ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ & ΓΡΑΦΗ
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη
Ἀπό τόν 7ο αἰώνα -πού ἡ ἑλληνική καθιερώνεται ὡς ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους- διαμορφώνεται ἡ πρώϊμη μεσαιωνική ἑλληνική, ἀποτέλεσμα κυρίως τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα. Πρόκειται γιά ἄμεση ἐξέλιξη τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς. Περισσότερο κοντά στήν ἑλληνιστική κοινή βρίσκεται ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας.
-
Ἡ ἀτθίδα γλῶσσα
Οἱ λόγιοι χρησιμοποιοῦν κυρίως τήν «ἀτθίδα» γλῶσσα. Εἶναι δηλαδή “ἀττικίζοντες”. Κατά τόν Μίλτο Ἀνάστο διακρίνονται ἀπό «συνειδητή προσπάθεια νά μιμηθοῦν τό ὕφος καί τή γλῶσσα τῶν μεγάλων συγγραφέων τῆς ἀρχαιότητας» δημιουργώντας ἔτσι μία «νέα λογοτεχνική γλῶσσα, τή “νέο-ἀττική” ἤ “κοινή διάλεκτο” ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν βυζαντινό πρόδρομο τῆς σύγχρονης καθαρεύουσας». [«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 346].
-
Ἡ δημώδης (καθομιλουμένη)
Παράλληλα ἀναπτύσεται ἡ δημώδης «τῆς ὁποίας οἱ ἀπαρχές ἀνάγονται τουλάχιστον στήν ἑλληνιστική ἐποχή» [«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 346], πού γίνεται ἡ καθομιλουμένη τῶν λαϊκῶν στρωμάτων καί ἀποτελεῖ πρόγονο τῆς σύγχρονης δημοτικῆς. Κορυφαῖο δεῖγμα της εἶναι ὁ Ἀκριτικός Κύκλος καί κυρίως τό «Ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκριτῆ» στήν παραλλαγή Ε’.
-
Ἡ ἑνότητα καί διάσωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας διατηρήθηκε καί ἀπετράπη ἡ διάσπασή της σέ ἄλλες γλωσσικές γενέσεις ὅπως συνέβη μέ τήν λατινική στήν Δύση ἡ ὁποία διεσπάσθη σέ νέες λατινογενεῖς ἤ ρωμανικές γλῶσσες, ὅπως ἡ ἰταλική, ἡ γαλλική, ἡ ἱσπανική, ἡ πορτογαλλική κ.λπ. Περί τό 815, ὁ Μιχαήλ Σύγκελλος συνέταξε τό ἀρχαιότερο ἑλληνικό μεσαιωνικό λεξικό μέ τίτλο «Μέθοδος περί τῆς τοῦ λόγου συντάξεως». Καί ὁ Θεόγνωστος τήν ἴδια περίοδο συνέγραψε τό ἔργο τοῦ «Περί ὀρθογραφίας».
-
Ἡ ἐφεύρεση τῆς μικρογράμματης γραφῆς
Τόν 9ο αἰώνα ἡ ἑλληνική γραφή μετατρέπεται σέ καλλιγραφική μικρογράμματη, μέ χωρισμό τῶν λέξεων, τονισμό καί στίξη. Ἡ μικρογράμματη ἑλληνική γραφή καί ὁ ἐπακόλουθος “μεταγραμματισμός” κατά τόν P. Lemerle «θά δώσει τό ὄργανο σέ μία νέα παιδεία, σέ ἕναν νέο οὐμανισμό». [«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 109].
Τό ἀρχαιότερο εἰκονογραφημένο χειρόγραφο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Νικολάου Κρητός τό 835, προερχόμενο ἀπό τήν Μονή Στουδίου. Ἐπίσης, τό 1043 ἤ τό 1052 ἔχουμε τό πρῶτο βυζαντινό χειρόγραφο σέ χαρτί.