτους, συμπίπτει χρονικά μέ τόν πρῶτο σταθμό ἐκχριστιανισμοῦ του, πού εἶναι ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας τό 325. Αὐτή ἡ ξεκάθαρα ἑλληνική «Νέα Ρώμη» ἔμελλε νά ἀντικαταστήση σταδιακά τήν λατινική Ρώμη. Καί νά ἐξελιχθῆ σέ ἕδρα μίας νέας Αὐτοκρατορίας γιά τό πρωτοφανές διάστημα τῶν 1129 ἐτῶν. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Andre Piganiol «ὁ ἑλληνισμός ξαναβρῆκε σέ αὐτήν, τήν ἰσχυρή του πρωτεύουσα, ἐνῶ παράλληλα ἡ Ρώμη γινόταν καί πάλι πρωτεύουσα τοῦ ρωμανισμοῦ».[2]
Κατά τόν κλασικό ὁρισμό τοῦ Paul Valery, πού εἶναι καί ὁ εὐρύτερα ἀποδεκτός οἱ πυλῶνες τῆς σύγχρονης Eὐρώπης (καί τοῦ λεγομένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ) εἶναι τό ἀρχαίο Ἑλληνικό Πνεύμα, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ρωμαϊκό Δίκαιο. Ποιός ὄμως ὑπῆρξε ἐκείνος πού διέσωσε, θεμελίωσε καί διαφύλαξε αὐτούς τούς τρεῖς πυλῶνες, πού ἀποτελούν (ἤ πρέπει νά ἀποτελούν) τό «ἀέτωμα» τῆς σύγχρονης Eὐρώπης; Τό κρατικό μόρφωμα τοῦ Καρλομάγνου πού κάποιοι δυτικοί ἱστορικοί βάπτισαν «πατέρα» της ἤ ὁ λεγόμενος “Βυζσντινός Πολιτισμός”;
Ὁ Κωνσταντῖνος Α’, κρατώντας τήν Κωνσταντινούπολι
Ὁ ἐκβαρβαρισμός τῆς Δύσεως & ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς
Τό ἔτος 395 συντελεῖται ὁ ὁριστικός διαχωρισμός τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου, ὅπως γράφει ὁ Karl Krumbacher «τό ἑλληνικόν στοιχεῖον ἦτο τό δεσπόζον».[3] Κατά τόν G. Herzberg: «Ἀπό αὐτό τό χρονικό σημεῖο κι ἔφ΄ἑξῆς, τό κέντρο βαρύτητος τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν πολιτική πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου».[4]
15 χρόνια μετά, τό 410, ἡ λατινική Ρώμη ἁλώνεται ἀπό τούς βαρβάρους τοῦ Ἀλαρίχου. Καί τό 476 ἔχουμε τήν ὁριστική πτῶσι καί πολυδιάσπασι τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Κυριαρχεῖ πλέον τό βαρβαρικό γερμανικό στοιχεῖο πού ἐκτοπίζει παντελῶς τό ἑλληνορωμαϊκό.
Ἀντιθέτως, στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας ἐπικρατεῖ ἡ κρατική συνοχή καί ἀποκλειστικά τό ἑλληνικό καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο. Ὅπως μάλιστα παρατηρεῖ ὁ σοβιετικός M. Levtchenko: «Ἐνῶ στή Δυτική Εὐρώπη οἱ βαρβαρικές εἰσβολές εἶχαν ἐξαφανίσει τόν ἀρχαῖο πολιτισμό… τό Βυζάντιο περιμάζεψε τήν κληρονομιά τοῦ Ἑλληνισμοῦ».[5] Καί ὁ Charles Diehl ἐπεξηγεῖ: «Συγκέντρωνε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία της ὅλες τίς ἔνδοξες πρωτεύουσες τοῦ ἑλληνισμοῦ, τήν Ἀθήνα, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Ἀντιόχεια καί τό ἴδιο τό Βυζάντιο, ἡ νέα πρωτεύουσά της, ἦταν βασικά ἑλληνική πόλη. Οἱ πληθυσμοί τῆς μοναρχίας ἦταν κατά τό μεγαλύτερο μέρος τούς ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἤ τουλάχιστον ἐξελληνισμένοι, ἡ πλειοψηφία τους μιλοῦσε ἑλληνικά».[6] Ἔκτοτε, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «μόνη ἡ Κωνσταντινούπολις θά ἀντιπροσωπεύη τήν πολιτικήν παράδοσιν καί τήν κληρονομίαν τῆς Ρώμης ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐκβαρβαρωθείσης Εὐρώπης».[7]
Τήν ἴδια περίοδο πού γίνεται ὁ διαχωρισμός, στήν ἑλληνική Κωνσταντινούπολι δημιουργεῖται ἕνα ἀντιγερμανικό κίνημα -τό “Πανελλήνιον”- (400) μέ τό ὁποῖο παρατηρεῖται «…ἡ ἀφύπνιση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, ἀπό αἰώνες ἀποναρκωμένου στά πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς οἰκουμένης»[8] καί ἐνσαρκώνει «τήν ἐπανάστασιν τῆς ὁποίας ὁ Ἑλληνισμός ἀπέβη ὁ πρωτεργάτης»[9].
