Ο ΡΩΜΑΝΟΣ Δ’ ΔΙΟΓΕΝΗΣ & Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ (1071)
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Τό διάστημα 959 - 1056 χαρακτηρίζεται ὡς “χρυσούς αἰών” τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ καί μετατρέπει τήν Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας στό ἰσχυρότερο καί πιό πολιτισμένο Κράτος τῆς Οἰκουμένης καί τήν Βασιλεύουσα στό «λαμπρότερο κέντρο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ὅπως ἔχουν πεῖ “τό Παρίσι τοῦ μεσαίωνα”»[1] ὅταν «οἱ περισσότερες μεγάλες πόλεις τῆς σύγχρονης Εὐρώπης ἦταν μέτριες καί φτωχές πολίχνες».[2] Ἡ περίοδος 961 - 1025 ἐξελλίσει τήν ἡρωϊκή ἐποχή πού ξεκίνησε μέ τόν Ἡράκλειο σέ μία πραγματική ἐποποιία πού ἐκκινεῖ μέ τούς Νικηφόρο Β’ Φωκά καί Ἰωάννη Α’ Τσιμισκῆ καί ἀπoκορυφώνεται τήν 50ετία τοῦ Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου κατά τήν ὁποία ἡ Αὐτοκρατορία ἐξαπλώνεται ἀπό τόν Δούναβη μέχρι τήν Κρήτη, ἀπό τήν Καυκάσια Ἰβηρία μέχρι τόν Εὐφράτη, ἀπό τίς δαλματικές ἀκτές καί τήν Κάτω Ἰταλία μέχρι τά ὀροπέδια τῆς Ἀρμενίας ἐνῶ ἔχει ὡς δορυφόρους της, Ρωσία, Σερβία, Κροατία καί Βενετία! Όμως τήν περίοδο 1056 - 1081 ἐπέρχεται ἡ παρακμή πού ἐπιφέρει τό ἀναπτυσσόμενο φιλειρηνικό - ἀντιστρατιωτικό πνεύμα καί ἡ παραμέλησις καί ἐξάρτησις τοῦ στρατοῦ ἀπό τυχοδιώκτες ξένους μισθοφόρους, ἀκριβῶς τήν κρίσιμη ἐποχή πού ἐμφανίζονται οἱ Σελτζούκοι στήν Μικρά Ἀσία. Ἡ πολιτική γραφειοκρατία εἶχε διαφθαρεῖ ἀπό ἕνα πολύπλοκο σύστημα προνομίων, ἐνῶ ἡ στρατοφεουδαρχική ἐπαρχιακή ἀριστοκρατία ἐπεδίωσε ἐπαύξησι τῶν κτημάτων καί μερίδιο στήν πολιτική ἐξουσία.
Ρωμανός Δ’ Διογένης: Προσπάθεια ἀνακάμψεως (1068 - 1071)
Τό 1067, τόν Κωνσταντῖνο Ι’ Δούκα διαδέχθηκε ἡ σύζυγός του Εὐδοκία Μακρεμβολίτισσα, ἡ ὁποία εἶναι ἀκόμη μία περίπτωσις γυναικός πού ἐστέφθη «βασιλεύς - αὐτοκράτωρ», κυβερνώντας μόνη ἐπί 7 μῆνες. Τό διάστημα ἐκεῖνο ὅμως οἱ Σελτζοῦκοι ὑπό τόν Alp Arslan ἐπέδραμαν στήν Μεσοποταμία, προωθήθηκαν στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἀντιόχειας καί κατέλαβαν τήν ἑλληνική Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, πατρίδα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ Αὐτοκράτειρα ἐνήργησε μέ σοφία καί ἀνιδιοτέλεια. Παρά τίς ἀντιδράσεις Μιχαήλ Ψελλοῦ καί “καίσαρος” Ἰωάννη, διόρισε στρατηλάτη τόν γενναῖο στρατηγό Ρωμανό Διογένη. Παράλληλα, ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Ξιφιλίνος καί ἡ Σύγκλητος, τήν στήριξαν. Ἔτσι στίς 1 Ἰανουαρίου 1068 παντρεύθηκε καί ἔστεψε Αὐτοκράτορα τόν στρατηλάτη, ὡς Ρωμανό Δ’ Διογένη. Ὁ νέος βασιλεύς προερχόταν ἀπό «γένος ἀρχαῖον καί εὐδαῖμον τῆς Καππαδοκίας» καί ἦταν «ἑλληνικῆς καταγωγῆς».[3] Μητέρα του ἦταν ἡ ἀνεψιά τοῦ Αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Γ’, τοῦ ἐπίσης ἑλληνικοῦ οἴκου τῶν Ἀργυρῶν.[4]
