ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ (ΡΩΜΑΝΙΑΣ)
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη
Μέ τήν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως - «Νέας Ρώμης» στό ἑλληνικό Βυζάντιο τό 324, τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας διαχωρίσθηκε διοικητικά ἀπό τό δυτικό.
-
Κρατική ἑνοποίηση τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου
Τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας περιελάμβανε ὅλο τό ἑλληνικό, ἑλληνόφωνο καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο: Tήν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, τήν Μικρά Ἀσία, τήν κεντρική καί Νότιο Ἰταλία καί τήν ἑλληνιστική Ἀνατολή (Συρία, Παλαιστίνη, Αἴγυπτο). Παράλληλα, τόν 5ο αἰώνα ἐπῆλθε ἡ κατάλυση τῆς Ρώμης καί τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τά γερμανικά φύλα. Ἡ ἑλληνιστική Ἀνατολή ἀποκόπτεται ὁριστικά ἀπό τήν λατινική καί ἐκγερμανισμένη Δύση. Ἡ ἐπικράτειά τῆς Αὐτοκρατορίας ταυτίζεται πλέον μέ τήν Αὐτοκρατορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τά βασίλεια τῶν ἐπιγόνων του. Εἶναι δηλαδή ὅλος ὁ ἑλληνιστικός κόσμος κρατικά ἑνοποιημενος γιά πρώτη φορά.[1]
Ὅπως λοιπόν γράφει ὁ Κων/νος Άμαντος: «Ἡ Ἀνατολή, εἰς τήν ὁποίαν ἐσπόρπισε τόν Ἑλληνισμόν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσίαν τοῦ Βυζαντίου, ὅχι μέ τό διαυγές πνεύμα τοῦ ἀρχαίου εὐρωπαϊκοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά μέ τήν ἐπίδρασιν τοῦ ἀνατολικού μυστικισμοῦ».[2]
Ἔτσι, κατά τον Cyril Mango, τό Βυζαντινό Κράτος σχηματίζεται «στό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πού ἦταν ἑλληνιστικό σέ ὅτι ἀφορᾶ τόν πολιτισμό καί τή γλῶσσα».[3] Καί ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ συμπληρώνει: «ὁ ἐξελληνισμός τοῦ ρωμαιογεννημένου Βυζαντίου εἶναι ἔργο, πάνω ἀπ’ ὅλα, τῶν μικρασιατικῶν πληθυσμῶν τοῦἑλληνιστικοῦ κόσμου».[4]
-
Ἑλληνιστικό Πολίτευμα καί θεσμοί
Γράφει ὁ Vasiliev: «Ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Κωνσταντῖνος... ἀντικατέστησαν τούς ρωμαϊκούς θεσμούς μέ τίς συνήθειες πού ἐπικρατοῦσαν στήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή».[5]
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐγκατέλειψε τό στέφανο πού φοροῦσαν οἱ Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες καί υἱοθέτησε τό διάδημα τῶν Ἑλλήνων Βασιλέων τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Μέ τίς μεταρρυθμίσεις του, συγκρότησε ἕνα πολύπλοκο σύστημα ἐξουσίας βασισμένο στά ἑλληνιστικά πρότυπα, μέ εἰδική ἐθιμοτυπία, τό ὁποῖο ὑπῆρξε ἡ ἀπαρχή τῆς περίφημης βυζαντινῆς γραφειοκρατίας.
