Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ “ΡΩΜΑΝΙΑΣ” ΑΠΟ ΤΟΝ 4ο ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 11ο ΑΙΩΝΑ: Δοκίμιο περί τοῦ Ελληνισμού τῆς Πρώϊμης & Μέσης Βυζαντινῆς Περιόδου
Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Ὅπως ἡ κτίσις τῆς Ἀλεξανδρείας ἀπό τόν Μέγα Ἀλέξανδρο τό 331 π.Χ. σηματοδότησε συμβολικά τήν στροφή τοῦ Ἑλληνισμοῦ πρός τό αὐτοκρατορικό ἰδεῶδες, ἔτσι ἡ κτίσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο τό 324 μ.Χ. εἶναι ὁ δεύτερος μεγάλος σταθμός πού ἀνανέωσε τόν Αὐτοκρατορικό Ἑλληνισμό γιά 11 ἀκόμη αἰώνες!
Η ἵδρυσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν ἀρχαία ἑλληνική ἀποικία τοῦ Βυζαντίου. αὐτῆς τῆς ξεκάθαρα ἑλληνικῆς «Νέας Ρώμης» ἔμελλε νά ἀντικαταστήση σταδιακά τήν λατινική Ρώμη. Καί νά ἐξελιχθῆ σέ ἕδρα μίας νέας Αὐτοκρατορίας γιά τό πρωτοφανές διάστημα τῶν 1129 ἐτῶν. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Andre Piganiol «ὁ ἑλληνισμός ξαναβρῆκε σέ αὐτήν, τήν ἰσχυρή του πρωτεύουσα, ἐνῶ παράλληλα ἡ Ρώμη γινόταν καί πάλι πρωτεύουσα τοῦ ρωμανισμοῦ».[1]
Τό ἔτος 395 συντελεῖται ὁ ὁριστικός διαχωρισμός τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου, ὅπως γράφει ὁ Karl Krumbacher «τό ἑλληνικόν στοιχεῖον ἦτο τό δεσπόζον».[2] Κατά τόν G. Herzberg: «Ἀπό αὐτό τό χρονικό σημεῖο κι ἔφ΄ἑξῆς, τό κέντρο βαρύτητος τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν πολιτική πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου».[3] 15 χρόνια μετά (410) ἡ λατινική Ρώμη ἁλώνεται ἀπό τούς βαρβάρους τοῦ Ἀλαρίχου. Καί τό 476 ἔχουμε τήν ὁριστική πτῶσι καί πολυδιάσπασι τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Κυριαρχεῖ πλέον τό βαρβαρικό γερμανικό στοιχεῖο πού ἐκτοπίζει παντελῶς τό ἑλληνορωμαϊκό. Ἀντιθέτως, στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας ἐπικρατεῖ ἡ κρατική συνοχή καί ἀποκλειστικά τό ἑλληνικό καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο. Ὅπως μάλιστα παρατηρεῖ ὁ σοβιετικός M. Levtchenko: «Ἐνῶ στή Δυτική Εὐρώπη οἱ βαρβαρικές εἰσβολές εἶχαν ἐξαφανίσει τόν ἀρχαῖο πολιτισμό… τό Βυζάντιο περιμάζεψε τήν κληρονομιά τοῦ Ἑλληνισμοῦ».[4]
Τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας περιελάμβανε ὅλο τό ἑλληνικό, ἑλληνόφωνο καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο. Ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Cyril Mango «Σχεδόν ὅλοι οἱ μορφωμένοι στήν Ἀνατολή ἤξεραν ἑλληνικά, ὅπως ὅλοι οἱ μορφωμένοι στή Δύση μιλοῦσαν λατινικά».[5] Συγκεκριμένα περιελάμβανε τήν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, τήν Μικρά Ἀσία, τήν κεντρική καί Νότιο Ἰταλία καί τήν ἑλληνιστική Ἀνατολή (Συρία, Παλαιστίνη, Αἴγυπτος). Εἶναι δηλαδή ὅλος ὁ ἑλληνικός καί ἑλληνιστικός κόσμος κρατικά ἑνοποιημενος γιά πρώτη φορά μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου…
