ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ-"ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΤΡΙΣΗΛΙΟΥ ΘΕΟΤΗΤΟΣ"
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες -Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός καί Ἰωάννης Χρυσόστομος- θεωρούνται οἱ μεγάλοι Θεολόγοι καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προστάτες ἐπίσης τῶν γραμμάτων καί τῶν σπουδαστῶν.
Ἡ ἑορτή τους καθιερώθηκε κάθε 30 Ἰανουαρίου ἐπί Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου[1] ἀπό τόν Ἰωάννη Μαυρόποδα.[2]
Ἕλληνες ὅλοι τους, μιλοῦσαν καί ἔγραφαν στήν ἑλληνική γλῶσσα, διέθεταν ἑλληνική παιδεία καί χρησιμοποιούσαν τήν ἑλληνική διαλεκτική ὁρολογία γιά τήν διατύπωσι τῶν θεολογικῶν δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τό τροπάριό τους, τούς ἀποκαλεῖ «Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος...».
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (330 - 379)
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν Ἕλλην τῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας καί μάλιστα -ὅπως ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός στόν Ἐπιτάφιό του, ὑπερηφανευόταν γιά τήν καταγωγή του «ἀπό ἀρχαῖα ἑλληνικά γένη». Ἦταν ἀπό τούς λεγόμενους μεγάλους Καππαδόκες.
Διέθετε μεγάλη ἑλληνική παιδεία, καί εἶχε διδάσκαλο τόν ἐθνικό Λιβάνιο καί στήν Ἀθήνα τόν Χριστιανό φιλόσοφο Προαιρέσιο. Εἶχε συμμαθητές τοῦ τόν Ἰουλιανό καί ἔγινε ἀδελφικός φίλος μέ τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό.
Ὑπῆρξε ἀπό τούς σημαντικότερους θεολόγους τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ μέ συμβολή στήν ἀνάπτυξη τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος. Ὡς Ἐπίσκοπος Καισαρείας ἵδρυσε τήν «Βασιλειάδα», ἕναν πρότυπο οἶκο γιά τήν φροντίδα καί ἰατρική περίθαλψι τῶν πτωχῶν καί ἄρρωστων καί τήν ἐπαγγελματική κατάρτισι τῶν ἀνειδικεύτων.
Κεφαλαιώδης ἦταν ἡ συμβολή του στήν ἀξιοποίησι τῆς θύραθεν παιδείας ἀπό τήν χριστιανική Ἐκκλησία, ὡς ὄργανο διατυπώσεως θεολογικῶν ἀντιλήψεων. Στό ἔργο «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ’ ἑλληνικῶν γραμμάτων ὠφελοῖντο λόγων», τούς καλεῖ νά νά προσεγγίζουν τά ἑλληνικά γράμματα ὅπως οἱ μέλισσες τά λουλούδια, ἐξηγώντας «Οὐκ ἄχρηστα ψυχαίς μαθήματα τά ἔξωθεν δή ταύτα».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ (329 - 390)
Ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός ἦταν Ἕλλην ἀπό τήν Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας. Σπούδασε Ρητορική καί Φιλοσοφία στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Αθήνα μέ διδασκάλους τούς Ἰμέριο καί Προαιρέσιο.
Θεωρεῖται ὁ πιό ταλαντοῦχος ρήτωρ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ “Τριαδικός Θεολόγος”. Διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί πρωτεργάτης τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἦταν γνωστός ὄχι μόνο ὡς Θεολόγος, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί ποιητής.