Κατά τήν βυζαντινή πολιτική θεωρία ὁ Αὐτοκράτωρ εἶναι «νόμος ἕμψυχος», πεποίθηση πού ἀνάγεται στόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη. Ἡ πολιτική αὐτή θεωρία προσαρμόσθηκε στόν Χριστιανισμό μέ πρῶτο θεωρητικό της τόν Εὐσέβιο Καισαρείας. Ὅπως γράφει ὁ H. St. L. B. Moss «Ἡ ἄνοδος ἑνός χριστιανοῦ αὐτοκράτορα στό θρόνο ἔδωσε στόν Εὐσέβιο τήν εὐκαιρία νά προσαρμόσει τήν ἑλληνιστική θεωρία γιά τή βασιλική ἐξουσία στίς καινούργιες συνθῆκες».[6] Καί ἀλλού ἐπισημαίνει: «διάδοχος τῶν βασιλέων – σωτήρων τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς… ἡ βασιλεία του δέν ἦταν τυραννία ἀλλά “ἕννομος ἀρχή”. Ὅντας αὐτεξούσιος, μποροῦσε νά ἀσκεῖ σάν “νόμος ἕμψυχος” μία ἀνώτερη δικαιοσύνη…».[7]
Μάλιστα, κατά τόν Andre Piganiol «ὅλα ὅσα ὁ Πλάτων ὀνειρεύθηκε γιά τήν πόλι, πραγματοποιήθηκαν στούς κόλπους τοῦ ἀχανούς Κράτους».[8] Ἔτσι, ὁ καθηγητής Μίλτων Ἀνάστος ἐπισημαίνει: «Ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς ἑλληνιστικῆς θεωρίας περί βασιλείας φαίνεται ἴσως σαφέστερα στόν χαρακτηρισμό τοῦ Κωνσταντίνου ὡς “ἰσαποστόλου”, ἤ ὡς “δεκάτου τρίτου Ἀποστόλου”… ἡ ἰδέα… ἀποτελεῖ προσαρμογῆ τοῦ ἑλληνιστικοῦ προηγούμενου, βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος π.χ. ἀνακηρύχθηκε δέκατος τρίτος θεός…».[9]
Ἡ νομοθεσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε ριζοσπαστική γιά τήν ἐποχή καί σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τήν χριστιανική ἠθική ἀλλά καί «ἀπό τά τοπικά ἑλληνιστικά δίκαια».[10] Κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό, ὅλοι οἱ θεσμοί πλέον (διοικητικοί, δημοσιονομικοί κ.λπ). «προέρχονται ἐκ τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως τοῦ Ρωμαϊκοῦ συγκρητισμοῦ».[11]
-
Ἑλληνιστική Παιδεία, Γλώσσα καί Πολιτισμός
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ A. A. Vasiliev: «Ὁ πολιτισμός τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς… γονιμοποιεῖ τήν πνευματική καί καλλιτεχνική ζωή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας».[12]
Κατά τήν μεταβατική περίοδο ἀπό τόν 4ο ἕως τόν 7ο αἰώνα ἡ Παιδεία ἐπαναφέρει τά ἑλληνιστικά χαρακτηριστικά μέ ἐπιπρόσθετο τόν χριστιανικό παράγοντα. (βλπ. ἄρθρο μας «Στοιχειώδης καί Μέση Παιδεία στό Βυζάντιο»)
Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναλαμβάνει τά ἡνία μέ τό “Πανδιδακτήριον” στό ὁποῖο ὑπερτεροῦσαν οἱ Ἕλληνες καθηγητές οἱ ὁποῖοι δίδασκαν Φιλοσοφία, Ρητορική, Νομικά, Ἑλληνική καί Λατινική γραμματεία. (βλπ. ἄρθρο μας «Πανδιδακτήριον: Τό πρῶτο δημόσιο Πανεπιστήμιο»). Ὅλα τά ἑλληνιστικά κέντρα, μέ τήν ἑλληνική παιδεία τους «κατηύγαζον τήν ἑλληνόφωνον ἀνθρωπότητα»[13]: Ἡ Ἀλεξάνδρεια (Μουσεῖον), ἡ Ἀντιόχεια (Ρητορική Σχολή), ἡ Βηρυττός (Νομική Σχολή), ἡ Καισάρεια καί ἡ Γάζα (Ρητορικές Σχολές).
