ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ (ΡΩΜΑΝΙΑΣ)

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη
 
Μέ τήν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως - «Νέας Ρώμης» στό ἑλληνικό Βυζάντιο τό 324, τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας διαχωρίσθηκε διοικητικά ἀπό τό δυτικό.
  • Κρατική ἑνοποίηση τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου
Τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας περιελάμβανε ὅλο τό ἑλληνικό, ἑλληνόφωνο καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο: Tήν Χερσό­νη­σο τοῦ Αἵμου, τήν Μικρά Ἀσία, τήν κεντρική καί Νότιο Ἰταλία καί τήν ἑλλη­νι­στι­κή Ἀνατολή (Συρία, Παλαι­στί­νη, Αἴγυ­πτο). Παράλληλα, τόν 5ο αἰώνα ἐπῆλθε ἡ κατάλυση τῆς Ρώμης καί τοῦ δυτικοῦ τμή­ματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τά γερμανικά φύλα. Ἡ ἑλληνιστική Ἀνατολή ἀποκόπτεται ὁριστικά ἀπό τήν λα­τι­νική καί ἐκγερμανισμένη Δύση. Ἡ ἐπικράτειά τῆς Αὐτοκρατορίας ταυτί­ζεται πλέον μέ τήν Αὐ­το­κρα­­τορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τά βα­σίλεια τῶν ἐ­­πιγό­νων του. Εἶναι δηλαδή ὅλος ὁ ἑλλη­νι­στικός κόσμος κρα­­­­τικά ἑνο­ποιη­με­νος γιά πρώ­­τη φορά.[1]
 
 
 
Ὅπως λοιπόν γράφει ὁ Κων/νος Άμαντος: «Ἡ Ἀνατολή, εἰς τήν ὁποίαν ἐσπόρπισε τόν Ἑλληνισμόν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσίαν τοῦ Βυζαντίου, ὅχι μέ τό διαυγές πνεύμα τοῦ ἀρχαίου εὐρωπαϊκοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά μέ τήν ἐπίδρασιν τοῦ ἀνατολικού μυστικισμοῦ».[2]
Ἔτσι, κατά τον Cyril Mango, τό Βυζαντινό Κράτος σχημα­τί­ζε­ται «στό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐ­­το­κρατορίας πού ἦταν ἑλληνιστικό σέ ὅτι ἀφορᾶ τόν πολιτισμό καί τή γλῶσσα».[3] Καί ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ συμπληρώνει: «ὁ ἐ­ξελ­­λη­νι­σμός τοῦ ρωμαιο­γεν­νη­μένου Βυζαντίου εἶναι ἔργο, πάνω ἀπ’ ὅλα, τῶν μικρασιατικῶν πληθυσμῶν τοῦἑλληνιστικοῦ κόσ­μου».[4]
  • Ἑλληνιστικό Πολίτευμα καί θεσμοί
Γράφει ὁ Vasiliev: «Ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Κων­στα­ντῖνος... ἀντι­κατέστησαν τούς ρωμαϊκούς θε­σμούς μέ τίς συνήθειες πού ἐπικρατοῦσαν στήν Ἑλληνιστική Ἀνα­τολή».[5]
 
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐγκατέλειψε τό στέ­­φανο πού φοροῦσαν οἱ Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες καί υἱοθέτησε τό διάδη­μα τῶν Ἑλλήνων Βασιλέων τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Μέ τίς μεταρρυθμίσεις του, συγ­κρό­­τησε ἕνα πολύ­πλο­κο σύστη­μα ἐξουσίας βασισμένο στά ἑλλη­νι­­­­στι­κά πρότυπα, μέ εἰ­δι­κή ἐθι­μο­τυ­πία, τό ὁποῖο ὑπῆρξε ἡ ἀπα­ρ­χή τῆς περίφημης βυ­ζα­ντι­νῆς γρα­φειοκρατίας.
 