Τήν ἴδια περίοδο πού γίνεται ὁ διαχωρισμός, στήν ἑλληνική Κωνσταντινούπολι δημιουργεῖται ἕνα ἀντιβαρβαρικό κίνημα -τό “Πανελλήνιον”- (400) μέ τό ὁποῖο παρατηρεῖται «…ἡ ἀφύπνιση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, ἀπό αἰώνες ἀποναρκωμένου στά πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς οἰκουμένης»[6] καί ἐνσαρκώνει «τήν ἐπανάστασιν τῆς ὁποίας ὁ Ἑλληνισμός ἀπέβη ὁ πρωτεργάτης»[7], μία ἑλληνίδα Αὐτοκράτειρα (Ἀθηναΐς - Εὐδοκία) συντελεῖ στήν ἀναγέννησι τῆς ἑλληνικῆς διανοήσεως μέ τό πρῶτο κρατικό Πανεπιστήμιο στόν κόσμο (425), τά ἑλληνικά ὑπερτεροῦν τῶν λατινικῶν καί θεσπίζεται στήν διοίκησι τό «ἑλληνιστί διατίθεσθαι».
Τό ὅραμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ νά ἀναβιώση τήν Ρωμαϊκή Οἰκουμένη «διακόπτωντας τήν φυσική ἐξέλιξη τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας»[8] ἁπλά ἐπιτάχυνε τήν διαδικασία ἐξελληνισμοῦ. Τό ὅτι -παρότι λατινόφρων- σέ Ἕλληνες στήριξε ὅλο τό ἔργο του (Θεοδώρα - Τριβωνιανός - Ἰωάννης Καππαδόκης - Ἀνθέμιος - Ἰσίδωρος - Βελισσάριος) καί στά ἑλληνικά ἐξέδωσε τίς «Νεαρές» του: «ἀποκαλύπτουν σέ ποιό βαθμό ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία εἶχε ἐξελληνισθεῖ κατά τόν 6ο αἰώνα».[9] Ὅπως ἀναφέρει ὁ Robert Browning «ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία εἶχε γίνει ἑλληνική ὡς πρός τή γλῶσσα σ’ ὅλα τά ἐπίπεδα».[10]
Ὅσο πλησιάζουμε στό τέλος τῆς μεταβατικῆς αὐτῆς περιόδου, τόσο πληθαίνουν οἱ Ἕλληνες ἤ ἐξελληνισμένοι Αὐτοκράτορες. Ορθότατα ὁ καθηγητής Παῦλος Καρολίδης, ἔγραψε ὅτι ὅλοι οἱ Αὐτοκράτορες ἀπό τόν Μαρκιανό μέχρι τόν Τιβέριο «μᾶλλον ἤ ἧττον ἦσαν Ἕλληνες». Καί ὅπως θά διαπιστώσουμε στό ἐπόμενο κεφάλαιο: «ἀπό τοῦ Μαυρικίου πάντες οἱ Βασιλεῖς κατήγοντο ἐκ τῶν ἐξηλληνισμένων χωρῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ἰδίως ἀπό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας».[11]
Ὁρόσημο τῆς ὁλοκληρωτικῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κράτους σέ Ἑλληνική Αὐτοκρατορία ἀποτελεῖ ἡ ἄνοδος τοῦ Αὐτοκράτορος Ηρακλείου πού συνέτριψε ὁριστικά τούς Πέρσες καί χαρακτηρίσθηκε «Βυζαντινός Ἀλέξανδρος»[12] καί «πρῶτος Σταυροφόρος». Ἐπίσημη γλῶσσα γίνεται ἡ ἑλληνική καί ἡ λατινική ἐξοβελίζεται ἀπό παντοῦ. Ὅλοι οἱ κρατικοί τίτλοι ἑλληνοποιούνται. Ὁ Αὐτοκράτωρ λαμβάνει τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασιλεύς» καί κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλληνικότης τοῦ κράτους».[13] Ὅπως γράφει ὁ Henri-Irenee Marrou «ἡ de facto αὐτοκρατορία ἔγινε ἑλληνική αὐτοκρατορία» («l'empire de fait est devenu un empire hellenique»).[14] Παράλληλα, μέ τήν ἀραβική κατάκτησι τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Αἰγύπτου ἡ Αὐτοκρατορία πληθυσμιακά γίνεται πιό συμπαγής καί ὁμοιογενής καί κατά τόν Vasiliev «ἕνα Κράτος μέ ἑλληνικό πληθυσμό, κυρίως, ἄν ὄχι πλήρως»[15]. Ἡ ἐπικρατειά της περιορίζεται στίς παραδοσιακές κοιτίδες τῶν Ἑλλήνων: τήν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, τήν Μικρά Ἀσία καί τήν Νότιο Ιταλία.