- Ἀπό τόν 7ο αἰώνα -πού ἡ ἑλληνική καθιερώνεται ὡς ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους- διαμορφώνεται ἡ μεσαιωνική ἑλληνική, ἄμεση ἐξέλιξη τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς. Παράλληλα ἀναπτύσεται ἡ δημώδης «τῆς ὁποίας οἱ ἀπαρχές ἀνάγονται τουλάχιστον στήν ἑλληνιστική ἐποχή».[14]
- Στήν Φιλολογία κατά τόν Μίλτωνα Ἀνάστο «οἱ Βυζαντινοί ἦταν ἀπό πολλές ἀπόψεις οἱ κληρονόμοι τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς».[15] Πράγματι, ἀπό τήν σχολή τῆς Ἀλεξανδρείας κληρονόμησαν τήν ἔφεση γιά συλλογή, ἀντιγραφή, σχολιασμό, ἀνθολόγηση, ἑρμηνεία ἀρχαίων κειμένων καί τό πάθος γιά ρητορική.
- Ἡ Λογοτεχνία ἀκολουθεῖ τά ἑλληνιστικά καί ἑλληνορωμαϊκά πρότυπα. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher: «Ὁ χαρακτήρ τοῦ συγκρητισμοῦ καί τῆς συναναμείξεως πού ἐχαράχθη εἰς τήν ἑλληνικήν λογοτεχνίαν τῶν ἀλεξανδρινῶν καί ρωμαϊκῶν χρόνων ἐπικρατεῖ καί εἰς τήν βυζαντινήν».[16]
- Στήν ἀρχιτεκτονική, τόν 4ο αἰώνα ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ὁ τύπος τῆς “βασιλικῆς”. Πρόγονοί της, οἱ αἴθουσες ἀνακτόρων, ἀγορές καί στοές τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, μέ τήν διαφορά ὅτι οἱ ἐξωτερικές κιονοστοιχίες μεταφέρθηκαν στό ἐσωτερικό καί δημιουργήθηκαν παραλλαγές ἀπό τόν συνδυασμό κορινθιακοῦ καί ἰωνικοῦ κιονοκράνου.
- Ἡ πρώϊμη βυζαντινή ζωγραφική συνεχίζει τήν ἑλληνιστική παράδοση τῆς τοιχογραφίας ἀλλά ἐπενδύει τά κλασικά θέματα μέ ἀλληγορικό χριστιανικό περιεχόμενο. Μέτά τόν 7ο αἰώνα χρησιμοποιεῖ κλασικίζουσα τεχνοτροπία καί ἄλλοτε γραμμικό ἀφαιρετικό ρεαλισμό, διατηρώντας ἀδιάσπαστη τήν ἑλληνιστική παράδοση. Τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας τά θέματα στρέφονται πρός τήν φύση καί τήν καθημερινότητα μέ ἔντονα ἑλληνιστικά πρότυπα. Ἀπό τόν 10ο αἰώνα ἀναβιώνει ἡ κλασική ἑλληνιστική τεχνική μέ μνημειακή καί στοχαστική ἀπόδοση.
- Τά ψηφιδωτά πού ἄνθησαν στήν ἑλληνιστική Ἀνατολή, στό Βυζάντιο φθάνουν στήν μεγαλύτερη ἀκμή τους. Ἡ λαμπρότητα, ἡ ἀντοχή καί ἡ ποιότητα ἅρμοζαν στήν μνημειακή τέχνη τῆς Αὐτοκρατορίας.[17] Παράλληλα, ἀναπτύσσονται τά μωσαϊκά δάπεδα μέ ἑλληνιστική ἐπίδραση.
-
Συνέχεια τοῦ Ἀλεξάνδρου - θεματοφύλακας τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Πολιτισμοῦ
Γράφει πολύ χαρακτηριστικά ὁ H. G. Wells: «Περί τοῦ Ἀνατολικοῦ αὐτοῦ κράτους ὁμιλούν ὡς ἐάν ἐπρόκειτο περί συνεχίσεως τῆς ρωμαϊκής παραδόσεως, ἐνῶ εἰς τήν πραγματικότητα ἦτο ἡ ἀνανέωσις τῆς παραδόσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου… Το κράτος αὐτό ἦτο ἑλληνικόν καί ὅχι λατινικόν. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ἕλθει καί εἶχαν παρέλθει».[18]
Ἀπό ἐθνολογική, ἐδαφική, γλωσσική, πολιτειακή, θεσμική καί πολιτιστική ἄποψη πρόκειται γιά συνέχεια τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου.