Ὁ Ρωμανός Δ’ Διογένης
Τό πρῶτο μέλημα τοῦ Ρωμανοῦ Δ’ ἦταν νά προσπαθήση ὅσο μποροῦσε νά ἀνασυγκροτήση τόν Στρατό καί νά τόν θέση σέ πολεμική ἑτοιμότητα. Ἡ κατάστασις τῶν θεματικῶν στρατευμάτων ἦταν ἀξιοθρήνητη «χωρίς τόν κατάλληλο ἐξοπλισμό, χωρίς πειθαρχία, χωρίς πολεμική πείρα».[5] Τό στράτευμα ἀπετελεῖτο ἀπό ἕνα συνονθύλευμα ξένων μισθοφόρων: Ἕλληνες, Πετσενέγγοι, Φράγκοι, Νορμανδοί, Οὖζοι, Βούλγαροι, Ἴβηρες κ.ἄ. ἀποτελοῦσαν αὐτό τό ἀνομοιογενές σύνολο. Οἱ πολεμικές ἀνάγκες ἀνάγκασαν τόν Ρωμανό Δ’ νά ὑποτιμήση τό νόμισμα. Παρά ταῦτα ὁ νέος βασιλεύς δέν ἄφησε τόν χρόνο νά χαθῆ. Μόλις δύο μῆνες ἀφοῦ ἀνέλαβε τήν ἐξουσία ἀποκατέστησε τήν πειθαρχία καί ἦταν ἔτοιμος νά δράση:
Ἡ πρώτη ἐκστρατεία του κατά τῶν Σελτζούκων διήρκεσε ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 1068 μέχρι τόν Ἰανουάριο τοῦ 1069. Σέ αὐτήν εἶχε μερικές ἐπιτυχίες περιορισμένης κλίμακος. Κατάφερε νά ἀπαλλάξη ἀπό τήν πίεσι τήν Σεβάστεια, τήν Τεφρική καί τήν Ἀντιόχεια, ἐνῶ ἀνακατέλαβε τήν Ἱεράπολι. Ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὡς ἀντιπερισπασμό κατέλαβαν καί λεηλάτησαν τό Ἀμόριο.
Ἡ δεύτερη ἐκστρατεία ξεκίνησε τόν φθινόπωρο τοῦ 1069. Σέ αὐτήν ἀναγκάσθηκε νά καταστείλη στάσι τῶν Φράγκων μισθοφόρων ὑπό τόν Robert Crispin οἱ ὁποῖοι -ἐν μέσῳ ἐκστρατείας- ἀπαιτούσαν τούς μισθούς τους. Κατόπιν κατάφερε νά προβῆ σέ ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις στήν Κελτζηνή, τήν Κολωνεία, τήν Σεβάστεια καί τά Τύανα, φθάνοντας μέχρι τήν Κιλικία. Γιά μία ἀκόμη φορά ὅμως οἱ Σελτζοῦκοι κατάφεραν νά δημιουργήσουν ἀντιπερισπασμό καί νά καταλάβουν τό Ἰκόνιο.
Τά ἀποτελέσματα τῶν δύο αὐτῶν ἐκστρατειῶν ἦσαν πενιχρά. Παράλληλα, στήν Δύσι ἤλθε ἕνα νέο πλῆγμα. Τό 1066, οἱ Νορμαν-δοί εἶχαν ἀρχίσει νά πολιορκοῦν τήν Βάρι (Bari). Στίς 16 Ἀπριλίου 1071 τήν κατέλαβαν. Τό τελευταῖο προπύργιο τῶν κτήσεων τῆς Νοτίου Ἰταλίας, τῆς Magna Graecia, εἶχε ἁλωθῆ.[6]
Ὁ Αὐτοκράτορας ὅμως ἦταν προσανατολισμένος κυρίως κατά τῶν Σελτζούκων. Τόν χειμώνα τοῦ 1071, ἄρχισε νά σχεδιάζη προσεκτικά μία ἀκόμη ἐκστρατεία. Ἀφορμή τοῦ ἔδωσε ἡ πολιορκία τῆς Ἐδέσσης ἀπό τόν Alp Arslan. Τόν Φεβρουάριο ἄρχισε νά συγκεντρώνη μία στρατιά περίπου 40.000 ἀνδρῶν, ἀπό τούς ὁποίους μόνο οἱ 10.000 ἦσαν βυζαντινοί ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι μισθοφόροι. Παράλληλα, ὁ Ρωμανός Δ’ ἀπέστειλε παραπλανητικά πρεσβεία στόν Σελτζοῦκο σουλτάνο μέ προτάσεις εἰρήνης.