Τήν περίοδο 610 - 717, ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher: «συνετελέσθη ἡ ἀντικατάστασις τῶν ρωμαϊκῶν θεμελίων τοῦ κράτους διά τῶν ἑλληνικῶν, καί ἡ μετάβασις -ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἀπό τόν ρωμαϊκόν ὀργανισμόν τῆς πολιτείας εἰς τόν βυζαντινόν ἤ γραικο-ρωμαϊκόν λεγόμενον» [16] Ἔτσι, κατά τόν G. Ostrogorsky, τό Βυζάντιο: «ἄν καί παραμένει πάντα σταθερά προσκολημένο στίς ρωμαϊκές πολιτικές ἰδέες καί παραδόσεις, μεταβάλλεται σέ ἕνα μεσαιωνικό ἑλληνικό κράτος»![17] Κατά τούς Ἀλέξη Σαββίδη - Benjamin Hendricks: «Ἡ Ὕστερη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία σταδιακά μεταμορφώθηκε στή μεσαιωνική Ἑλληνική Αὐτοκρατορία μέσα ἀπό τρεῖς βασικές διαδικασίες: τόν ἐκχριστιανισμό της, τόν ἀπολατινισμό της καί τελικά τόν ἐξελληνισμό της, μία διαδικασία πού λίγο-πολύ ὁλοκληρώθηκε ὥς τόν 7ο αἰώνα μ.Χ.»[18]
Κατά τήν περίοδο 610 - 1081 ἡ Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας σώζει δύο φορές τήν Εὐρώπη ἀπό τήν μουσουλμανική πλημμυρίδα (674 - 678 καί 717 - 718). Γίνεται «ὁ προμαχώνας τῆς Εὐρώπης κατά τῆς Ἀσίας».[19] Ἀντιμετωπίζει διαδοχικά σέ βορρᾶ καί νότο, ἀνατολή καί δύσι, Πέρσες, Ἄβαρους, Σλαύους, Ἄραβες, Σαρακηνούς, Βούλγαρους, Ρῶς, Μαγυάρους, Οὔζους, Πετσενέγγους, Σέρβους, Ἴβηρες, Ἀρμένιους, Παυλικιανούς, Νορμανδούς καί Σελτζούκους Τούρκους. Παράλληλα, ἐκχριστιανίζει Σλαύους, Βουλγάρους καί Ρώσους καί δείχνει τήν ἱκανότητά της «νά ἐκπολιτίζει τούς καθυστερημένους λαούς καί νά τούς γαλουχή στά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς προγονικῆς πολιτιστικῆς σοφίας»[20], γεγονός πού ὑπῆρξε ἀπό «τά λαμπρότερα κατορθώματα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας».[21]
Τήν περίοδο 726 - 842 ἀκολουθοῦν τά 116 χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας πού ἐξελίχθηκε σέ μία νέα κρίσι ταυτότητος. Τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας (Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 787 & ὁριστικά τό 842), σήμανε ὄχι μόνο τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά καί τήν ὁριστική νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ ἀνατολίζοντος. Ἔκτοτε, ὅπως γράφει ἡ Judith Herrin «τό Βυζάντιο ἐκπροσωποῦσε μία ἰδιαίτερη πλευρά τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν ἑλληνική ὀρθοδοξία».