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἐμμανουήλ Καρακώστας: «μετά τόν ὁριστικό διαχωρισμό τοῦ κράτους, στό ἀνατολικό τμῆμα οἱ Ἕλληνες ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους στήν πολιτική διοίκηση».[10]
Ἡ “κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας”
Ἐάν ὁ πρῶτος πυλώνας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης εἶναι τό ἀρχαίο Ἑλληνικό Πνεύμα, τότε ἡ διάσωσις τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καί γραμματείας, ἡ διατήρησις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθολικά, ὁφείλεται στήν Ρωμανία (Βυζαντινή Αὐτοκρατορία) πού κατά τόν καθηγητή Ι. Καραγιαννόπουλο ἀποτελεῖ «κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας, τοῦ “βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ”, πού συνέχισε τόν κλασικό καί τόν μακεδονικό».[11]
Ὅπως γράφει ὁ Κλάους Ὄλερ: «Στό Βυζάντιο -καί ὄχι στήν Λατινική Δύση- βρῆκε ἡ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας τήν φυσική της συνέχεια. Ἐκεῖ -καί ὄχι στήν Δύση- συνέχιζαν νά διαβάζονται, νά μελετῶνται, νά σχολιάζονται καί νά ἀντιγράφονται τά μεγάλα ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων»[12].
Τό 357 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολι, Βασιλική Βιβλιοθήκη μέ 30.000 τόμους καί ἀντιγραφικό ἐργαστήριο, μέ ἐξειδικευμένους καλλιγράφους οἱ ὁποῖοι μετέγραψαν σέ περγαμηνές ὅλα τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα πού ἦσαν γραμμένα σέ εἰλητάρια ἀπό πάπυρο. Κατά τόν Paul Lemerle, ἔτσι «περισυλλέχτηκαν ἡ λογοτεχνία καί ἡ σκέψη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἐνῶ πήγαιναν νά ἐξαφανιστοῦν».[13]
Τό 425 ἱδρύεται στήν Κωνσταντινούπολι τό περίφημο «Πανδιδακτήριον»[14] πού ὑπῆρξε τό πρῶτο δημόσιο Πανεπιστήμιο τῆς Εὐρώπης καί τοῦ κόσμου[15] μέ 10 ἕδρες Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς καί ἄλλες 10 Λατινικῆς, 5 ἕδρες Ἑλληνικῆς Ρητορικῆς καί μόνο 3 Λατινικῆς, μία ἕδρα Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί δύο ἕδρες Νομικῆς. Δηλαδή τά ἑλληνικά ὑπερτεροῦσαν τῶν λατινικῶν. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ σημερινοί Εὐρωπαῖοι προβάλουν ὡς πρῶτο Πανεπιστήμιο ἐκεῖνο τῆς Μπολόνια στήν Ἰταλία, παρότι ἱδρύθηκε τό 1088 ἤ τό 1158, δηλαδή σχεδόν 7 αἰῶνες μετά ἀπό ἐκεῖνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως…
Τό 439 θέσπίζεται στήν Κωνσταντινούπολι τό «ἑλληνιστί διατίθεσθαι»[16] καί τό 534 καθιερώνεται οἱ “Νεαρές” (νομικές διατάξεις πού ρύθμιζαν ζητήματα δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου), να ἐκδίδονται στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὥστε «ταύτη δή τή κοινή καί Ἑλλάδι ὥστε ἄπασιν αὐτόν εἶναι γνώριμον διά τό πρόχειρον τῆς ἑρμηνείας».[17]
Τό 627 (ἤ 629), ἐπί Ἡρακλείου, ἡ ἑλληνική γίνεται ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους, οἱ λατινικοί τίτλοι ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασιλεύς» καί κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλληνικότης τοῦ κράτους».[18]
Τήν ἴδια περίοδο ὁ πανεπιστήμων Στέφοανος Ἀλεξανδρεύς[19] ἀναδιοργανώνει τό “Πανδιδακτήριον” σέ καθαρά ἑλληνικά πρότυπα τήν ἀνωτάτη παιδεία, ὅπου δίδαξε Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη καί τά μαθήματα τῆς “τετράκτυος”: Γεωμετρία, Ἀριθμητική, Ἀστρονομία καί Μουσική.
Κατά τόν Karl Krumbacher «Ἡ πρός τήν ἀρχαιότητα σχέσις κατά τήν λογοτεχνικήν καί πολιτικήν ἔποψιν διετηρήθη πάντοτε εἰς τούς Ἕλληνας τοῦ μέσου αἰῶνος, πλήν ἴσως κατά τό σκότος τῆς 7ης καί 8ης ἑκατονταετηρίδος (εἰκονομαχία)».[20]
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρείται αὐτό πού ὁ Paul Lemerle ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.).