Ἔτσι, τό θέρος τοῦ 1071 ξεκινοῦσε ἡ τρίτη ἐκστρατεία τοῦ Ρωμανοῦ Δ’ Διογένη, ὁ ὁποῖος εἰσέβαλε στήν Ἀρμενία καί τόν Ἰούλιο ἔφθασε στήν Θεοδοσιούπολι. Ὁ Σελτζοῦκος σουλτάνος πού πολιορκοῦσε τό Χαλέπι, ἔλυσε τήν πολιορκία του καί ξεκίνησε καί αὐτός πρός τό Μάντζικερτ μέ στράτευμα περίπου 30.000. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ρωμανός Δ’ διήρεσε τό στράτευμα σέ δύο τμήματα: Τό πρῶτο καί πιό ἀξιόμαχο[7], ἐτέθη ὑπό τόν Ἰωσήφ Ταρχανειώτη, συμπεριέλαβε περίπου 20.000 ἄνδρες καί ἐστάλη νά καταλάβη τό Χλιάτ τῆς Ἀρμενίας, ὥστε νά καλύψη τό δεξιό τῆς παρατάξεως. Τό δεύτερο τμῆμα τό διοικοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτωρ καί κατέλαβε τό Μάντζικερτ. Ὅμως γιά ἀνεξήγητο λόγο, τό πρῶτο τμῆμα δέν κατέλαβε τό Χλιάτ, ἀλλά κατευθύνθηκε πρός τήν Μελιτηνή, 150 χλμ. μακρυά ἀπό τό Μάντζικερτ![8] Ὁ Ρωμανός Δ’ λοιπόν ἔμεινε μέ τήν μισή δύναμι τοῦ στρατεύματός του καί μάλιστα τήν λιγότερη ἀξιόμαχη!
Ὁ Ρωμανός Δ’ Διογένης μέ τήν σύζυγό του Εὐδοκία Μακρεμβολίτισσα
Ἡ μάxη τοῦ Μαντζικέρτ: 24 - 26 Αὐγούστου 1071
Στίς 24 Αὐγούστου 1071 περίπολος ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τήν ἐμπροσθοφυλακή τοῦ ἐχθροῦ καί ὁ Αὐτοκράτορας ἀπέστειλε μικρό τμῆμα ὑπό τόν στρατηγό Νικηφόρο Βρυέννιο τό ὁποῖο ὅμως μπροστά στήν ἰσχυρή ἐχθρική δύναμι ὑποχώρησε. Τότε ἀπεστάλη ἰσχυρότερη δύναμις μέ Ἱππικό ὑπό τόν δούκα Νικηφόρο Βασιλάκιο, ὁ ὁποῖος παρασύρθηκε σέ παγίδα, ἡττήθηκε καί συνελήφθη αἰχμάλωτος. Ὁ Ρωμανός Δ’ ἀπέστειλε καί πάλι τόν Νικηφόρο Βρυέννιο, αὐτήν τήν φορά μέ ὅλη τήν ἀριστερή πτέρυγα τοῦ στρατεύματος. Οἱ Τοῦρκοι ἀποσύρθηκαν στούς γύρω λόφους καί προσπάθησαν νά περικυκλώσουν τόν Βρυέννιο ὁ ὁποῖος ἀναδιπλώθηκε, διεξάγωντας παράλληλα ἐπιτυχεῖς τοπικές ἀντεπιθέσεις. Τό ἴδιο βράδυ οἱ Σελτζοῦκοι διενήργησαν περιορισμένες ἐπιδρομές κατά τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοπέδου.
Στίς 25 Αὐγούστου 1071, τό αὐτοκρατορικό πεζικό ἀπώθησε ἀπόπειρα τῶν Σελτζούκων νά καταλάβουν τήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Βᾶν ἀπέναντι ἀπό τήν ἑλληνική παράταξι. Ἀλλά τμῆμα τῶν Οὔζων μισθοφόρων αὐτομόλησε στούς Σελτζούκους ὁμοφύλους του! Ὁ Ρωμανός Δ’ ἀπέρριψε τούς ὅρους σελτζουκικῆς πρεσβείας καί ἀπέστειλε ἀγγελιοφόρους στό τμῆμα τοῦ Ταρχανειώτη νά ἐπιστρέψη ἄμεσα. Ἡ προετοιμασία γιά τήν μεγάλη μάχη ἄρχισε.