Κατά τήν βυζαντινή πολιτική θεωρία ὁ Αὐτοκράτωρ εἶναι «νόμος ἕμψυχος», πεποίθηση πού ἀνάγεται στόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη. Ἡ πολιτική αὐτή θεωρία προσαρμόσθηκε στόν Χριστιανισμό μέ πρῶτο θεωρητικό της τόν Εὐσέβιο Καισαρείας. Ὅπως γράφει ὁ H. St. L. B. Moss «Ἡ ἄνοδος ἑνός χριστιανοῦ αὐ­το­κράτορα στό θρόνο ἔδωσε στόν Εὐσέβιο τήν εὐκαιρία νά προσα­ρμό­σει τήν ἑλληνιστική θεωρία γιά τή βασιλική ἐξουσία στίς και­νού­ργιες συνθῆκες».[6] Καί ἀλλού ἐπισημαίνει: «διάδοχος τῶν βασιλέων – σωτήρων τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς… ἡ βασιλεία του δέν ἦταν τυραννία ἀλλά “ἕννομος ἀρχή”. Ὅντας αὐτεξούσιος, μποροῦσε νά σκεῖ σάν “νόμος ἕμψυχος” μία ἀνώτερη δικαιοσύνη…».[7]
 
Μάλιστα, κα­τά τόν Andre Piganiol «ὅλα ὅσα ὁ Πλά­των ὀνει­ρεύ­θηκε γιά τήν πόλι, πραγματοποιήθηκαν στούς κόλ­πους τοῦ ἀχα­νούς Κράτους».[8] Ἔτσι, ὁ καθηγητής Μίλτων Ἀνάστος ἐπισημαίνει: «Ὁ ἐκχριστια­νι­σμός τῆς ἑλλη­νι­στικῆς θεωρίας περί βασιλείας φαίνεται ἴσως σα­φέ­στερα στόν χαρακτηρισμό τοῦ Κωνσταντί­νου ὡς “ἰσαποστόλου”, ἤ ὡς “δεκάτου τρίτου Ἀποστόλου”… ἡ ἰδέ­α… ἀ­πο­τελεῖ προσα­ρ­μ­ογῆ τοῦ ἑλλην­ι­στι­κοῦ προηγούμενου, βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος π.χ. ἀνακηρύχθηκε δέκατος τρίτος θεός».[9]
 
 
Ἡ νομοθεσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε ριζοσπαστική γιά τήν ἐποχή καί σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τήν χριστιανική ἠθι­κή ἀλλά καί «ἀπό τά τοπικά ἑλληνιστικά δίκαια».[10] Κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό, ὅλοι οἱ θε­σμοί πλέον (διοι­κητικοί, δημοσιονομικοί κ.λπ). «προέρχονται ἐκ τῆς Ἑλλη­­νιστικῆς ἐποχῆς, ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως τοῦ Ρωμαϊκοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ».[11]
  • Ἑλληνιστική Παιδεία, Γλώσσα καί Πολιτισμός
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ A. A. Vasiliev: «Ὁ πολιτισμός τῆς ἑλληνι­στι­κῆς Ἀνα­­τολῆς… γονιμοποιεῖ τήν πνευ­ματική καί καλ­­λι­­τε­χνική ζωή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρα­τορίας».[12]
 
Κατά τήν μεταβατική περίοδο ἀπό τόν 4ο ἕως τόν 7ο αἰώνα ἡ Παι­­δεία ἐπαναφέρει τά ἑλληνιστικά χαρα­κτη­­­ρι­­στι­κά μέ ἐπι­πρό­­σθετο τόν χριστιανικό παράγοντα. (βλπ. ἄρθρο μας «Στοιχειώδης καί Μέση Παιδεία στό Βυζάντιο»)
 
Ἡ Κωνστα­ντινού­πολη ἀναλαμβάνει τά ἡνία μέ τό “Πανδι­δα­­κτή­­ριον” στό ὁποῖο ὑπερ­τεροῦσαν οἱ Ἕλληνες καθηγη­τές οἱ ὁποῖ­οι δίδασκαν Φι­λοσοφία, Ρη­­­τορική, Νομικά, Ἑλληνική καί Λα­τινική γραμμα­τεί­α. (βλπ. ἄρθρο μας «Πανδιδακτήριον: Τό πρῶτο δημόσιο Πανεπιστήμιο»). Ὅλα τά ἑλλη­νιστι­κά κέντρα, μέ τήν ἑλλη­νική παιδεία τους «κατηύγαζον τήν ἑλληνόφωνον ἀν­θ­ρω­­πότητα»[13]: Ἡ Ἀλεξάνδρεια (Μουσεῖον)ἡ Ἀντιό­χεια (Ρητορική Σχολή), ἡ Βη­ρυττός (Νομι­κή Σχο­λή), ἡ Καισάρεια καί ἡ Γάζα (Ρητορι­κές Σχο­λές).
 