Γι’ αὐτό καί ὁ μαρξιστής Ἰ. Κορδάτος παραδέχθηκε ὅτι «Ὁ βυζαντινός πολιτισμός εἶναι κληρονομιά τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων μέ ἐπίχρισμα θεολογικό» καί «θεματοφύλακας τοῦ ἑλληνιστικοῦ πολιτισμοῦ».[19]
Ὅπως ἔγραψε ὁ Georg Ostrogorsky «Μεταξύ Βυζαντίου καί Ἑλληνισμοῦ ὑπάρχει, πέρα ἀπό μία ἀπλή γενεαλογική σχέση, μία βαθύτατη ὁμοιογένεια οὐσίας». Καί συμπλήρωσε «Ὁ βυζαντινός κόσμος ὅχι μόνο προήλθε ἀπό τόν ἑλληνιστικό, ἀλλά συνδεόταν μαζί του καί μέ μία ἐσωτερική συγγένεια. Ὅπως στόν ἑλληνιστικό ἕτσι καί στόν βυζαντινό κόσμο, τά διάφορα στοιχεῖα συνδέονται καί ἐναρμονίζονται μεταξύ τους σέ ἕνα κοινό πολιτιστικό σύνολο».[20]
-
Ἀπό Ἑλληνιστική σέ Ἑλληνική Αὐτοκρατορία
Ἡ περίοδος 324 - 610 εἶναι ἡ μεταβατική ἐποχή πού λήγει ἡ ρωμαιοκρατία καί δημιουργεῖται ἕνα θρησκευτικά ἐκχριστιανισμένο, πολιτικά ρωμαϊκό καί πληθυσμιακά γλωσσικά, πολιτισμικά καί πολιτειακά ἑλληνιστικό Κράτος.
Ὁ 7ος αἰώνας σηματοδοτεῖ τήν ἀραβική κατάκτηση Συρίας, Παλαιστίνης καί Αἰγύπτου. Οἱ λαοί ἐκεῖνοι μόνο ἐπιφανειακά εἶχαν ἐξελληνισθεῖ. Ὅπως εὐφυῶς ἔγραψε ὁ Chr. Dawson «ὁ Μωάμεθ ὑπῆρξε ἡ ἀπόκριση τῆς Ἀνατολῆς στίς ἀξιώσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου».[21]
Τό γεγονός λειτούργησε εὐεργετικά γιά τήν πληθυσμιακή ὀμοιογένεια τῆς Αὐτοκρατορίας. Κατά τόν Ἰωάννη Καραγιαννόπουλο «τήν περιόρισε στά φυσικά περίπου ὅρια τῆς ἑλληνικῆς πολιτιστικῆς ἑνότητας»[22]: Ὅπως γράφει ὁ Σπ. Λάμπρου: «τό κράτος εἶχεν ἀποβῆ αὐτόχρημα ἑλληνικόν».[23] Ἐπίσης κατά τόν Κ. Ἄμαντο κατέστη «ὁμοιογενέστερον, ἑλληνικώτερον».[24]
Δηλαδή, ἡ Αὐτοκρατορία ἀπό Ἑλληνιστική ἔγινε καθαρά Ἑλληνική.