[22] Ἐπισημαίνει ὁ Georg Ostrogorsky «Ἡ συντριβή τοῦ εἰκονοκλαστικοῦ κινήματος σήμανε τή νίκη τῆς ἑλληνικῆς θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς ἰδιομορφίας πάνω στήν ἀσιατική… Ἀπό τότε τό Βυζάντιο διατήρησε τή δική του πολιτιστική φυσιογνωμία μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς ἑλληνο - χριστιανική αὐτοκρατορία»![23] Κατά τόν Charles Diehl «Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ μοναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στηρίγματα πού ἐξασφάλισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδωσαν τόν χαρακτήρα της ἐπί αἰώνες: τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδοξία».[24]
Ἀπό τό ἔτος 843 καί ἰδίως μέ τήν ἄνοδο τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας τό 867 τό Πανεπιστήμιο ἀνασυγκροτεῖται, οἱ Αὐτοκράτορες γίνονται λόγιοι (π.χ. Λέων ΣΤ, Κωνσταντῖνος Ζ’), ἡ ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία ἀναγεννᾶται (Φώτιος, Κεφαλᾶς, Ἀρέθας, Ἰωαννης Μαυρόπους, Λέων ὁ Μαθηματικός, Μιχαήλ Ψελλός κ.ἄ.) καί οἱ σχολές καί ἕδρες ἀναβιώνουν καί πολλαπλασιάζονται. Ἡ Αὐτοκρατορία μετατρέπεται γιά τά ἑπόμενα 217 ἔτη κατά τόν Charles Diehl στήν «μεγάλη δύναμη τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου, ὑπερασπιστῆ τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τῆς ὀρθοδοξίας»[25]. Ὅπως μάλιστα ἀναφέρει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ, τόν 10ο αἰώνα πλέον ἐπρόκειτο ξεκάθαρα γιά μία «ἑλληνορθόδοξη Αὐτοκρατορία, μέ μία ἑνιαία παιδεία, ἀνεπιεική καί ἀδιάλλακτη ἔναντι λαῶν καί ἐθνῶν πού εἶχαν διαφορετικά Ἰδεώδη»[26], ἡ ὁποία κατά τόν G. Ostrogorsky κατεῖχε «ἰδιάζουσα θέσι μεταξύ τῆς Ρωμαιογερμανικῆς Δύσεως καί τῆς Ἰσλαμικῆς Ἀνατολῆς ὡς Κράτος Ἑλληνικό».[27] Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει ὁ Robert Browning γράφοντας ὅτι τούς «μή-Ἕλληνες, μή-ὀρθοδόξους τῆς αὐτοκρατορίας τούς μεταχειρίζονταν ὡς πολίτες δεύτερης τάξης» καί ὅτι «ὁ Βυζαντινός ἀξίωνε ἔμφυτη ἀνωτερότητα».[28]