Τό 862, ἀναδιοργανώνεται τό Πανεποστήμιο («Πανδιδακτήριον τῆς Μαγναύρας») ὑπό τήν διεύθυνσι τοῦ Ἕλληνος πανεπιστήμονος Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ, ἐνῶ ἡ ἑλληνική γραφή μετατρέπεται σέ καλλιγραφική μικρογράμματη, μέ χωρισμό τῶν λέξεων, τονισμό καί στίξι πού κατά τόν P. Lemerle «θά δώσει τό ὄργανο σέ μία νέα παιδεία, σέ ἕναν νέο οὐμανισμό».[21]
Πανδιδακτήριον: Τό πρῶτο δημόσιο Πανεπιστήμιο τῆς Εὐρώπης
Ὁ 10ος αἰώνας θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό»[22], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνακτήσεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρίζες του στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[23] («Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.),
Ὁ Georg Ostrogorsky ἐπεξηγεῖ «Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Ἡ ἑλληνική ἐπιστήμη καί φιλοσοφία, ἡ ἑλληνική ἱστοριογραφία καί ποίηση, ἀποτελοῦν τό μορφωτικό ἀγαθό καί τῶν πιό εὐσεβῶν Βυζαντινῶν.».[24] Αὐτό θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[25] (Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)
Η πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος θά προετοιμάσει μέ τήν σειρά της τήν Παλαιολόγεια Ἀναγέννησι πού θά διαποκῆ τραγικά τό 1453 ἀλλά τά ἀποτελέσματά της θά συμβάλλουν καταλυτικά στήν Εὐρωπαϊκή “Ἀναγέννησι”…
Νά ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ μεταφράσεις ἀπό ἑλληνικά (βυζαντινά) χειρόγραφα στά λατινικά πού βρίσκονται στίς βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης εἶναι πάνω ἀπό 7.800, (ενώ π.χ. ἀπό ἀραβικά χειρόγραφα, εἶναι μόλις 1.945)![26]
Ἔτσι, κατά τόν Steven Runciman, «Οἱ γνώσεις μας γιά τόν πολιτισμό τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, θά ἦταν πολύ λιγότερες χωρίς τούς λογίους, τούς βιβλιοσυλλέκτες καί τούς ἀντιγραφεῖς τοῦ Βυζαντίου».[27]
Ὅπως παραδέχεται ὁ Cyril Mango «Ἐάν κάποιοι ἄσημοι ἄνδρες δέν εἶχαν ἐργασθεῖ ἀνώνυμα κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα, ἐμεῖς δέν θά εἴχαμε σήμερα οὔτε τόν Πλάτωνα, οὔτε τόν Ἀριστοτέλη (παρά σέ μετάφραση), οὔτε τόν Ἡρόδοτο ἤ τόν Θουκυδίδη, οὔτε τόν Αἰσχύλο ἤ τόν Σοφοκλῆ, γιά νά μήν ἀναφέρουμε πλῆθος ἄλλων…».[28]
Τό ἴδιο ἐπισημαίνει καί ὁ Peter Brown γράφοντας: «Τά πιό ἐξαίσια σωζόμενα χειρόγραφα τῶν κλασικῶν ἔργων προέρχονται, κατά κανόνα, ἀπό τή μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοί αὐλικοί καί ἐπίσκοποι τοῦ 9ου καί τοῦ 10ου αἰώνα δέν θά γνωρίζαμε τίποτε –ἐκτός ἀπό ὁρισμένα παπυρικά ἀποσπάσματα– γιά τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Σοφοκλῆ καί τοῦ Θουκυδίδη».[29]
Καί ὁ Κλάους Ὄλερ γράφει: «τό σύνολο σχεδόν τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας πού ἔχουμε σήμερα στήν διάθεσή μας διασώθηκε χάρη στούς ἀντιγραφεῖς χειρογράφων τῶν βυζαντινῶν σχολῶν καί μοναστηριῶν…».[30]
Tό πρῶτο Χριστιανικό Κράτος τῆς Οἰκουμένης
Ἐάν ὁ δεύτερος πυλώνας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης εἶναι ὁ Χριστιανισμός, τό πρῶτο Χριστιανικό Κράτος τῆς Οἰκουμένης ὑπῆρξε τό “Bυζαντινό” πού κατά τόν John C. Carr ἀπετέλεσε τήν «μεγαλύτερη χριστιανική δύναμη τῆς ἐποχῆς της καί πιθανῶς ὅλων τῶν ἐποχῶν», ἡ ὁποία διαμόρφωσε ἕνα «”χριστιανικό ἔθνος” (καί μετά τό 1054 ἕνα ἀνατολικό ὀρθόδοξο ἔθνος) οἰκοδομημένο πάνω στόν ρωμαϊκό νόμο καί τήν ἑλληνική γλῶσσα καί παιδεία».[31]
Ἐκεῖ ἔγιναν ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού καθόρισαν τό Χριστιανικό δόγμα μέχρι τό Σχίσμα του 1054:
- Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 325 στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Συμμετεῖχαν 318 κληρικοί -οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, παρότι δέν εἶχε βαπτισθεῖ- ὁμιλώντας τήν ἑλληνική. Σέ αὐτήν συντάχθηκαν γιά πρώτη φορά καί τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καί 20 Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες.
- Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 381 στήν Κωνσταντινούπολι καί συμπλήρωσε τό “Σύμβολον τῆς Πίστεως”, ὁρίζοντας ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «σύν Πατρί καί Υἱῶ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον» καί «ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον».
- Γ’ Οἰκουμενική Σύνόδος: Ἔγινε τό 431 στήν Ἔφεσο.
- Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 451 στήν Χαλκηδόνα.
- Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Έγινε τό 553 στήν Κωνσταντινούπολι.
- ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 680 στήν Κωνσταντινούπολι ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε καί «Ἐν Τρούλλῳ» Σύνοδος, διότι ἔλαβε χώρα στήν θολωτή αἴθουσα τοῦ Μεγάλου Παλατίου
- Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 692 καί ἐξέδωσε τούς 102 Κανόνες πού ἀπέβλεπαν στήν κωδικοποίησι τῆς κανονικῆς νομοθεσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
- Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 787 στήν Νίκαια.
Σέ αὐτό το Κράτος λοιπόν διεμορφώθη ἀποκλειστικά ὁ Χριστιανισμός ὡς θρησκεία.