Ὁ Αὐτοκράτορας παρέταξε τό στράτευμα σέ τετράγωνο σχηματισμό. Τήν ἀριστερή πτέρυγα διοικοῦσε ὁ Νικηφόρος Βρυέννιος μέ στρατεύματα ἀπό τά Θέματα Ἑλλάδος, Θράκης καί Μακεδονίας. Τό κέντρο διοικοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ρωμανός Δ’ μέ στρατεύματα ἀπό τήν Καππαδοκία, Φράγκους “φοιδεράτους” καί τμῆμα τῆς Βαραγγείου Φρουρᾶς. Τήν δεξιά πτέρυγα διοικοῦσε ὁ Θεόδωρος Ἀλυάττης μέ στρατεύματα ἀπό τήν Ἀρμενία, τήν Γεωργία καί Χάζαρους μισθοφόρους. Τήν ἐφεδρεία διοικοῦσε ὁ Ἀνδρόνικος Δούκας μέ τό 1/3 τῆς δυνάμεως. Ὁ Alp Arslan εἶχε παρατάξει τό στράτευμά του σέ σχῆμα ἡμισελήνου, χωρισμένο σέ τρεῖς διοικήσεις.
Στίς 26 Αὐγούστου 1071 ἄρχιζε ἡ μεγάλη μάχη. Ὁ Ρωμανός Δ’ διέταξε ἐπίθεσι καί τό στράτευμα ἄρχισε νά προελαύνη μέ σταθερό βῆμα. Ἡ τουρκική παράταξις ἄρχισε νά ὀπισθοχωρεῖ συντεταγμένα πρός τό ὄρος Σουφᾶν καί ὁ Αὐτοκράτορας τό ἀπόγευμα κατέλαβε τό ἐχθρικό στρατόπεδο. Στά ἄκρα ὅμως τῶν παρατάξεων οἱ Τοῦρκοι προκαλοῦσαν σοβαρές ἀπώλειες.
Οἱ ἀπώλειες καί ἡ ἐπερχόμενη νύκτα ὁδήγησαν τόν βασιλέα νά διατάξη συντεταγμένη τακτική ἀναδίπλωσι. Τοῦτο ὅμως ὀδήγησε σέ σύγχυσι. Ἡ δεξιά πτέρυγα ἐξέλαβε ἐσφαλμένα τήν διαταγή ὡς ἔνδειξι ἧττας καί τράπηκε σέ φυγή! Οἱ Σελτζούκοι τό ἐκμεταλλεύθηκαν καί ἄρχισαν καταδίωξι. Μόλις τό ἀντελήφθη ὁ Ρωμανός, διέταξε ὁλική ἀντεπίθεσι μαζί μέ τήν ἐφεδρεία. Ὅμως ὁ Ἀνδρόνικος Δούκας δέν ὑπάκουσε καί οἱ δυνάμεις τοῦ ἀποσύρθηκαν ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν δραματικό: Στά ἀριστερά ὁ Βρυέννιος διέσπασε τόν τουρκικό κλοιό, ἀλλά στά δεξιά ὁ Ἀλυάττης αἰχμαλωτίσθηκε. Στό κέντρο, ὁ Αὐτοκράτορας βρέθηκε κυκλωμένος μέ μόνους πλέον δίπλα του, τούς 600 Βαράγγους τῆς φρουρᾶς του.
Ὁ γενναῖος βασιλέας πολέμησε μέ ἀπαράμιλλο ἡρωϊσμό τραυματισμένος στό στήθος καί στό ἀριστερό χέρι. Τό ἄλογό του σωριάστηκε ἀπό τά ἐχθρικά βέλη, ἀλλά ἐκεῖνος συνέχισε νά πολεμᾶ πεζός, μέχρι πού ἔχασε τίς αἰσθήσεις του, ἀπό τά τραύματά του. Ἡ μάχη χάθηκε καί ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας βρέθηκε αἰχμάλωτος τοῦ ἐχθροῦ.
Αἴτια καί συνέπειες τῆς ἧττας - τό τέλος τοῦ Ρωμανοῦ Δ’
Ὁ Ρωμανός Δ’ Διογένης ὑπέπεσε ἀναμφισβήτητα σέ στρατηγικά σφάλματα. Ὅπως ὀρθότατα ἐπισημαίνει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου «Ἀντιθέτως πρός τούς μεγάλους στρατηλάτες τοῦ Βυζαντίου, αὐτοκράτορες Ἡράκλειο, Νικηφόρο Φωκά, Βασίλειο Β’, πού εἶχαν ἐπισταμένως μελετήσει τήν τέχνη τοῦ πολέμου καί καταστρώσει στρατηγικά σχέδια… ὁ Ρωμανός δέν φαίνεται νά εἶχε θεωρητική στρατιωτική κατάρτιση».[9]
Ἀλλά δέν εὐθύνεται ἀποκλειστικά αὐτός γιά τήν ἧττα τοῦ Μαντζικέρτ. Τά αἴτιά της εἶναι κυρίως τρία:
α) Ἡ μάχη δόθηκε χωρίς τό ἥμισυ τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος πού ἦταν καί τό πλέον ἀξιόμαχο καί ἱκανό. Ἐάν εἶχαν συμμετάσχει στήν μάχη οἱ 20.000 ἀνδρες πού ἐστάλησαν στό Χλιάτ ὑπό τόν Ταρχανειώτη, δέν θά ὑπῆρχε περίπτωσις ἧττας.