Πράγματι, ἔκτοτε, κατά τόν Karl Roth: «Τά οὐσιώδη χαρακτηριστικά τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς γίνονται ὅλο καί περισσότερο ἔντονα στό βυζαντινό κράτος…».[25]
Μέ τήν ἀπώλεια τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό «ἐνῶ παρακμάζει τό οἰκουμενικόν ἰδεῶδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τό Βυζαντινόν Κράτος ἐξελληνίζεται».[26] Ὅπως γράφει ὁ Henri-Irenee Marrou «ἡ de facto αὐτοκρατορία ἔγινε ἑλληνική αὐτοκρατορία» («l'empire de fait est devenu un empire hellenique»).[27] Καί κατά τόν Sylvain Gouguenheim «Αὐτή ἡ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ἀποκλήθηκε “ἀνατολικορωμαϊκή” ἔγινε σταδιακά μία αὐτοκρατορία ἑλληνική».[28]
Σέ αὐτό τό Ἑλληνικό Κράτος πλέον, συγχωνεύονται τό ἑλληνιστικό πολίτευμα, τό ρωμαϊκό δίκαιο, ἡ ἑλληνική πνευματική παράδοση καί ἡ χριστιανική θρησκεία.
Τό πρῶτο θεμέλιο στοιχεῖο τῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ὁ Ἑλληνισμός, τοῦ ὁποίου «δρᾶ καί σφύζει ἡ πνευματική δύναμη».[29] Ὁ Paul Lemerle τόν χαρακτήρισε «ἑλληνισμό τοῦ “μπαρόκ” ἤ “αὐτοκρατορικό ἑλληνισμό” μέ στόχους πολιτικούς».[30] Ἡ Ἀρβελέρ ἐπιβεβαιώνει «ἀπό τόν Μάη τοῦ 330 ὡς τόν Μάη τοῦ 1453 ὁριοθετεῖται καί χρονολογεῖται ὁ βίος τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας τοῦ μεσαιωνικοῦ ἑλληνισμοῦ».[31]
Αὐτό πού ξεκίνησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, στήν οὐσία ολοκλήρωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
Ὁ Ἀλέξανδρος Γ’ ὁ Μέγας ἐγκαινίασε τόν Αὐτοκρατορικό Ἑλληνισμό. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἕλλην Αὐτοκράτωρ καί ἐκεῖνος πού πρῶτος διέσπειρε τόν Ἑλληνισμό στήν Ἀνατολή. Αὐτό πού ξεκίνησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, στήν οὐσία ολοκλήρωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Διότι κατά τόν John Bury, τό Βυζάντιο «ἦταν ἡ τελευταία φάσις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».[32] Καί κατά τόν Ι. Καραγιαννόπουλο ἔγινε «ἡ κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας, τοῦ “βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ”, πού συνέχισε τόν κλασικό καί τόν μακεδονικό» («Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Δέν ἀναφέρουμε πρόσκαιρες κατακτήσεις (Ἱσπανία, Ἀφρικῆ), ἀλλά διαχρονικές ἐδαφικές βάσεις τῆς Αὐτοκρατορίας.
[2] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» τόμος πρῶτος, σελ. 161
[3] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης: «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 23.
[4] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 13.
[5] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.
[6] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 34.
[7] Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ: « Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 41
[8] «L’ empire chretien» σελ. 401.
[9] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 322.
[10] Ἰωάν. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 74.
[11] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 144.
[12] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 247.
[13] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 368.
[14] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 346.
[15] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 347.
[16] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 54.
[17] Βλπ. Ν. Χατζηδάκη «Ἑλληνική Τέχνη: Βυζαντινά Ψηφιδωτά» σελ. 10.
[18] «Παγκόσμιος Ιστορία»
[19] M. Levtchenko «ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Εἰσαγωγή στίς βυζαντινές σπουδές, σελ. 7
[20] « ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος Πρῶτος, σελ. 89
[21] «Les origines de l’ Europe et de la civilisation europeenne» σελ. 145.
[22] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 131.
[23] «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», Τομος Γ’ σελ. 810.
[24] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 15.
[25] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ» σελ. 99.
[26] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 157 - 158.
[27] «Histoire de l'éducation dans l'Antiquité» σελ. 379.
[28] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 42.
[29] Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58.
[30] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 277 - 278.
[31] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 67 – 68.
[32] «A History of the Later Roman Empire» 1,4
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)