Ἡ κωδικοποίησις καί διάδοσις του Ρωμαϊκού Δικαιίου
Τό “Βυζάντιο” ἀποτελοῦσε ὀργανική συνέχεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Φυσικά μέ ἄλλη πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολις ἀντί Ρώμης), ἄλλη ἐθνογραφία (Ἕλληνες καί ἐξελληνισμένοι ἀντί Λατίνων), ἄλλη θρησκεία (Χριστιανισμός ἀντί παγανισμοῦ) καί ἄλλη γλῶσσα (ἑλληνική ἀντί λατινικῆς).[32]
Ὑπῆρξε δηλαδή Αὐτοκρατορία «ἑλληνική συγχρόνως καί ρωμαϊκή»,[33] γι’ αὐτό τό «Ρωμαῖος» κατέληξε νά σημαίνη πλέον «τόν Ἕλληνα καθ’ ὅλου, τόν χριστιανόν φυσικά Ἕλληνα».[34]
Ἐάν ὁ τρίτος πυλώνας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης εἶναι τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, τότε ἡ Ελληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας εἶναι ἐκείνη πού τό κωδικοποίησε, τό ἀνέπτυξε καί τό διέδωσε στήν Εὐρώπη:
- Τό 439 ἔχουμε τήν πρώτη ἐπίσημη κωδικοποίησι τοῦ Δικαίου μετά τήν Δωδεκάδελτο μέ τόν “Θεοδοσιανό Κώδικα”.
- Τό 529 ἐκδίδεται ἀπό Ἕλληνες νομομαθεῖς ὁ “Ἰουστινιάνειος Κώδικας”, ὁ ὁποῖος κυκλοφορεῖ σέ συμπληρωμένη ἔκδοσι τό 534.
- Τό 533, 16μελής Ἐπιτροπή ὑπό τόν Ἕλληνα Τριβωνιανό ἐκδίδει τόν “Πανδέκτη” πού ἀποτελεῖτο ἀπό 50 βιβλία καί ἀποδελτίωσαν 2.000 ἔργα κλασικῶν νομικῶν καί οἱ “Εἰσηγήσεις” σέ 4 βιβλία καί νέος κανονισμός λειτουργίας νομικῶν σπουδῶν.
Τό Ἰουστινιάνειο Δίκαιο, (Corpus Iuris Civilis) καί τά ἀπανθίσματά του ὅπως ἡ «Ἐκλογή τῶν Νόμων» (726), ὁ «Πρόχειρος Νόμος» (870) καί τά «Βασιλικά» (888) ἀπετέλεσαν τήν βάσι τῆς νομικῆς σκέψεως ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης: καί ὑπῆρξε τό πρότυπο τοῦ Ναπολεόντειου Κώδικος.
Ἀπό τόν 12ο αἰώνα τά νεότευκτα κράτη τῆς Δύσεως μέ βάσι αὐτά θεμελίωσαν τό ἀστικό τους δίκαιο καί διεμόρφωσαν τούς κανόνες κοινωνικῆς συμβιώσεως καί κρατικῆς λειτουργίας.
Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl: «…ξαναδίδαξε ἀργότερα στή Δύση τήν ἰδέα τοῦ Κράτους καί τίς ἀρχές τῆς κοινωνικῆς ὀργάνωσης. Ἐξ’ ἄλλου, διαποτίζοντας τήν αὐστηρότητα τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου μέ τό νέο πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ, εἰσήγαγε στό νόμο μία ἄγνωστη ὥς τότε μέριμνα γιά κοινωνική δικαιοσύνη, δημόσια ἠθική καί ἀνθρωπισμό».[35]
Παράλληλα, σέ αὐτό καί μόνο ὑπῆρχαν Νομικές Σχολές καί παραγωγή νομικῶν. Το 1045 λειτούργησε μάλιστα τό «Διδασκαλεῖον Νόμων» Πρόκειται γιά Νομική Σχολή πού ἐγκαταστάθηκε στήν Μονή Ἁγίου Γεωργίου Μαγγάνων, μέ ὀγκώδη Βιβλιοθήκη καί δωρεάν ἐγγραφή γιά ὅλους.
Τό Καρλομάγνειο κρατικό μόρφωμα & ἡ Εὐρώπη
Παρότι, ὅπως εἴδαμε, τό “Βυζάντιο” ὑπῆρξε ἐκείνο πού διέσωσε τόν Ἑλληνισμό, θεμελίωσε τόν Χριστιανισμό καί κωδικοποίησε τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, ἡ σύγχρονη Εὐρώπη θεωρεῖ ὡς ἀπαρχή της τόν Φράγκο[36] ρήγα Κάρολο Α’ (768 - 814) ἐπονομαζόμενο καί “Καρλομάγνο”[37] τόν ὁποῖο βάπτισε "Pater Europae" (Πατέρα τῆς Εὐρώπης). Γιατί ὅμως συνέβη αὐτό;
Μέ τήν ὑποστήριξι τῆς παπικῆς Ρώμης ὁ Κάρολος ἦταν ἤδη ἀπό τό 774 βασιλεύς της Ιταλίας καί κατέκτησε τά ἐδάφη τῆς ἄλλοτε Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐπιδιώκοντας νά ἐμφανισθῆ συνεχιστής της. Ἡ στέψις του ἀπό τόν πάπα Λέοντα ’Γ ὡς «Imperator Romanorum» (Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων) τά Χριστούγεννα τοῦ 800 ἀπετέλεσε τήν πρώτη στροφή τῆς παπικῆς Ρώμης πρός τούς Φράγκους.
