ΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ: ΤΑ ΔΗΜΩΔΗ ΕΠΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Ὁ Κύκλος τῶν Ἀκριτικῶν Τραγουδιῶν ἀπο­τε­λεῖ­ται ἀπό τά πρῶτα γνωστά δημοτικά τραγούδια πού ἀνα­φέ­ρονται στά κα­τορθώματα τῶν ἀκριτῶν τῶν ἀνατολικῶν συ­νό­ρων στούς πο­λέ­μους κα­τά τῶν Ἀράβων ἀπό τόν 7ο μέχρι τόν 11ο αἰ­ώ­να, τῶν, κατά τόν Charles Diehl «πραγματικῶν Κλεφτῶν τοῦ μεσαίωνα» («Ἱστορία τῆς Βυ­ζα­ντι­νῆς Αὐ­τοκρατορίας», Τόμος Δ’ σελ. 645).
 
 
 
Πρόκειται μᾶλλον γιά τήν πρ­ώτη μο­ρ­φή δημοτικῶν τραγουδιῶν πού συνετέλεσαν στή δη­μιουργία τῆς ἡρω­­ϊκῆς ποιήσεως στήν δη­μο­τι­κή γλῶσσα. Ἡ παλαιό­τη­τά τους ἀπό­δει­κνύεται ἀπό τήν μνεία τῶν Σαρακηνῶν καί τά βυζαντινά ὀνόματα τῶν ἡρώων, ὅπως: Ἀλέξιος, Κωνσταντῖνος, Θεοφύλακτος κ.λπ.
 
Δια­κρί­νο­νται γιά τήν πνοή καί τό ἡρωϊκό πνεῦμα τους, τήν πυκνή λι­τό­τητα τοῦ λόγου καί τήν γλωσσο­πλαστική τούς δύναμη. Οἱ ἥρωές τους -ἀ­κρί­τες- ἐξαίρονται γιά τήν ἀνδρεία τους καί συχνά ἀποκτοῦν ὑπερφυ­σι­κές δια­στάσεις, ἐνῶ γίνονται λαϊκοί θρύλοι.
 
Κατά τόν F. Dolger ἡ δημώδης αὐτή λογοτεχνία ἐξέφρασε «τήν αἰώνια ἀνάγκη πού σπρώχνει κάθε Ἕλλη­να νά συνθέτει ποιήματα καί νά διηγεῖται ἱστορίες» ἐνῶ «στέ­ριωσε στήν ψυχή τῶν Ἑλλήνων τό περήφανο ἐκεί­νο αἴσθημα τῆς συνέ­χειας πού τούς ἔκανε νά διατηρήσουν τά ἰδιαίτερά τους γνωρίσματα». (Πα­νεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 769, 804).
Τό γνωστότερο τοῦ κύκ­λου «Τό Ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκριτῆ» (1042 μέ 1055): Μνημειῶδες ἐπι­κό μυθιστόρημα ἀγνώστου συγγραφέως.
 
Τά ἱστο­ρι­κά στοι­χεῖα πού πα­ρα­­­­­­­θέτει τό ταυ­τί­ζουν μέ τήν ἐπο­χή τοῦ 9ου καί 10ου αἰῶνος. Ὁ Διγενής Ἀκρίτας ἀναφέρεται ὡς σύγχρονος τοῦ Αὐτοκράτορος Βα­σι­λείου, ἀλλά δέν προσδιορίζεται ἄν ἐννοεῖ τήν ἐποχή τοῦ Βασιλείου Α’ ἤ ἐκείνη τοῦ Βασιλείου Β’ τοῦ Βουλγαροκτόνου.
 