β) Ἡ ὀλιγωρία ἕως καθαρή προδοσία τοῦ Ἀνδρόνικου Δούκα. Ὡς διοικητής τῆς ἐφεδρείας -δυνάμεως 1/3 τοῦ στρατεύματος- ἐγκατέλειψε τό πεδίο τῆς μάχης κατά τήν πιό κρίσιμη φάσι. Ἐάν εἶχε ἐπιτεθεῖ -ὅπως διατάχθηκε- ἡ μάχη θά εἶχε κερδηθῆ.
γ) Ἡ ἀνομοιογένεια καί ὁ μισθοφορικός χαρακτήρας τοῦ στρατεύματος. Αὐτή ὁδήγησε σέ φαινόμενα ἀπειθαρχίας, ἀκόμη καί αὐτομολίας πρός τόν ἐχθρό, ὅπως στήν περίπτωσι τῶν Οὔζων.
Ἀπό στρατιωτικῆς ἀπόψεως, ἡ ἧττα στό Μαντζικέρτ δέν ὑπῆρξε καταστροφική:
α) Ὁ αὐτοκρατορικός στρατός εἶχε ἐλάχιστες ἀπώλειες καί τό πιό ἀξιόμαχο τμῆμα τοῦ ἦταν ἀνέπαφο,
β) Ἡ ἧττα ἐπῆλθε σέ μία ἀπό τίς ἐσχατιές τῆς Αὐτοκρατορίας πού δέν προκαθόριζε ἀπαραίτητα ἀπώλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας,
γ) Τό μόνο σοβαρό πλῆγμα ἦταν ἀπό ἠθικῆς καί πολιτικῆς ἀπόψεως, ἡ αἰχμαλωσία τοῦ Αὐτοκράτορος, πρᾶγμα πρωτοφανές μέχρι τότε.[10] Ἀλλά καί αὐτό μετριάσθηκε:
Ὁ Alp Arslan ἀρχικά ὑποδέχθηκε τόν αἰχμάλωτο Αὐτοκράτορα μέ ὑπεροψία, ἀλλά στήν συνέχεια ἐπέδειξε μεγαλοψυχία καί θαυμασμό γιά τόν προσωπικό ἡρωϊσμό του. Τοῦ προσέφερε μεγαλοπρεπές γεῦμα καί ὑπηρέτες καί πρότεινε ὑπογραφή συνθήκης εἰρήνης μέ τήν ὁποία: α) τά σύνορα θά παρέμεναν ἀμετάβλητα, β) οἱ Σελτζοῦκοι δέν θά εἰσέβαλαν ξανά στήν ἐπικράτεια τῆς Αὐτοκρατορίας, γ) ὁ Αὐτοκράτωρ θά κατέβαλε λύτρα γιά τήν ἀπελευθέρωσί του, δ) Ρωμανός Δ’ καί Alp Arslan θά πάντρευαν τά παιδιά τους.