Ἡ παπική κίνησις ἀμφισβητοῦσε εὐθέως τήν ἀποκλειστική κληρονομιά τῆς ρωμαϊκῆς παραδόσεως ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι.
Ἡ στέψις αὐτή ἀποτελεῖ κατά τόν Γερμανό Karl Krumbacher «τεχνητή της ρωμαϊκῆς ἀρχῆς ἀναβίωσι».[38] Καί ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ἡ οἰκουμένη διασπάσθηκε γλωσσικά, πολιτιστικά, πολιτικά καί θρησκευτικά σέ δύο χωριστά τμήματα».[39] Στό ἕνα κυριαρχοῦσε ὁ λατινογερμανικός κόσμος τῆς Δύσεως καί στό ἄλλο ὁ ἑλληνοβυζαντινός τῆς Ἀνατολῆς.
Ὅσον ἀφορά τήν σύντομη περίοδο τῆς λεγομένης Καρολίγγειας “Ἀναγεννήσεως”, κατά τόν Paul Lemerle, «ὑπερτιμάται» ἀφοῦ εἶχε μόνο λατινικό ὑπόβαθρο καί «ἡ ἑλληνική παιδεία δέν εἶχε καμιά συμμετοχή καί δέν ἔπαιξε κανένα ρόλο στή μεταρρύθμιση αὐτή»[40] Πράγματι, μόνο τό ἑλληνικό χειρόγραφό του Ψευδοδιονυσίου Ἀρεοπαγίτου φθάνει τό 827 στήν Δύσι ὡς δῶρο τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Τραυλοῦ στόν Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ.
Ἡ Δύσις βρίσκεται σέ μία σκοτεινή ἀκόμα ἐποχή»[41] ἐνῶ στήν Ἀγγλία «τά κάλυψε ὅλα ἡ νορμανδική κατάκτηση καί στήν ἠπειρωτική Εὐρώπη τό μεγάλο σκοτάδι τοῦ 10ου αἰώνα».[42]
Τό κράτος του ἐπέζησε μόνο μία γενεᾶ. Μέ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ του Λουδοβίκου, διαμελίσθηκε μεταξύ τῶν υἱῶν του, γεγονός πού ὁδήγησε στήν δημιουργία τῶν κρατῶν τῆς Γαλλίας καί τῆς Γερμανίας.
Ὁ Καρλομάγνος θεωρεῖται πώς «ἐνοποίησε τήν γερμανική, τήν ρωμαϊκή καί τήν χριστιανική παράδοση σέ ἔνα οἰκοδόμημα». Πρόκειται ξεκάθαρα γιά ἀνθελληνική γερμανική καπηλεία τοῦ ρωμαϊκοῦ “κεκτημένου” μέ τήν συμπαιγνία τῆς παπικῆς Ρώμης κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἰδού γιατί, κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ εἶναι «ἀνιστόρητη τάση»[43] νά θεωρεῖται τό κρατικό μόρφωμα τοῦ Καρλομάγνου ὡς ἀρχῆ τῆς Εὐρώπης.
Όρθά γράφει ὁ Ἰωάννης Παναγιωτακόπουλος: «μέ τόν Καρλομάγνο γίνεται ἡ ἀρχή τῆς χωρισμένης -καί ὄχι τῆς ἑνωμένης- Εὐρώπης. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Καρλομάγνου ὡς “πατέρα τῆς Εὐρώπης”, προϋποθέτει τήν κατανόηση ὁλόκληρης τῆς Ἠπείρου ὡς γαλλογερμανικῆς περιφέρειας. Ὡς ἐκ τούτου, μᾶλλον ἀποτελεῖ περισσότερο ἕνα σωβινιστικό-πολιτικό ἀφήγημα παρά ἕνα ἱστορικό συμπέρασμα».[44]
Τό σκηνικό ἐπαναλήφθηκε τό 962 ὅταν ὁ βασιλεύς τῆς Γερμανίας Ὄθων Α’ ἐστέφθη ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΒ’ ὡς «Imperator Romanorun». Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου «τῶν Ρωμαίων» ἀπηχοῦσε τόν κληρονόμο καί συνεχιστῆ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδέας. Γι’ αὐτό τόν διεκδικοῦσαν οἱ Γερμανοί. Γι’ αὐτό ἔμεναν πεισματικά προσκολημμενοι σέ αὐτόν οἱ βυζαντινοί Ἕλληνες. Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «ἡ ἑλληνική ὑπερηφάνεια δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ αὐτό πού θεωροῦσε σφετερισμό».[45]
Ἀργότερα μάλιστα τό κρατικό αὐτό μόρφωμα μετονομάσθηκε ξεκάθαρα σέ «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους» καί περιελάμβανε κυρίως ἐδάφη τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης διαιρεμένα σέ ἐνίοτε ἄλληλοϋποβλεπομενα κρατίδια, πριγκιπάτα, δουκάτα κ.λπ.