Τό πρῶτο λοιπόν θεμέλιο στοιχεῖο τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας εἶναι ὁ Ἑλληνισμός, τοῦ ὁποίου «δρᾶ καί σφύζει ἡ πνευματική δύναμη».[29] Ὁ Paul Lemerle τόν χαρακτήρισε «ἑλληνισμό τοῦ “μπαρόκ” ἤ “αὐτοκρατορικό ἑλληνισμό” μέ στόχους πολιτικούς».[30] Τό διάστημα 959 - 1056 χαρακτηρίζεται ὡς “χρυσούς αἰών” τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ καί μετατρέπει τήν Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας στό ἰσχυρότερο καί πιό πολιτισμένο Κράτος τῆς Οἰκουμένης καί τήν Βασιλεύουσα στό «λαμπρότερο κέντρο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ὅπως ἔχουν πεῖ “τό Παρίσι τοῦ μεσαίωνα”»[31] ὅταν «οἱ περισσότερες μεγάλες πόλεις τῆς σύγχρονης Εὐρώπης ἦταν μέτριες καί φτωχές πολίχνες».[32]
Ἡ περίοδος 961 - 1025 ἐξελλίσει τήν ἡρωϊκή ἐποχή πού ξεκίνησε μέ τόν Ἡράκλειο σέ μία πραγματική ἐποποιία πού ἐκκινεῖ μέ τούς Νικηφόρο Β’ Φωκά καί Ἰωάννη Α’ Τσιμισκῆ καί ἀπoκορυφώνεται τήν 50ετία τοῦ Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου κατά τήν ὁποία ἡ Αὐτοκρατορία ἐξαπλώνεται ἀπό τόν Δούναβη μέχρι τήν Κρήτη, ἀπό τήν Καυκάσια Ἰβηρία μέχρι τόν Εὐφράτη, ἀπό τίς δαλματικές ἀκτές καί τήν Κάτω Ἰταλία μέχρι τά ὀροπέδια τῆς Ἀρμενίας ἐνῶ ἔχει ὡς δορυφόρους της, Ρωσία, Σερβία, Κροατία καί Βενετία! Ὅπως ἐπιβεβαιώνει ὁ Paul Magdalino ἐπρόκειτο πλέον καί πάλι γιά μία «ὑπερδύναμη σέ δύο ἠπείρους»[33], ἡ ὁποία ἦταν Κράτος «περισσότερο συμπαγές ἀπ’ ὅτι τό κράτος τῶν Καρολιδῶν ἤ τῶν Ἀββασιδῶν».[34]
Ἡ περίοδος 1028 - 1081 βλέπει τήν αὔξησι τῆς ἰσχύος τῶν συντεχνιῶν καί τήν ἀνάπτυξι μίας ἀστικῆς τάξεως ἐμπόρων καί βιοτεχνῶν. Ταυτόχρονα ἡ πνευματική ἀναγέννησις μέ βάση τήν στροφή πρός τόν «πλατωνικό στοχασμό»[35] δημιουργεῖ κατά τόν Α. Rambaud ἕνα «κόμμα τῶν φιλοσόφων»[36] ὅπου οἱ διαπρεπεῖς λόγιοι αὐξάνουν τήν ἐπιρροή τους στήν διοίκησι (Κων. Λειχούδης, Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἰωάννης Ξιφιλίνος, Μιχαήλ Ψελλός κ.ἄ.). Ὅπως γράφει ἡ J. M. Hussey αὐτό εἶχε διττές συνέπειες: «Ἡ ἱστοριογραφία, ἡ ποίηση, ἡ θρησκευτική σκέψη καί ζωή, ἡ ζωγραφική καί ἡ ἀρχιτεκτονική ἄνθισαν. Ὅμως ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία ἐξασθένησε, ἡ στρατιωτική ἄμυνα παραμελήθηκε».[37] Παράλληλα, μέ τό Σχίσμα τοῦ 1054 ὁριστικοποιεῖται ὁ ἀπό πολλῶν αἰώνων αὐξανόμενος ὁλοένα καί περισσότερο, γλωσσικός, πολιτιστικός, πολιτικός καί θρησκευτικός διαχωρισμός τοῦ λατινογερμανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως ἀπό τόν ἑλληνοβυζαντινό τῆς Ἀνατολῆς.