Ὁ Ρωμανός Δ’ λοιπόν -μετά αἰχμαλωσία 8 ἡμερῶν- ἀνεχώρησε γιά τήν Βασιλεύουσα μέ μία πολύ εὐνοϊκή συνθήκη ἡ ὁποία ἐξουδετέρωνε τίς συνέπειες τῆς ἧττας.[11]
Ὁ Ρωμανός Δ’ πολέμησε μέ ἀπαράμιλλο ἡρωϊσμό τραυματισμένος στό στήθος καί στό χέρι
Μέ τήν εἴδησι τῆς αἰχμαλωσίας του, τήν ἐξουσία εἶχε ἀναλάβει ἡ Αὐτοκράτειρα Εὐδοκία Μακρεμβολίτισσα, ὡς συμβασιλεύουσα μέ τόν υἱό της Μιχαήλ Ζ’, ἐνῶ ἐπανῆλθε ἀπό τήν ἐξορία ὁ Ἰωάννης Δούκας.[12] Ὅταν ὅμως μαθεύτηκε ὅτι ὁ Ρωμανός Δ’ ἀπελευθερώθηκε καί εἶχε ἐπιτύχει συνθήκη μέ τόν σουλτάνο, οἱ πολιτικοί του ἀντίπαλοι κινήθηκαν:
Στίς 24 Ὀκτωβρίου 1071 ἔγινε πραξικόπημα μέ ὑποκινητές τούς Ἰωάννη Δούκα καί Μιχαήλ Ψελλό, τό ὁποῖο κύρυξε ἔκπτωτο τόν Ρωμανό Δ’ Διογένη, ἐξανάγκασε τήν Εὐδοκία νά ἀποσυρθῆ σέ μοναστήρι καί ἀνακήρυξε μοναδικό Αὐτοκράτορα τόν Μιχαήλ Ζ’ Δούκα.[13]
Κατά τό ταξείδι τῆς ἐπιστροφῆς του στήν Κωνσταντινούπολι, ὁ Ρωμανός Δ’ ἔμαθε τά γεγονότα τῆς καθαιρέσεώς του. Ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1071 μέχρι τήν ἄνοιξη τοῦ 1072 ἡ Αὐτοκρατορία ρίφθηκε στήν δίνη ἑνός ἐμφυλίου πολέμου. Τελικά -μετά ἀπό πολιορκία τοῦ «προδότη τοῦ Μάντζικίερτ»[14] Ἀνδρόνικου Δούκα- ὁ Ρωμανός παραδόθηκε στά Ἄδανα μέ τήν δέσμευσι νά ἀποσυρθῆ σέ μοναστήρι ὡς μοναχός. Ὅμως ὁ Ιωάννης Δούκας ἀθέτησε τήν συμφωνία καί στίς 29 Ἰουνίου 1072 διέταξε τήν τύφλωσί του ἡ ὁποία ἐκτελέσθηκε μαρτυρικά ἀπό ἕναν «ἀμαθῆ Ἰουδαῖο»![15] Βασανισμένος καί τυφλωμένος, ὁ γενναῖος καί προδομένος Αὐτοκράτορας ἐξορίσθηκε στήν νῆσο Πρώτη, ὅπου καί πέθανε ἀπό τίς πληγές του στίς 4 Αὐγούστου 1072. Ἡ Εὐδοκία Μακρεμβολίτισσα τόν τίμησε τουλάχιστον μέ μία μεγαλοπρεπή κηδεία.
Παρά τά ὅποια λάθη του, ὁ Ρωμανός Δ’ Διογένης ἀγωνίσθηκε μέ ἀνιδιοτέλεια νά ἀνορθώση στρατιωτικά τό Κράτος καί νά σώση τήν Μικρά Ἀσία ἀπό τήν σελτζουκική πλημμυρίδα. Εἶναι ἀναμφίβολα ἡ πιό ἀξιόλογη, γενναία ἀλλά καί τραγική προσωπικότητα τῆς ταραγμένης 25ετίας 1056 - 1081. Ἡ ἀνατροπή του καί ὄχι ἡ μάχη τοῦ Μαντζικέρτ εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ τέλους γιά τήν ἀπώλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Νικ. Οἰκονομίδης «Ὁ κατατρεγμός αὐτός τοῦ Ρωμανοῦ Δ’ ἀποτέλεσε γιά τούς Τούρκους τήν ἀφορμή γιά νά θεωρήσουν ἄκυρες τίς συνθῆκες πού εἶχαν πρίν ἀπό λίγο ὑπογράψει καί νά ἀρχίσουν ὀμαδικές εἰσβολές στή Μικρά Ἀσία».[16]
Η πρώτη Μικρασιατική Καταστροφή (1071-1080)
Ὅταν οἱ Σελτζούκοι ἔμαθαν τό τραγικό τέλος τοῦ Ρωμανοῦ Δ’ -τόν ὁποῖο εἶχαν σεβασθεῖ καί τιμήσει- θεώρησαν ἀνενεργή τήν συνθήκη εἰρήνης. Στήν Μικρά Ἀσία ἐπακολούθησε χάος μέ ἀπανωτές ἐπιδρομές, λεηλασίες καί καταστροφές στά ἐδάφη της. Ὁ Μιχαήλ Ζ’ Δούκας πού διαδέχθηκε τόν Ρωμανό, εἶχε ὡς διδάσκαλο τόν Μιχαήλ Ψελλό συνεπῶς εἶχε ἀξιόλογη φιλολογική παιδεία, ἀλλά ἦταν «χαυνός ἄγαν τό ἦθος», (Ζωναρᾶς ΙΙΙ σελ. 707), ἀνίκανος καί τυφλό ὄργανο τοῦ θείου του καίσαρος Ἰωάννου Δούκα καί τοῦ Ψελλοῦ.