Κατά τόν Paul Lemerle οἱ «Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου» τοῦ 10ου αἰῶνος, μέ τό ἐγκυκλοπαιδικό πάθος τους «νά ξαναβροῦν, νά ἀνακτήσουν νά διασώσουν»[46], διατήρησαν τήν ἑλληνική παιδεία ζωντανή ὅταν ἡ Δύσις ταλαντευόταν «ἀνάμεσα σέ τόσους λαούς μισοβάρβαρους ἀκόμα», μέ συνέπεια «ὁ βυζαντινός ἀνθρωπος τοῦ πρωίμου Μεσαίωνα νά εἶναι πολύ πιό κοντά μας ἀπό ὅτι ὁ σύγχρονός του τῆς Δύσης».[47]
Ἡ πρώτη σύγχρονη Εὐρωπαϊκή Αὐτοκρατορία
Κρτόπιν τῶν ἀνωτέρω εἶναι πασιφανές ὄτι τό “Βυζάντιο” ὑπῆρξε ἡ πρώτη σύγχρονη Εὐρωπαϊκή Αὐτοκρατορία. Καθῶς ἐπεξηγεῖ ἡ Averil Cameron: «Ἡ βυζαντινή ταυτότητα δέν ἦταν μόνο ἑλληνική. Τό Βυζάντιο ἀνῆκει σέ ὅλους. Ὁ “ἑλληνισμός” ἦταν στοιχεῖο σημαντικό, ἀλλά ὄχι ἀρκετό».[48] Καί αὐτό γιά 4 βασικούς λόγους:
α) Τά τρία στοιχεῖα: Ἑλληνοσύνη - Χριστιανοσύνη - Ρωμιοσύνη: Kατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ ἡ ὕπαρξίς του βασίσθηκε στά τρία στοιχεῖα: «τή χριστιανοσύνη, τή ρωμιοσύνη καί τήν ἑλληνοσύνη, πού ἀναδεικνύουν ὡς πρώτη εὐρωπαϊκή αὐτοκρατορία, τήν αὐτοκρατορία τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν μέσων χρόνων».[49]
Αὐτό ἐπισημαίνει καί ἡ Cécile Morisson γράφοντας: «Τά τρία συνδετικά στοιχεῖα, τό ρωμαϊκό, τό χριστιανικό καί τό ἑλληνικό καθορίζουν τήν κληρονομιά πού μεταβιβάσθηκε ἀπό τό Βυζάντιο».[50]
Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Louis Brehier, ἐπεξηγώντας: «Τό Βυζαντινό Κράτος εἶναι ἡ ὀργανική ἀνάπτυξις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά ἔγινε ἑλληνικό καί χριστιανικό καί βρίσκουμε σέ αὐτό ἑνωμένα τά τρία θεμελιώδη στοιχεῖα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ: τόν Ἑλληνισμό, τό Ρωμαϊκό Δίκαιο καί τόν Χριστιανισμό».[51]
Συνεπῶς, ἡ Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας ὑπῆρξε ἡ πραγματική ἀπαρχή τῆς σύγχρονης Εὐρώπης ἀφοῦ ὄχι μόνο διέσωσε τόν Ἑλληνικό Πολιτισμό, ἀνέπτυξε τό Ρωμαϊκό Δίκαιο καί διαμόρφωσε τόν Χριστιανισμό.
β) Πολιτισμικά δέν ἔζησε Μεσαίωνα: Στήν πραγματικότητα, τό Κράτος αὐτό δέν ὑπῆρξε ποτέ μεσαιωνικό.
Ὁ βυζαντινός Ἑλληνισμός δέν ἔζησε Μεσαίωνα. Ὅπως τονίζει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «ἡ ἔννοια τοῦ μεσαίωνα δέν ἁρμόζει στή βυζαντινή πραγματικότητα, παρά μόνο ὡς χρονική ἀναφορά σχετικά μέ τή Δύση».[52]
Τήν ἐποχή πού στήν Δύση ἐπικρατοῦσε ὁ σκοταδισμός τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, ἡ βυζαντινή νομοθεσία ἀπαγόρευε τό «μετά βασάνων ἐξετάζεσθαι». Ἡ «φιλανθρωπία» ἀποτελοῦσε τήν ἀνώτατη βασιλική ἀρετή. Ἡ διπλωματία ἐργαζόταν ὡς «εἰρηνοποιός», τό ἐμπόριο διεξαγόταν μέ νόμισμα. Τό “φεουδαρχικό” σύστημα ἦταν ἄγνωστο. καί τόν 12ο αἰώνα καταργήθηκε καί ἡ ἔννομη δουλεία.