- Ἀπό τόν 7ο αἰώνα -πού ἡ ἑλληνική καθιερώνεται ὡς ἡ ἐπίση­μη γλῶσσα τοῦ Κράτους- διαμορφώνεται ἡ μεσαιωνική ἑλληνική, ἄμεση ἐξέ­λι­ξη τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς. Παράλληλα ἀναπτύσ­εται ἡ δη­μώδης «τῆς ὁποίας οἱ ἀ­πα­ρχές ἀνάγονται τουλάχιστον στήν ἑλλη­νι­στική ἐποχή».[14]
 
- Στήν Φιλολογία κατά τόν Μίλτωνα Ἀνάστο «οἱ Βυ­­ζαντινοί ἦταν ἀπό πολλές ἀπόψεις οἱ κληρονόμοι τῆς ἑλλη­νι­στικῆς ἐποχῆς».[15] Πράγματι, ἀπό τήν σχολή τῆς Ἀλεξανδρείας κλη­­­­ρονόμησαν τήν ἔφεση γιά συλλογή, ἀντιγραφή, σχολιασμό, ἀν­­­­­θ­­ο­λόγηση, ἑρμηνεία ἀρχαίων κειμένων καί τό πάθος γιά ρη­το­ρι­κή.
 
- Ἡ Λογοτεχνία ἀκολουθεῖ τά ἑλληνιστικά καί ἑλληνορω­μαϊκά πρότυπα. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher: «Ὁ χαρακτήρ τοῦ συγκ­ρη­τισ­μοῦ καί τῆς συναναμείξεως πού ἐχαράχθη εἰς τήν ἑλληνικήν λο­γο­τε­χνίαν τῶν ἀλεξανδρινῶν καί ρωμαϊκῶν χρόνων ἐπικρατεῖ καί εἰς τήν βυζαντινήν».[16]
 
 
- Στήν ἀρχιτεκτονική, τόν 4ο αἰώνα ἔκα­νε τήν ἐμφά­νι­σή του ὁ τύπος τῆς “βασιλικῆς”. Πρόγονοί της, οἱ αἴθουσες ἀνακτόρων, ἀγο­ρές καί στοές τῆς ἑλληνιστικῆς ἐπο­χῆς, μέ τήν διαφορά ὅτι οἱ ἐξω­τε­ρικές κιο­νοστοιχίες μεταφέ­ρθη­­καν στό ἐσωτερικό καί δημιουργή­θη­καν πα­ραλ­λαγές ἀπό τόν συνδυασμό κορινθιακοῦ καί ἰωνικοῦ κιο­νο­κρά­νου.
 
- Ἡ πρώϊμη βυζαντινή ζωγρα­φι­κή συνεχίζει τήν ἑλληνιστι­κή παράδοση τῆς τοιχογραφίας ἀλλά ἐπενδύει τά κλασικά θέ­ματα μέ ἀλληγορικό χριστιανικό περιεχόμενο. Μέτά τόν 7ο αἰώνα χρησιμοποιεῖ κλασικί­ζου­σα τεχνοτροπία καί ἄλλοτε γραμμικό ἀφαιρετικό ρεαλι­σμό, διατηρώντας ἀδιάσπαστη τήν ἑλλη­νι­­στική παράδοση. Τήν περίοδο τῆς Εἰκο­νο­μαχίας τά θέματα στρέφο­νται πρός τήν φύση καί τήν καθημερινότητα μέ ἔν­το­να ἑλληνιστι­κά πρό­τυπα. Ἀπό τόν 10ο αἰώνα ἀ­να­βιώνει ἡ κλασική ἑλληνιστική τε­­χνι­κή μέ μνημειακή καί στο­χα­στι­κή ἀπόδοση.
 
- Τά ψη­φι­δωτά πού ἄνθησαν στήν ἑλληνιστική Ἀνατο­λή, στό Βυζά­ντιο φθάνουν στήν μεγαλύτερη ἀκμή τους. Ἡ λαμ­πρό­τητα, ἡ ἀντοχή καί ἡ ποιότητα ἅρμοζαν στήν μνημειακή τέχνη τῆς Αὐ­τοκρατορίας.[17] Παράλληλα, ἀναπτύσσονται τά μωσαϊκά δάπεδα μέ ἑλληνι­στι­κή ἐπίδρα­ση.
 