Ἡ ἄμυνα ἦταν εὐκαιριακή καί ἀσυντόνιστη. Μάλιστα τό 1073 ὁ “δομέστικος τῶν σχολῶν” Ἀνατολῆς Ἰσαάκιος Κομνηνός[17] συνελήφθη αἰχμάλωτος καί ἀπελευθερώθηκε μέ λύτρα. Ὁ Ἀρμένιος Βαχράμ - Φιλάρετος[18] ἔσπευσε νά ἐκμεταλλευθῆ τήν κατάστασι γιά νά ἱδρύση ἐφήμερη αὐτόνομη ἡγεμονία στήν Κιλικία, τήν Εὐφρατησία καί τήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἀντιόχειας. Ὁ Φράγκος τυχοδιώκτης Roussel de Bailleul[19], ἐνῶ εἶχε σταλεῖ στήν Μικρά Ἀσία μέ δύναμι 3.000 μισθοφόρων ἱππέων ἐναντίον τῶν Τούρκων, στασίασε, καί ἀποπειράθηκε νά ἱδρύση δικό του “πριγκηπάτο”, νίκησε τόν Νικηφόρο Βοτανειάτη καί συμμάχησε μέ τόν “καίσαρα” Ἰωάννη, φτάνοντας μέχρι τήν Χρυσόπολι.
Ὁ Μιχαήλ Ζ’ Δούκας ζήτησε τήν βοήθεια τῶν Σελτζούκων γιά νά τούς ἀντιμετωπίση.[20] Γεγονός μοιραῖο, διότι ἀνενόχλητοι ἐπέδραμαν πλέον στά μικρασιατικά ἐδάφη. Καί ὅπως γράφει ὁ Steven Runciman: «Ἦταν λαός πρωτόγονος, καταστρεπτικός, ποιμενικός καί ὄχι γεωργικός. Ὅπου εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς εἶχε σταματήσει, δρόμοι καί ὑδραγωγεῖα εἶχαν καταστραφεῖ. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἕνας γρήγορος μαρασμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πού τή μετέβαλε σέ ἔρημο…».[21] Τά γεγονότα αὐτά σηματοδότησαν τήν πρώτη “μικρασιατική καταστροφή”. Γράφει ὁ Νικόλαος Οἰκονομίδης «Ἔτσι ἄρχισε ἡ ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων ἀπό τή Μικρά Ἀσία. Οἱ πρόσφυγες κατέφθαναν κατά κύματα στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου δημιουργήθηκαν σοβαρότατα προβλήματα δημόσιας ὑγείας καί ἐπισιτισμοῦ».[22]
Ἡ Μικρά Ἀσία ἦταν ἡ κύρια πηγή δυνάμεως τῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἔμψυχο καί ἄψυχο ὑλικό καί ὁ τόπος τῶν ἐπῶν καί τῶν θρύλων της. Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς ὑπῆρξε ἡ μάχη τοῦ Μάντζικερτ (1071). Οἱ Σελτζοῦκοι Τούρκοι κυριάρχησαν ἀπό τήν Κιλικία μέχρι τόν Ἑλλήσποντο καί ἄρχισε ἡ μαζική ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων. Μέχρι τό 1080 σημειώθηκε ἡ πρώτη μικρασιατική καταστροφή...
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 50.
[2] Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Γ’ σελ. 351.
[3] A. A. Vasiliev «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 448.
[4] J. C. Cheynet - J.F. Vannier «Les Argyroi» σελ. 57 - 90.
[5] Νικόλαος Οἰκονομίδης («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 144).
[6] Σημειώνουμε ὅτι 5 χρόνια πρίν -τό 1066- οἱ Νορμανδοί ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Γουλιέλμου τοῦ Κατακτητοῦ εἶχαν καταλάβει τήν Ἀγγλία μετά τήν μάχη τοῦ Hastings.
[7] Περιελάμβανε τούς Νορμανδούς καταφράκτους ἱππεῖς τοῦ Roussel de Bailleul.
[8] Ἡ κίνησις αὐτή τοῦ Ταρχανειώτη, ἀπό ἄλλους ἑρμηνεύεται ὡς προδοσία καί ἀπό ἄλλους ὡς ἀναγκαστική κίνησις, λόγω ἐμφανίσεως ἰσχυρῶν σελτζουκικῶν δυνάμεων πού τοῦ ἀπέκοψαν τόν δρόμο πρός τό Χλιάτ.