Ὅπως γράφει ὁ Augustin Marrast «Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν ἡ ἐμπορική καί θρησκευτική μητρόπολις, ἡ πρωτεύουσα τοῦ Πολιτισμοῦ τῶν Μέσων Χρόνων».[53]
Παράλληλα, ἐκχριστιανίζει Σλαύους, Βουλγάρους καί Ρώσους καί δείχνει τήν ἱκανότητά της «νά ἐκπολιτίζει τούς καθυστερημένους λαούς καί νά τούς γαλουχή στά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς προγονικῆς πολιτιστικῆς σοφίας»[54], γεγονός πού ὑπῆρξε ἀπό «τά λαμπρότερα κατορθώματα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας».[55]
Κατά τόν Louis Brehier ἡ Αὐτοκρατορία λειτουργοῦσε ὡς «Προπύργιο τῆς Εὐρώπης» καί ὡς «βιβλιοθηκάριος τῆς ἀνθρωπότητος»[56], ἐνῶ «μέ τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Σλαύων, ἐπεξέτεινε τά ὅρια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ».[57]
Ἑρμηνεύοντας αὐτά τά γεγονότα ὁ Edward Foord ἔγραψε ὅτι ἀπό τόν 5ο αἰώνα καί: «γιά τά ἑπόμενα 800 ἔτη μέ τόν πολιτισμό της ἀπετέλεσε τήν ἀσπίδα τῆς Εὐρώπης» Συμπληρώνοντας: «Στό σκοτάδι τοῦ Μεσαίωνος ἡ Αὐτοκρατορία διαφύλαξε τίς παραδόσεις, τίς ἐπιστῆμες, τήν τέχνη, τήν φιλολογία. Γιά αἰῶνες προσέφερε τήν ἀσφάλεια καί τήν εὐημερία τῶν πολιτῶν της μέ ἕνα τρόπο τόν ὁποῖο ἡ Δύσις τόν ἀνεκάλυψε στίς ἡμέρες μας».[58]
γ) Προμαχώνας τῆς Εὐρώπης: Σώζει δύο φορές τήν Εὐρώπη ἀπό τήν μουσουλμανική πλημμυρίδα (674 - 678 καί 717 - 718). Και συνεπῶς γίνεται «ὁ προμαχώνας τῆς Εὐρώπης κατά τῆς Ἀσίας».[59]
Πράγματι ἐάν εἶχε πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις εἴτε τό 674 - 678 ἐπί Κωνσταντίνου Δ’ εἴτε τό 717 - 718 ἐπί Λέοντος Γ’, θά ἐπακολουθοῦσε ὁ ἀναπόφευκτος ἐξισλαμισμός ὁλόκληρης τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου μέχρι τόν Δούναβη.[60] Ἦταν λοιπόν νίκες τῆς Εὐρώπης! Γι΄αὐτό ὁ Vasiliev γράφει: «ὁ Λέων ἔσωσε ὄχι μόνο τή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία… ἀλλά ὅλο τόν πολιτισμό τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ Ἄγγλος ἱστορικός Μπιούρυ ὀνομάζει τό ἔτος 718 “οἰκουμενική χρονολογία”… Ἐξεταζομένη ὑπό αὐτό τό πρῖσμα, ἡ νίκη τοῦ Λέοντος ἀπόκτα παγκόσμια ἱστορική σημασία».[61] Καί ὁ John Julius Norwich καταλήγει: «ὁ Λέων Γ΄ ἔσωσε τόν δυτικό κόσμο».[62]
δ) Ὁ μοναδικός εὐρωπαϊκός πολιτισμός ἐπί 7 αἰῶνες: Κατά τόν Cyril Mango: «ὑπῆρξε πραγματικά τό μόνο ὀργανωμένο κράτος δυτικότερα τῆς Κίνας, πού διέθετε ἀδιάλειπτη ἱστορική πορεία ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν αὐγή τῆς σύγχρονης ἐποχῆς»[63], δημιουργώντας τόν μοναδικό εὐρωπαϊκό πολιτισμό γιά περίπου 7 αἰῶνες, μέχρι τουλάχιστον τόν 11ο αἰώνα ὁπότε διαμορφώθηκαν τά δυτικά κράτη.
Ὅπως καταλήγει ὁ Γάλλος βυζαντινολόγος Charles Diehl: «ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία ὑπῆρξε ἡ ἕδρα ἑνός λαμπροῦ πολιτισμοῦ, ἀσφαλῶς ἑνός ἀπό τούς λαμπρότερους πού γνώρισε ὁ μεσαίωνας καί ἴσως τοῦ μοναδικοῦ πολιτισμοῦ πού γνώρισε πραγματικά ἡ Εὐρώπη ἀνάμεσα στά τέλη τοῦ 5ου καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα».[64]
Οἱ ρίζες λοιπόν τῆς σύγχρονης Εὐρώπης ἀνάγονται στήν Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας καί μόνο…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κατά τον πανευρωπαϊστή Richard Coudenhove-Kalergi μάλιστα, ο Ελληνικός Πολιτισμός των κλασσικών χρόνων θεωρείται η “πρώτη Ευρώπη”.
[2] «L'Empire chretien» σελ. 51.
[3] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 23.
[4] «Geschichte Griechenlands seit den Absterber des antiken Lebens bis zum Gegenwart», 1879.
[5] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», σελ. 131.
[6] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295.
[7] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 52.
[8] Emilienne Demoudeot «De l'unité à la division de l'Empire romain».
[9] Διονυσίου Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 54.
[10] «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων» σελ. 60.
[11] «Το Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58
[12] «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προβληματισμοί», Ἐκ-δόσεις Παρουσία, 2000.
[13] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 58.
[14] Κατά τόν F. Fuchs, ὑπῆρχε ἤδη Πανεπιστήμιο στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί ἁπλῶς τό 425 ἀναδιοργανώθηκε («Die Schulen von Konstantinopel im Mittelalter», Berlin 1926).
[15] Σέ ἀντίθεσι μέ τίς ἰδιωτικές σχολές (ὅπως π.χ. Ἀκαδημία Πλάτωνος, Λύκειον Ἀριστοτέλους, σχολές Ἀλεξανδρείας), οἱ φοιτητές δέν πλήρωναν, ἐνῶ εἶχαν καί φοιτητικό σύλλογο πού ἐξέλεγε τούς καθηγητές τους, οἱ ὁποῖοι διορίζοντο κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Συγκλήτου! Ἐπίσης σέ ἀντίθεσι μέ τά Πανεπιστήμια πού ἱδρύθηκαν πολύ ἀργότερα στήν Δύσι, εἶχε ἀπόκλειστικά κοσμικό χαρακτήρα καί δέν διδασκόταν Θεολογία.