  • Συνέχεια τοῦ Ἀλεξάνδρου - θεμα­τοφύλακας τοῦ Ἑλ­ληνιστικοῦ Πολιτισμοῦ
Γράφει πολύ χαρακτηριστικά ὁ H. G. Wells: «Περί τοῦ Ἀνατολικοῦ αὐτοῦ κράτους ὁμιλούν ὡς ἐάν ἐπρόκειτο περί συνεχίσεως τῆς ρωμαϊκής παραδόσεως, ἐνῶ εἰς τήν πραγματικότητα ἦτο ἡ ἀνανέωσις τῆς παραδόσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου… Το κράτος αὐτό ἦτο ἑλληνικόν καί ὅχι λατινικόν. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ἕλθει καί εἶχαν παρέλθει».[18]
 
Ἀπό ἐθνολογική, ἐδαφική, γλωσσική, πολιτειακή, θεσμική καί πολιτιστική ἄποψη πρόκειται γιά συνέχεια τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου.
Γι’ αὐτό καί ὁ μαρξιστής Ἰ. Κορδάτος παραδέχθηκε ὅτι «Ὁ βυζαντινός πολιτισμός εἶναι κληρονομιά τῶν ἑλλη­νιστικῶν χρόνων μέ ἐπίχρισμα θεολογικό» καί «θεμα­τοφύλακας τοῦ ἑλ­ληνιστικοῦ πολιτισμοῦ».[19]
 
Ὅπως ἔγραψε ὁ Georg Ostrogorsky «Μεταξύ Βυζαντίου καί Ἑλληνισμοῦ ὑπάρχει, πέρα ἀπό μία ἀπλή γενεαλογική σχέση, μία βαθύτατη ὁμοιογένεια οὐσίας». Καί συμπλήρωσε «Ὁ βυζαντινός κόσμος ὅχι μόνο προήλθε ἀπό τόν ἑλληνιστικό, ἀλλά συνδεόταν μαζί του καί μέ μία ἐσωτερική συγγένεια. Ὅπως στόν ἑλληνιστικό ἕτσι καί στόν βυζαντινό κόσμο, τά διάφορα στοιχεῖα συνδέονται καί ἐναρμονίζονται μεταξύ τους σέ ἕνα κοινό πολιτιστικό σύνολο».[20]
 
  • Ἀπό Ἑλληνιστική σέ Ἑλληνική Αὐτοκρατορία
Ἡ περίοδος 324 - 610 εἶναι ἡ μεταβατική ἐποχή πού λήγει ἡ ρω­μα­ιο­κρα­τία καί δημιουργεῖται ἕνα θρησκευτικά ἐκ­χριστιανι­σμέ­νο, πολιτικά ρωμαϊκό καί πληθυσμιακά γλωσσικά, πο­λιτι­σμι­­κά καί πολιτειακά ἑλληνιστικό Κρά­­τος.
 
Ὁ 7ος αἰώνας σηματοδοτεῖ τήν ἀ­ραβική κατά­κτη­ση ΣυρίαςΠαλαιστίνης καί Αἰ­γύπ­του. Οἱ λαοί ἐκεῖνοι μόνο ἐπι­­­­φα­νεια­κά εἶχαν ἐξελληνισθεῖ. Ὅπως εὐφυῶς ἔγ­ραψε ὁ Chr. Dawson «ὁ Μωάμεθ ὑπῆρξε ἡ ἀπόκριση τῆς Ἀνα­το­λῆς στίς ἀ­ξι­ώ­­σεις τοῦ Ἀλεξάνδρου».[21]
 
Τό γεγονός λειτούργησε εὐεργετικά γιά τήν πληθυσμιακή ὀ­μοι­­ο­γέ­νεια τῆς Αὐτοκρατορίας. Κατά τόν Ἰωάννη Καραγιαννό­που­λο «τήν πε­ριόρισε στά φυσικά περίπου ὅρια τῆς ἑλληνικῆς πολιτι­στι­­κῆς ἑνό­τη­τας»[22]: Ὅπως γράφει ὁ Σπ. Λάμπρου: «τό κρά­τος εἶχεν ἀποβῆ αὐ­τόχρημα ἑλληνικόν».[23] Ἐπί­σης κατά τόν Κ. Ἄμαντο κατέστη «ὁμοιογενέστερον, ἑλληνικώ­­τε­ρον».[24]
 
Δηλαδή, ἡ Αὐτοκρατορία ἀπό Ἑλληνιστική ἔγινε καθαρά Ἑλληνι­κή.
 