[9] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 241.
[10] Ὑπῆρχε μέχρι τότε μόνο τό παράδειγμα δύο Αὐτοκρατόρων πού ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης. Γιά πρώτη φορά ὅμως Αὐτοκράτωρ ἔπεφτε στά χέρια τοῦ ἐχθροῦ.
[11] Χαρακτηριστικό τῆς τιμῆς καί σεβασμοῦ τοῦ Alp Arslan πρός τόν Ρωμανό Δ’, εἶναι ὅτι κατά τήν ἀναχώρησί του, τοῦ προσέφερε μεγάλη σουλτανική στολή σέ ἀντικατάστασι τῆς ματωμένης καί σχισμένης ἀπό τήν μάχη στολῆς του.
[12] Ὁ Ρωμανός Δ’ Διογένης τοῦ εἶχε ἀφαιρέσει τό ἀξίωμα τοῦ “καίσαρος” καί τόν εἶχε ἐξορίσει.
[13] Ὁ Ρωμανός Δ’ εἶχε διατηρήσει συμβασιλεῖς τούς υἱούς τοῦ Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα, Μιχαήλ καί Κωνστάντιο, ἐνῶ ἔκανε συμβασιλέα καί τόν ἄλλο υἱό του, Ἀνδρόνικο. Τό ἴδιο ἔπραξε καί γιά τούς δικούς του υἱούς μέ τήν Εὐδοκία, Λέοντα καί Νικηφόρο.
[14] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 246.
[15] Ἔκανε τρεῖς μαρτυρικές ἀπόπειρες μέχρι νά πετύχη νά τόν τυφλώση, ἐνῶ ὁ Ρωμανός Δ’ εἶχε γεμίσει στά μάτια αἵματα, «θέαμα οἰκτρόν καί ἐλεεινόν» (Μιχ. Ἀτταλειάτου σελ. 178).
[16] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Θ’ σελ. 9.
[17] Ἀδελφός τοῦ μετέπειτα Αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α’ Κομνηνοῦ.
[18] Καταγόταν ἀπό τό Βασπουρακᾶν τῆς Ἀρμενίας, ἀλλά εἶχε τόσο ἐξελληνισθεῖ ὥστε νά υἱοθετήση ἐκτός ἀπό τό ἀρμένικο ὄνομα Βαχράμ καί τό ἑλληνικό Φιλάρετος καί περιγράφεται ὡς Ἕλληνας στήν γλῶσσα, τά ἤθη καί τήν θρησκεία (βλπ. Nina G. Garsoïan «The problem of Armenian integration into the Byzantine Empire», στό: Hélène Ahrweiler και Angeliki E. Laiou «Studies on the internal diaspora of the Byzantine Empire» σελ. 103.
[19] Ἦταν Νορμανδός ἤ Φράγκος πού τό 1070 ἐπικεφαλῆς περίπου 500 Νορμανδῶν μισθοφόρων μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του στόν Ρωμανό Δ’ Διογένη. Κατά τήν μάχη τοῦ Μάντζικερτ βρισκόταν μέ τίς δυνάμεις τοῦ Ταρχανειώτη πού εἶχαν κινηθῆ πρός τό Χλιάτ καί δέν πρόλαβαν νά συμμετάσχουν στήν μάχη, γεγονός πού συνετέλεσε τά μέγιστα στήν ἧττα. Ὁ Μιχαήλ Ζ’ τόν διόρισε διοικητή ὅλων τῶν Φράγκων μισθοφόρων.
[20] Ὁ Roussel de Bailleul συνελήφθη ἀπό τούς Σελτζούκους καί ὁ Ἰωαννης Δούκας ἔγινε οἰκειοθελῶς μοναχός γιά νά μή τιμωρηθῆ ὡς σφετεριστής. Ἀργότερα ἡ σύζυγός του Roussel ἔδωσε λύτρα γιά τήν ἀπελευθέρωσί του καί ὁ φιλόδοξος Νορμανδός ἐπέστρεψε στήν Ἀμάσεια, ἀλλά ὁ στρατηγός Ἀλέξιος Κομνηνός -ὁ μετέπειτα Αὐτοκράτωρ- κατάφερε νά τόν συλλάβη καί νά τόν φυλακίση στήν Κωνσταντινούπολι.
[21] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 59.
[22] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Θ’ σελ. 10.
Για περισσότερα στο έργο του συγγραφέως "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324 μ.Χ. - 1081 μ.Χ. Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνων". (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ). Προμήθεια: ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 14 ΑΘΗΝΑ. Τηλ. παραγγελιών: 210 6440021