Θεωρεῖται «φιλόσοφος τοῦ Ἑλληνισμοῦ», ἀφοῦ κατά τόν P. Lemerle διέθετε «μία ἀγάπη ὁλότελα ἑλληνική γιά τά γράμμματα»[3] πού κατάφερε νά τήν συνδυάση μέ τήν Ἐκκλησία[4], ἐνῶ ὁ F. Dolger παρατηρεῖ ὅτι «Τά ἔργα τους, τόσο ἀπό λογοτεχνική ὅσο καί ἀπό φιλοσοφική ἄποψη, ἄξια συναγωνίζονταν τά ἔργα τῶν εἰδωλολατρῶν ἀντιπάλων τους».[5]
Κατά τόν G. Mathew οἱ τρεῖς Καππαδόκες χαρακτηρίζονται ὡς «χριστιανοί πλατωνιστές» ἐνῶ «ἕνα μεγάλο μέρος τῆς φρασεολογίας τους καί τῶν ἰδεῶν τους εἶναι καθαρά στωϊκό… Ὅλα τέλος συνδέονται μεταξύ τούς μέ ἕνα τυπικό ἀριστοτελικό κεντρικό μοτίβο, τοῦ Θεοῦ σάν Αἰτίου, τοῦ “Ἀκινήτου Κινούντος” κάθε ἐπιθυμία».[6]
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (349 - 407)
Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος (349 - 407), καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Γονεῖς του ἦταν ἡ Ἑλληνίδα Ἀνθοῦσα καί ὁ Σεκοῦνδος, πού ἦταν εἴτε Ἕλληνας, εἴτε Ρωμαῖος. Ὅπως γράθει ὁ Κ. Ἄμαντος «ἐγνώριζε μόνον ἑλληνικά καί δέν δύναται νά ὀνομασθῆ Σύρος, ὅπως τόν ὀνόμασαν μερικοί ἱστορικοί… Εἶχε μητέρα λαμπρᾶν Ἑλληνίδα καί ὀνομαστόν Ἕλληνα διδάσκαλον, ἀλλά καί ἔζησεν εἰς τό ἑλληνικόν περιβάλλον τῆς Ἀντιοχείας».[7]
Διδάχθηκε Ρητορική καί Φιλοσοφία ἀπό τόν Λιβάνιο καί τόν Ἀνδραγάθιο. Ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀνέπτυξε πολυσχιδῆ φιλανθρωπική καί κοινωνική δράση. Ἡ παροιμιώδης ρητορική τοῦ δεινότητα σαγήνευε χριστιανούς καί ἐθνικούς καί διέθετε καλλιέπεια, ἀπαράμιλλη ἐπιχειρηματολογία καί ποιητική ρυθμικότητα. Χάρις σέ αὐτήν κέρδισε τό παρωνύμιο «Χρυσόστομος».
Ἀναγνώριζε τήν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας στήν τέχνη τοῦ λόγου, τήν ρητορική, τίς ἐπιστήμες καί τήν ποίησι. Παρότι δέν ἦταν ἰδιαίτερα θετικός πρός τήν ἀρχαία φιλοσοφία, ἐπαινοῦσε τούς φιλοσόφους Σωκράτη καί Διογένη καθώς καί τήν πλατωνική καί στωϊκή ἠθικολογία.
Ἵδρυσε εὐαγῆ ἱδρύματα ὑπέρ τῶν πτωχῶν, ὀρφανῶν καί ἀρρώστων καθῶς καί ἡμερήσια συσσίτια γιά ἀπόρους καί κατήργησε κάθε πολυτέλεια στήν Ἐκκλησία. Παράλληλα, διοργάνωσε ἱεραποστολές στήν Περσία, τήν Κελτική, τήν Φοινίκη, τήν Σκυθία καί τήν Γοτθία. Άφησε τεράστιο συγγραφικό ἔργο, τό ὁποίο καλύπτει 18 τόμους στήν Patrologia Graeca τοῦ Migne.
* * *
Ὁ Steven Runciman γράφει: «Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤξεραν τούς ἐθνικούς φιλοσόφους καί χρωστοῦσαν πολλά στό νέοπλατωνισμο».[8] Ἔτσι, κατά τόν Cyril Mango, πέτυχαν «νά μετατρέψουν τή θρησκεία τους σέ φιλοσοφία, δηλαδή σέ ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα μέ συνοχή, πού δίκαια μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς τό μεγαλύτερο πνευματικό ἐπίτευγμα τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας».[9]
Καί κατά τόν Ρῶσο θεολόγο Γ. Φλωρόφσκι «τό ἱστορικό νόημα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Χριστιανισμό».[10]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ὁ Κωνσταντῖνος Θ’ προερχόταν ἀπό ἀριστοκρατικό οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως («ὁ ρίζης ἀρχαίων τῶν Μονομάχων τελευταῖος βλαστός», κατά τόν Ψελλό), μέ καταγωγή ἀπό τήν ἑλληνιστική μητρόπολι Ἀντιόχεια. Βασίλευσε ἀπό τό 1042 μέχρι τό 1055.
[2] Ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους ἦταν Ἕλληνας ἀπό τήν Παφλαγονία. Διδάσκαλος τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ, ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν ποιητῶν, λογίων καί ρητόρων τοῦ Αὐτοκράτορος, μέ μεγάλο συγγραφικό, ποιητικό ἔργο καί σύνθεσι λειτουργικῶν κανόνων. Διοργανωτής τῆς Νομικῆς Σχολῆς Μαγγάνων (1047), θεωρεῖται ἀπό τούς προδρόμους τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τῶν μέσων τοῦ 11ου αἰῶνος. Περί τό 1050 ἔγινε Μητροπολίτης στά Εὐχάϊτα Παφλαγονίας.
[3] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 50.
[4] Rosemary Radford Ruether «Gregory of Nazianzus: Rhetor and Philosopher» (Oxford University Press, 1969), σελ. 18.
[5] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 804.
[6] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 65.
[7] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 79, 80.
[8] «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 263.
[9] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 137.
[10] «Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες».