11 ΜΑΙΟΥ 330: ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη
Σύμφωνα μέ τόν ἱστορικό Σουιτώνιο (Ι, 79), ὁ Ἰούλιος Καίσαρ ἦταν ὁ πρῶτος πού σκέφθηκε τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Ρώμη στήν Ἑλληνιστική Ἀλεξάνδρεια ἤ στό ἀρχαῖο Ἴλιον (Τροία). Ἀκολούθως ὁ Διοκλητιανός γιά πρώτη φορά ἐστράφη πρός τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή ὅταν ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νικομήδεια καί ἄφησε τόν συναυτοκράτορα Μαξιμιανό νά διοικεῖ τό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ρώμη. Ἦταν ὅμως ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος πού ὁριστικά θά μετέφερε τήν πρωτεύουσα καί θά δημιουργοῦσε τήν «Νέα Ρώμη».
Κύριο μέλημα του ὑπῆρξε ἡ κτίσις ἑνός νέου πολιτικοῦ καί διοικητικοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας, διότι ἡ Ρώμη εἶχε παύσει πρό πολλοῦ νά ἀποτελῆ τό γεωπολιτικό κέντρό της. Ὁ γοτθικός κίνδυνος στόν Δούναβη καί ὁ περσικός κίνδυνος στήν Ἀσία ἀπειλοῦσαν τήν Αὐτοκρατορία καί ἡ Ρώμη ἦταν πλέον πολύ μακρυά γιά νά ὀργανώση τήν ἄμυνα. Ἀρχικά ἐπέλεξε καί ἐκεῖνος τήν Τροία ὡς πόλι πού κατά παράδοσιν προέρχονταν οἱ Ρωμαῖοι.[1] Μάλιστα χάραξε προσωπικά τά ὅρια τῆς μελλοντικῆς πόλεως καί ἄρχισε τά ἔργα τῶν τοιχῶν της.
Ἑλληνίδα Πόλις
Τελικά, ἐγκατέλειψε τήν ἰδέα τῆς Τροίας καί ἐστράφη πρός τήν ἑλληνική πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Georg Ostrogorsky, ἡ ἐπιλογή: «ἔδωσε στήν Αὐτοκρατορία ἕνα ἰσχυρό κέντρο στήν Ἀνατολή, ὅταν ἀνοικοδόμησε τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀποικία, τό Βυζάντιο, στίς ἀκτές τοῦ Βοσπόρου καί τήν ἀνύψωσε σέ πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας».[2]
Τό Βυζάντιο εἶχε ἱδρυθῆ ἀπό Μεγαρεῖς, Ἀργείους καί Βοιωτούς ἀποίκους ὑπό τόν Βύζαντα τόν Μεγαρέα τό 659 π.Χ. στήν εὐρωπαϊκή παραλία τοῦ Βοσπόρου, ἀπέναντι ἀπό τήν ἐπίσης ἑλληνική πόλι Χαλκηδόνα, πού εἶχε ἱδρυθῆ τό 686 π.Χ. Τό 628 τό ἐμπλούτισαν καί ἄλλοι Ἕλληνες ἄποικοι ὑπό τόν Ζεύξιππο.[3] Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα ἐκεῖ, βρῆκε μία ἀμιγῶς ἑλληνική πόλι, μέ ἑλληνικό πληθυσμό, ναούς, θέατρο, ἀγορά καί τετράστοο στάδιο.
Ἡ ἐπιλογή τοῦ Βυζαντίου ὡς νέας πρωτεύουσας ὑπῆρξε μεγαλοφυῆς. Μέ μοναδική στρατηγική θέσι, κτισμένη μεταξύ Ἀσίας καί Εὐρώπης, προσιτή μόνο ἀπό μία πλευρά ἀπό ξηρά, βρεχόμενη ἀνατολικά ἀπό τόν Βόσπορο, βόρεια ἀπό τόν Κεράτιο καί νότια ἀπό τήν θάλασσα τοῦ Μαρμαρά, ἤλεγχε ἀπόλυτα τίς συγκοινωνίες μεταξύ Εὐρώπης καί Ἀσίας, καθώς καί τόν θαλάσσιο διάδρομο ἀπό τό Αἰγαῖο πρός τήν Μαύρη Θάλασσα. Ἀποτέλεσμα συνεπῶς «ὀρθῆς στρατιωτικῆς καί πολιτικῆς ἐκτιμήσεως»[4], κατέστη ὁ σημαντικότερος ἐμπορικός καί συγκοινωνιακός κόμβος τοῦ κόσμου.