Τήν περίοδο 1056 - 1081 ἐπέρχεται ἡ παρακμή πού ἐπιφέρει τό ἀναπτυσσόμενο φιλειρηνικό - ἀντιστρατιωτικό πνεύμα καί ἡ παραμέλησις καί ἐξάρτησις τοῦ στρατοῦ ἀπό τυχοδιώκτες ξένους μισθοφόρους, ἀκριβῶς τήν κρίσιμη ἐποχή πού ἐμφανίζονται οἱ Σελτζούκοι στήν Μικρά Ἀσία. Ἡ πολιτική γραφειοκρατία εἶχε διαφθαρεῖ ἀπό ἕνα πολύπλοκο σύστημα προνομίων, ἐνῶ ἡ στρατοφεουδαρχική ἐπαρχιακή ἀριστοκρατία ἐπεδίωσε ἐπαύξησι τῶν κτημάτων καί μερίδιο στήν πολιτική ἐξουσία. Ἡ σύγκρουσις κατέστη ἀναπόφευκτη μέ συνέπεια τίς συνεχεῖς ἐπανα-στάσεις, τό χάος καί -μετά τήν ἧττα τοῦ Μάντζικερτ τό 1071- τήν σταδιακή ἀπώλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Τό ἔτος 1081 θά κλείση αὐτήν τήν περίοδο μέ νίκη τῆς στρατοφεουδαρχικῆς ἐπαρχιακῆς ἀριστοκρατίας (Κομνηνοί) ἐγκαινιάζοντας ἕναν περίπου αἰώνα ὑστάτης ἀναλαμπῆς τῆς «Ρωμανίας», πού -παρότι ἐσαεί πιστά προσκολημμένη στήν αὐτοκρατορική ἰδέα- μετεξελισσόταν ἀργά ἀλλά σταθερά ἀπό οἰκουμενική ὑπερδύναμι σέ ἕνα Ἑλληνορθόδοξο Κράτος, ὅπως τά νεότευκτα Κράτη τῆς Δύσεως…
ΕΞΩΦΥΛΛΟ & ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ 600 ΣΕΛΙΔΩΝ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΠΟΥ ΑΝΑΛΥΕΙ ΔΙΕΞΟΔΙΚΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ: ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 14 ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΩΝ: 2106440021
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] «L'Empire chretien» σελ. 51.
[2] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 23.
[3] «Geschichte Griechenlands seit den Absterber des antiken Lebens bis zum Gegenwart», 1879.
[4] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», σελ. 131.
[5] «Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης» σελ. 26.
[6] Emilienne Demoudeot «De l'unité à la division de l'Empire romain».
[7] Διονυσίου Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 54.
[8] Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος A’ σελ. 24.
[9] Καθηγητής Μίλτων Ἀνάστος («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 327).
[10] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 64.
[11] Παύλου Καρολίδη «Ἐγχειρίδιον Βυζαντινῆς Ἱστορίας» σελ. 83.
[12] Ὑπῆρξε ἐκεῖνος πού νίκησε ὁλοκληρωτικά τούς Πέρσες μετά ἀπό 1100 περίπου ἔτη Ἑλληνοπερσικῶν συγκρούσεων (ἀπό τόν 5ο π.Χ. αἰώνα).
[13] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250.
[14] «Histoire de l'éducation dans l'Antiquité» σελ. 379.
[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 271 - 272.
[16] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 25, 39.
[17] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 215, 216, 217.
[18] «Εἰσαγωγή στή βυζαντινή ἱστορία (284 - 1461)» σελ. 37.
[19] Ι. Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[20] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 158.
[21] Δ. Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 233.
[22] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 469.
[23] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος δεύτερος σελ. 90.
[24] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 33.
[25] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 48.
[26] «Ἡ Πολιτική Ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», σελ. 60..
[27] Διάλεξίς του στό Συμπόσιο τοῦ Ἰνστιτούτου Dumbarton Oaks τοῦ Harvard τόν Μάιο τοῦ 1957 δημοσιευθεῖσα στό «Dumbarton Oaks Papers», τεῦχος 13 (1959).
[28] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 156, 184
[29] Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58.
[30] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 277 - 278.
[31] Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 50.
[32] Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Γ’ σελ. 351. Ὅπως γράφει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Ὁ πλοῦτος καί τό μεγαλεῖο τῆς Βασιλεύουσας θαμπώνουν τούς πολυπληθεῖς ξένους, ἐμπόρους, διπλωμάτες, μισθοφόρους, προσκυνητές… Τά πολύτιμα προϊόντα τῆς βιοτεχνίας, σμάλτα, πολύτιμα σκεύη καί ὑφάσματα χρυσοποίκιλτα, εἶναι περιζήτητα ἀνά τόν κόσμο». («Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 41).
[33] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 243.
[34] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 244.
[35] Β. Ν. Τατάκη «Βυζαντινή Φιλοσοφία» σελ. 159.
[36] «Etude sur l’ Histoire byzantine» σελ. 140.
[37] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 165.