[16] Σύνταξις διαθηκῶν καί ἀπονομή δικαιοσύνης στά Ἑλληνικά καί καθιέρωνε ἐπισήμως τήν χρῆσι τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας στήν διοίκησι
[17] Novellae 7 (15) a ed. K. E. Zacharia von Lingenthal, 1, 80.
[18] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250.
[19] Ὁ Στέφανος (580 - 642) ἦταν Ἀθηναῖος, ἀλλά δίδασκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν φιλόσοφος, μαθηματικός, ἀστρονόμος, ἰατρός καί πιθανῶς ἀλχημιστής. Εἶναι ὁ τελευταῖος Ἀλεξανδρινός φιλόσοφος πρίν τήν ἀραβική κατάκτησι.
[20] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 48.
[21] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 109. Τό ἀρχαιότερο εἰκονογραφημένο χειρόγραφο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Νικολάου Κρητός τό 835, προερχόμενο ἀπό τήν Μονή Στουδίου. Ἐπίσης, τό 1043 ἤ τό 1052 ἔχουμε τό πρῶτο βυζαντινό χειρόγραφο σέ χαρτί.
[22] «Kulturgeschichte von Byzanz» σελ. 422.
[23] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295.
[24] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος Πρῶτος, σελ. 90
[25] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511.
[26] Λίνος Γ. Μπενάκης «Ὁ Ἀριστοτέλης στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Μία ἐπίκαιρη συζήτηση», ὁμιλία σέ Ἡμερίδα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, https://-web.archive.org/web/20131206235014/http://www.academyofathens.gr/Documents/omilia_benaki.pdf, σελ. 4.
[27] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 872.
[28] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 298.
[29] «Ὁ κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας 150-750 μ.Χ.», ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1998, σελ. 187.
[30] «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προβληματισμοί», Ἐκδόσεις Παρουσία, 2000.
[31] «Ἡ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν» σελ. 41, 134
[32] («Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 90.
[33] Ι. Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[34] Karl Krumbacher «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 24.
[35] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 21.
[36] Γερμανικό φύλο.
[37] Ὁ Κάρολος Α’ ἦταν πρωτότοκος υἱός καί ἀπό τό 768 διάδοχος τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Πιπίνου Βραχέως ὁ ὁποῖος -λόγω τῆς ἀδιαφορίας τοῦ Κωνσταντίνου Ε’- κατέκτησε τό Ἐξαρχᾶτο τῆς Ραβέννας καί τό παρεχώρησε στόν πάπα (Πιπίνου δωρεά).
[38] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 27
[39] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 57.
[40] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 22
[41] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 15
[42] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 24
[43] «Γιατί τό Βυζάντιο» σέλ. 255
[44] «Οἱ βυζαντινές ρίζες τῆς Εὐρώπης καί ἡ θεωρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀφειλῆς στό Ἰσλάμ», ἐκδ. Πελασγός
[45] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 55. Τήν ἐποχή ἐκείνη Αὐτοκράτωρ στήν Κωνσταντινούπολι ἦταν ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς. Για να νομιμοποιηθῆ ὁ Ὄθων Α’ τοῦ ἀπέστειλε τό 968 ὡς πρέσβυ τόν Λιουτπράνδο τῆς Κρεμώνας για νά διαπραγματευθῆ συνοικέσιο τοῦ υἱοῦ του μέ μία πορφυρογέννητη πριγκήπισσα. Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστολή τοῦ πάπα τῆς Ρώμης πού ἔφερε ὁ Λιουτπράνδος, ἔγραφε: «Ad Nicephorum Phocam Graecorum Imperatorem», δηλαδή: «Στόν Νικηφόρο Φωκᾶ Αὐτοκράτορα τῶν Γραικῶν». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «ὁ Πάπας ἄρχισε νά τόν προσφωνεῖ “Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων” δίνοντας τόν τίτλο τοῦ “Αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων” -ἐπίσημο τίτλο τῶν Ἀρχόντων τοῦ Βυζαντίου- στόν Ὄθωνα τῆς Γερμανίας». («Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 427). Φυσικά, οὔτε τό συνοικέσιο, οὔτε ὁ χαρακτηρισμός ἔγιναν ἀπόδεκτα στήν Βασιλεύουσα.
[46] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 276
[47] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 283, 284.
[48] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 158
[49] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 254
[50] Ἄρθρο στήν ἐπιθεώρησι «Commentaires» σελ. 308
[51] «Le developpement des etudes d’ histoire Byzantine, Revue d’ Auvergne» τ. 18 σελ. 34
[52] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 28
[53] «Esquises Byzantines» (1874)
[54] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 158.
[55] Δ. Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 233.
[56] «Le developpement des etudes d’ histoire Byzantine, Revue d’ Auvergne» τ. 18 σέλ. 34
[57] «Le Monde byzantin, Volume 1: Vie et mort de Byzance» (1947 - 50).
[58] «The Byzantine Empire: The Rearguard of European Civilization»
[59] Ι. Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[60] Γι’ αὐτό καί ὑπῆρξε νίκη σημαντικότερη ἀπό τήν μετέπειτα νίκη τοῦ Καρόλου Μαρτέλ κατά τῶν Ἀράβων στό Πουατιέ τό 732.
[61] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 301.
[62] «Βυζάντιο: Οἱ Πρῶτοι Αἰῶνες» σελ. 364.
[63] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 32
[64] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», τόμος B’, σελ. 294.