Βύζας ὁ Μεγαρεύς: ὁ ἱδρυτής τῆς πόλεως τοῦ Βυζαντίου
Ἡ ἀνοικοδόμησις ἄρχισε στίς 8 Νοεμβρίου 324 μέ τόν “πολισμό” της, δηλαδή τήν ρωμαϊκή τελετή ἱδρύσεως τῆς πόλεως τήν ὁποία διηύθυνε ὁ νεοπλατωνικός φιλόσοφος καί μαθητής τοῦ Ἰαμβλίχου, Σώπατρος. Σωρεία ἀριστουργημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἑλληνιστικῆς καί ἑλληνορωμαϊκῆς τέχνης μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινούπολι, ἀπό τήν Ἀθήνα, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Έφεσο, τήν Ἀντιόχεια κ.λπ. Μεταξύ αὐτῶν ἔργα ἀνυπολόγιστης ἀξίας, ὅπως ἡ στηλη τῶν Δελφῶν πού εἶχε ἀνεγερθεῖ σέ ἀνάμνησι τῆς μάχης τῶν Πλαταιῶν, ἡ Κνιδία Ἀφροδίτη, ἡ Ἀθηνᾶ τῆς Λίνδου, ἡ Σαμία Ἦρα τοῦ Λυσίππου, ἡ Ἀφροδίτη τοῦ Πραξιτέλους, ὁ ἐλεφάντινος Ζεύς τοῦ Φειδίου κ.ἄ. Τά ὅρια τῆς ἑλληνίδος πόλεως τοῦ Βυζαντίου ἐπεκτάθηκαν καί ἱδρύθηκαν μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορα, δημόσια κτίρια, ὑδραγωγεία, στοές, πλατεῖες μέ ἀριστουργήματα ἀπό ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, σχολές, βιβλιοθῆκες κ.λπ.
Ὁ Steven Runciman ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «Ἡ Κωνσταντινούπολη χτίσθηκε σέ παράλια ἑλληνόφωνα καί ἐνσωμάτωσε μία ἀρχαία ἑλληνική πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἔκαμε ἀκόμα κάτι παραπάνω γιά νά δώσει ἔμφαση στόν ἑλληνισμό του. Ἡ πρωτεύουσά του θά ἦταν τό κέντρο τῶν τεχνῶν καί τῶν γραμμάτων. Τῆς ἔχτισε βιβλιοθῆκες, πού τίς γέμισε μέ χειρόγραφα ἑλληνικά. Ἀκόμα περισσότερο, γέμισε τούς δρόμους, τίς πλατεῖες καί τά μουσεῖα της μέ καλλιτεχνικούς θησαυρούς πού τούς ἔφερε ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινούπολης πού κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στήν πόλη δέν ἦταν δυνατόν νά ξεχάσουν ποτέ τή δόξα τῆς Ἑλληνικῆς τους κληρονομιᾶς».[5]
Τά ἐγκαίνιά της ἔγιναν πανηγυρικά στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 ἀλλά εἶναι σίγουρο ὅτι στήν Πόλι γινόντουσαν ἔργα ἀνοικοδομησεως τουλάχιστον μέχρι τό ἔτος 336. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ Ναό στήν Ἁγία Εἰρήνη καί ἔθεσε τά θεμέλια τοῦ πρώτου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπίσης ἔκτισε τόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέ σκοπό νά περισυλλέξη τά λείψανα τῶν Ἀποστόλων σέ αὐτόν.