Πρά­γματι, ἔκτο­τε, κατά τόν Karl Roth: «Τά οὐ­σιώ­­δη χα­ρα­κτη­ρι­στικά τῆς ἑλλη­νι­κῆς φυλῆς γί­νο­­νται ὅλο καί πε­ρισ­σό­­τερο ἔντονα στό βυζαντινό κρά­­τος…».[25]
 
Μέ τήν ἀπώλεια τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, κατά τόν Διονύ­σιο Ζακυθη­νό «ἐνῶ παρακμάζει τό οἰκουμενικόν ἰδεῶδες τοῦ Ἑλ­ληνισμοῦ, τό Βυζαντινόν Κράτος ἐξελληνίζεται».[26] Ὅπως γράφει ὁ Henri-Irenee Marrou «ἡ de fa­­cto αὐτο­κρατορία ἔγινε ἑλληνική αὐτοκρατορία» («l'empire de fait est devenu un empire hellenique»).[27] Καί κατά τόν Sylvain Gouguenheim «Αὐτή ἡ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποί­α ἀποκλή­θηκε “ἀνατολικορωμαϊκή” ἔγινε σταδιακά μία αὐτοκρα­το­ρία ἑλληνική».[28]
 
 
Σέ αὐτό τό Ἑλληνικό Κράτος πλέον, συγχωνεύονται τό ἑλλη­νι­­στι­κ­ό πολί­τευ­­μα, τό ρωμαϊκό δίκαιο, ἡ ἑλληνική πνευμα­τι­κή πα­ρά­δο­ση καί ἡ χρι­στια­νική θρησκεία.
 
Τό πρῶτο θεμέλιο στοιχεῖο τῆς Αὐ­το­κρα­τορίας εἶναι ὁ Ἑλληνισμός, τοῦ ὁποίου «δρᾶ καί σφύζει ἡ πνευ­μα­τι­κή δύναμη».[29] Ὁ Paul Lemerle τόν χα­ρακτήρισε «ἑλλη­νισμό τοῦ “μπα­ρόκ” ἤ “αὐτοκρατορικό ἑλληνι­σμό” μέ στόχους πο­λιτι­κούς».[30] Ἡ Ἀρβελέρ ἐπιβεβαιώνει «ἀπό τόν Μάη τοῦ 330 ὡς τόν Μάη τοῦ 1453 ὁριοθετεῖται καί χρονολογεῖται ὁ βίος τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας τοῦ μεσαιωνικοῦ ἑλληνισμοῦ».[31]
 
 
Αὐτό πού ξεκίνησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, στήν οὐσία ολοκλήρωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
 
Ὁ Ἀλέξανδρος Γ’ ὁ Μέγας ἐγκαινίασε τόν Αὐτοκρατορικό Ἑλληνισμό. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἕλλην Αὐτοκράτωρ καί ἐκεῖνος πού πρῶτος διέσπειρε τόν Ἑλληνισμό στήν Ἀνατολή. Ατό πού ξεκίνησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, στήν οσία ολοκλήρωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Διότι κατά τόν John Bury, τό Βυζάντιο «ἦταν ἡ τελευταία φάσις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».[32] Καί κατά τόν Ι. Καραγιαννόπουλο ἔγινε «ἡ κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας, τοῦ “βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ”, πού συ­νέχισε τόν κλασικό καί τόν μακεδονικό» («Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58).
 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 
[1] Δέν ἀναφέρουμε πρόσκαιρες κατακτήσεις (Ἱσπα­νία, Ἀφρι­κῆ), ἀλλά διαχρονικές ἐδαφικές βάσεις τῆς Αὐτοκρατορίας.
[2] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» τόμος πρῶτος, σελ. 161
[3] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης: «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 23.
[4] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 13.
[5] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.
[6] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 34.
[7] Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ: « Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 41
[8] «L’ empire chretien» σελ. 401.
[9] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 322.
[10] Ἰωάν. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 74.
[11] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 144.
[12] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 247.
[13] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 368.
[14] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 346.
[15] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 347.
[16] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 54.
[17] Βλπ. Ν. Χατζηδάκη «Ἑλληνική Τέχνη: Βυζαντινά Ψηφιδωτά» σελ. 10.
[18] «Παγκόσμιος Ιστορία»
[19] M. Levtchenko «ἱστορία τῆς Βυ­ζαντινῆς Αὐ­το­κρα­­τορίας», Εἰσαγωγή στίς βυζαντινές σπουδές, σελ. 7
[20] « ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος Πρῶτος, σελ. 89
[21] «Les origines de l’ Europe et de la civilisation europeenne» σελ. 145.
[22] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 131.
[23] «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», Το­μος Γ’ σελ. 810.
[24] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 15.
[25] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ» σελ. 99.
[26] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 157 - 158.
[27] «Histoire de l'éducation dans l'Antiquité» σελ. 379.
[28] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 42.
[29] Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58.
[30] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 277 - 278.
[31] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 67 – 68.
[32] «A History of the Later Roman Empire» 1,4
 
 
 
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)