Θε­ω­ρεῖται τό ἀρχαιότερο μνημεῖο δημώδους ποιήσεως καί, ὅπως γρά­φει ὁ Robert Browning «ὑπάρχουν σ’ αὐτό ἀπόηχοι τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πινδάρου, τοῦ Ἀρριανοῦ καί ἄλλων κλασικῶν συγγραφέων». [«Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 174 - 175].
Πρό­κειται γιά πρώϊμη εἰ­σα­γωγή στήν νεοελληνική λο­­γο­τεχ­νία. Ἐκ­τι­μᾶ­ται ὅτι μετα­δι­­­δόταν ὡς δημοτικό τρα­­­γού­δι καί συ­νε­τέ­θη γιά πρώ­­τη φορά τήν περίοδο τοῦ Κων­στα­ντί­­νου Θ’ Μο­νο­μά­χου.
Τό ἔργο σώζεται σέ ἕξι παραλλαγές:
  • Τό χειρόγραφό του Ἐσκοριάλ μέ 1867 στίχους,
  • Τό χειρόγραφό της Τραπεζούντας μέ 3182 στίχους,
  • Τό χει­ρό­γραφο Ἄνδρου - Ἀθηνῶν μέ 4778 στίχους,
  • Τό χειρόγραφό της Κρυ­πτο­φέρ­­ρης μέ 3709 στίχους,
  • Τό χειρόγραφό της Ὀξφόρδης, πού εἶναι δια­σκευή τοῦ 1670 καί
  • Τό χειρόγραφό της Ἄνδρου πού εἶναι διασκευή τοῦ 1632.
Ἀπό αὐ­τά, πιστότερο στήν ἀρχική μορφή τοῦ Ἔπους, θεωρεῖται ἐ­κεί­­­νο τοῦ Ἐσ­κο­ριάλ (παραλλαγή Ε’) καί ἐκεῖνο τῆς Κρυπτοφέρρης (πα­ραλ­­­λαγῆ Κ), πού εἶναι λόγια διασκευή του, τοῦ 12ου αἰῶνος.
 
Γραμ­­μέ­νο στήν δημώδη μεσαιωνική ἑλλη­­νι­κή ἀφηγεῖ­ται τήν ζωή καί τούς ἡρωϊ­κούς ἀγῶνες τοῦ Βασι­λεί­ου Δι­γενῆ Ἀκρι­τῆ. Πρόκειται γιά ἕναν ἀπό τούς ἡρωϊκούς ἀκρίτες «στά σύνορα τοῦ ἑλ­ληνικοῦ καί τοῦ μουσουλμανικοῦ κόσμου». (Charles Diehl ὅ.π. Τόμος Δ’ σελ. 647). Τό προσωνύμιο «Διγενῆς» ἀπέκτησε ἐξ΄αἰτίας τῆς διπλῆς κα­ταγωγῆς του: Μητέρα του ἦταν ἡ Ἑλληνίδα Εἰρήνη, θυ­γα­τέρα μᾶλλον τοῦ στρατηγοῦ Ἀνδρονίκου Δούκα, ἐνῶ πατέρας του ἦταν ὁ ἐκχρι­στια­νι­σμέ­νος Ἄραβας ἐμίρης Μουσούρ ἀπό τήν Συρία., πού θεωρήθηκε «τό πρότυπο τῶν γενναίων, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, ὁ εἰρη­νοποιός της Ρω­μα­νίας». [Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Δ’ σελ. 653].
 
 
πεικόνηση τοῦ Βασιλείου Διγενῆ Ἀκρίτα (πίνακας τοῦ Χρῆστου Γιαννόπουλου)
 
Στά ἀρχαιότερα καί πιό σημαντικά ἔρ­γα τοῦ ἀκριτικοῦ κύκλου κατατάσσεται καί «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» (11ος αἰώνας).
 
Εἶναι συντεταγμένο σέ δεκαπεντα­σύλ­­­λαβο ἀνομοιοκατάληκτο ἰαμβικό μέτρο 200 στίχων καί ἀφη­γεῖται τούς ἄθλους τοῦ βυζαντινοῦ πολεμιστῆ Ἀρμούρη Ἀρμου­ρό­που­λου κατά τῶν Σαρακηνῶν. Κατά τόν Γάλλο βυζαντινολόγο Henri Gre­go­ire ἡ νίκη τοῦ Λαλακάοντος (863) ἐνέπνευσε τό ἄσ­μα καί τό ὄνο­μα “Ἀρμούρης” ἀποτελεῖ παραφθορά τοῦ Ἀμο­ρί­ου τῆς Μικρᾶς Α­σί­ας.