Γιά νά ἐνισχύση τόν πολισμό καί τήν σημασία της, ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ἔλαβε σειρά μέτρων: Ὑποχρέωσε τούς μισθωτές γαιῶν στήν Μικρά Ἀσία νά ἀνεγείρουν οἰκίες στήν Κωνσταντινούπολι. Τήν ἐνέταξε στό jus italicum ἀπαλλάσοντάς την ἀπό τούς φόρους τῶν μή ἰταλικῶν ἐπαρχιῶν. Ἐπέβαλλε τήν προμήθεια σίτου ἀπό τίς σιτοπομπές τῆς Ἀλεξανδρείας (332). Εἰσήγαγε τήν καθημερινή διανομή μερίδος ἄρτου σέ κάθε κάτοικό της. Ἀνήγαγε τό βουλευτήριό της σέ «Σύγκλητο». Ἐπίσης ἵδρυσε Μέγα Διδασκαλεῖον (Πανεπιστήμιο) καί Βιβλιοθήκη πού περιελάμβανε καί χειρόγραφο 37 μέτρων τῆς Ἰλιάδος καί τῆς Ὀδυσσείας, γραμμένο μέ χρυσά γράμματα στά ἔντερα ἑνός φιδιοῦ.[6]
Περί τό 381 ἡ Πόλις φαίνεται νά ἔλαβε καί τήν ὀνομασία «Νέα Ρώμη».[7] Μέ τήν μετακίνησι τῆς Πρωτεύουσας ὁ Κωνσταντῖνος οὐσιαστικά ἔθεσε τά θεμέλια γιά τόν ἐξελληνισμό τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀφοῦ κατά τήν Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «προσεταιρίσθηκε ἔτσι τό ἑλληνικό καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο».[8] Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher «τό ἑλληνικόν στοιχεῖον, ἐνισχυθέν διά τῆς ἐντός τῆς ἐπικρατείας τοῦ ἰδικοῦ τοῦ πολιτισμοῦ κειμένης νέας πρωτευούσης τοῦ κράτους, ἀπέβη κραταιός καί τά πάντα κυριεύων πολιτικός παράγων…».[9] Ἡ Αἰκατ. Χριστοφιλοπούλου ἐπεξηγεῖ: «Ἡ παρά τόν Βόσπορον νέα πρωτεύουσα πόλις παλαιόθεν ἑλληνίς, ταχέως κατέστη κέντρον πολιτικόν, οἰκονομικόν, πνευματικόν καί ἐκκλησιαστικόν, ἀπό τοῦ ὁποίου Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός ἐπί αἰώνας ἔθεσαν τήν σφραγίδα των εἰς τήν μοῖραν τῆς ἀνθρωπότητος».[10]
Ἀναπαράστασις τοῦ Ἱπποδρόμου Κωνσταντινουπόλεως
Ἑλληνισμός - Χριστιανισμός: τά νέα θεμέλια
Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν κάτ΄ οὐσίαν μία ἑλληνική Πόλις καί κατοικοῦσαν σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό Ἕλληνες. Γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ἀπό τήν ἀρχή ἡ Κωνσταντινούπολη πήρε χριστιανικό χρῶμα καί ἀπό τήν ἀρχή τό μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἦταν ἑλληνόφωνο».[11]
Ἐπίσης ἀναφέρει ὁ Charles Diehl: «Μέ τήν ἑλληνική σφραγίδα πού τή σημάδεψε ἀπό τή γέννησή της, καί κυρίως μέ τόν χαρακτήρα πού τῆς ἔδωσε ὁ χριστιανισμός, ἡ νέα πρωτεύουσα διέφερε βαθιά ἀπό τήν παλαιά καί συμβόλιζε μέ ἀρκετή ἀκρίβεια τίς βλέψεις καί τίς νέες τάσεις τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου».[12]
Τό κέντρο βάρους τῆς Αὐτοκρατορίας μετατοπίζεται στήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή καί τίθενται οἱ βάσεις θεμελιώσεως τοῦ Βυζαντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Peter Sarris, ἐπρόκειτο γιά «ἐξάπλωση τῆς ἐξουσίας τοῦ Κωνσταντίνου στό ἑλληνοκεντρικό ὡς πρός τόν πολιτισμό, ἀνατολικό ἥμισυ τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου».[13] Γράφει ὁ Steven Runciman: «Ὅλες γενικά οἱ δυτικές ἐπαρχίες ὥς τό Ἰλλυρικόν, μιλοῦσαν λατινικά. Οἱ ἀνατολικές μιλοῦσαν ἑλληνικά».[14] Τό ἴδιο γράφει καί ἡ Judith Herrin: «Ἐνῶ ὅλη ἡ Δύση χρησιμοποιοῦσε τή λατινική γλῶσσα, τά ἑλληνικά παρέμεναν ἡ lingua franca ὅλων τῶν ἀνατολικῶν περιοχῶν».[15] Καί ὁ Vasiliev συμπληρώνει: «Τελικά, ἀπό πολιτιστικῆς πλευρᾶς, ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε τό μεγάλο πλεονέκτημα νά βρίσκεται κοντά στά πιό ἀξιόλογα κέντρα τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα, ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ, συνετέλεσαν στή δημιουργία ἑνός νέου πολιτισμοῦ: τοῦ Χριστιανό-Ἑλληνο-Ρωμαϊκοῦ ἤ “Βυζαντινοῦ” Πολιτισμοῦ».[16]
Ὁ Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ἡ μεταφορά τῆς πρωτευούσης τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν… παρέδωκεν αὐτό βαθμηδόν εἰς τόν Ἑλληνισμόν καί εἰς τήν πνευματικήν καί οἰκονομικήν αὐτοῦ ὑπεροχήν».[17] Πράγματι -ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Ἰωαννης Καραγιαννόπουλος- ἡ μετάθεσις τοῦ κέντρου βάρους τῆς Αὐτοκρατορίας καθόρισε τήν ἐξέλιξί της: «τί κράτος ρωμαϊκό θά ἦταν αὐτό πού βγαλμένο ἀπό τή λατινική του κοιτίδα, ἔπεφτε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἑλληνισμοῦ…;».[18]
Φυσικά ἡ εἰρηνική ἀλλά ὄχι καί ἀναίμακτη διεργασία μεταβάσεως θά κρατήση σχεδόν τρεῖς ἀκόμη αἰῶνες, πού θά ἀποτελέσουν τήν Πρώϊμη ἤ Πρωτοβυζαντινή Περίοδο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ostrogorsky: «Τά δύο αὐτά γεγονότα, δηλ. ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἡ ὁριστική μετάθεση τοῦ πολιτικοῦ κέντρου τοῦ Κράτους στήν ἐξελληνισμένη Ἀνατολή, ἐγκαινιάζουν τήν βυζαντινή ἐποχή».[19] Καί ὅπως ὅμως γράφει ὁ Ὄσβαλτ Σπένγκλερ: «Ἀπό τότε, τό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων περνάει σιγά-σιγά καί ἀπαρατήρητα στό χριστιανικό ἔθνος».[20]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κατά τήν Ρωμαϊκή παράδοσι, μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἀπό τούς Ἀχαιούς, ὁ Αἰνείας καί οἱ ἐπιζήσαντες Τρῶες μετέβησαν στό Λάτιο τῆς Ἰταλίας καί θεμελίωσαν τήν Ρώμη. Συνεπῶς οἱ Ρωμαῖοι ἀνήγαγαν τήν καταγωγή τους στούς Τρῶες.
[2] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 104.
[3] Τό Βυζάντιο ὑπετάγη στούς Πέρσες τό 515 π.Χ. καί 15 χρόνια μετά μετεῖχε στήν ἐπανάστασι τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας κατά τῶν Περσῶν οἱ ὁποῖοι τό κατέστρεψαν. Τό 480 π.Χ. τό Βυζάντιο ξανακτίσθηκε καί ἐντάχθηκε στήν Ἀθηναϊκή Συμμαχία καί τό 341 π.Χ. ἐντάχθηκε στήν ὑπό τόν Φίλιππο πανελλήνια συμμαχία. Τό 196 μ.Χ. κυριεύθηκε ἀπό τόν Σεπτίμιο Σεβῆρο, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τίς ὀχυρώσεις καί κατήργησε τήν αὐτόνομία τῆς πόλεως. Ὅμως τό 212, ὁ Καρακάλλας τῆς παραχώρησε ξανά τήν αὐτονομία της καί ἐκτέλεσε μεγάλα ἔργα ὀνομάζοντας τήν Ἀντωνιάνα.
[4] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 138.
[5] «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 31
[6] Φαίδωνος Κουκουλέ «Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός» τόμος ΣΤ’, σελ. 115, Ἰωάννου Σπ. Παναγιωτακόπουλου «Οἱ βυζαντινές ρίζες τῆς Εὐρώπης καί ἡ θεωρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀφειλῆς στό Ἰσλάμ».
[7] Διον. Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 34.
[8] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 8.
[9] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 22.
[10] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 141.
[11] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 105.
[12] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Α’ Τόμος, σελ. 2.
[13] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 46.
[14] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 19.
[15] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 57.
[16] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.
[17] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 68.
[18] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 68.
[19] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 84 – 85.
[20] «Ἡ παρακμή τῆς Δύσης», τόμος Β’, σελ. 220.