22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940: Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ & Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ Β. ΗΠΕΙΡΟΥ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

        Στίς 11 Νοεμβρίου 1940 -15 ἡμέρες ἀπό τήν ἰταλική ἐπίθεσι- ἡ Γενική ἐπιστράτευσις εἶχε ὁλοκληρωθῆ. Ἡ μεγάλη ἑλληνική ἀντεπίθεσις θά ἐκδηλωνόταν σέ ὅλο τό μέτωπο πρός καταδίωξι τῶν Ἰταλῶν ἐντός τῆς Ἀλβανίας. Γιά λό­γους ὀργανωτικούς ὅμως ἀντί γιά τίς 12 Νοεμβρίου, ἀνεβλήθη γιά τίς 14 Νοεμβρίου. Ὁ Ἰ. Μεταξᾶς μέ στενοχώρια ἐπισημαίνει τήν καθυστέρησι: «Ἀναβολή δυό ἡμερῶν καί ἀπόψε ἀκόμη μίας. Ἄσχημο αὐτό».[1]

        Τά λόγια του ἀποδεικνύουν καί πάλι ὅτι ἡ ἐπιθετική φύσις τοῦ σχεδίου, ἦταν προγραμματισμένη πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐπί­θεσι τῶν Ἰταλῶν καί ὄχι αὐτοσχεδιασμός... “ἐκ τῶν ὑστέρων”. Τήν παραμονή τῆς ἑλληνικῆς ἀντεπιθέσεως, ὁ βαθύτατα θρησκευόμενος Μεταξᾶς ἀγωνιοῦσε: «Αὔριον ἀρχίζει ἡ μεγάλη μάχη. Ἡ μεγάλη μάχη αὔριον! Θεέ μου, βοήθησέ μας». Στίς 14 Νοεμβρίου 1940 ὥρα 6.30 π.μ., ἐρχόταν ἐπιτέλους ἡ ὥρα τῆς ἑλληνικῆς ἐκδικήσεως. Καί ἀμέσως ἀρχίζει ἡ διάσπασις τῆς ἀμυντικῆς γραμμῆς τῶν Ἰταλῶν. Ὁ Στρατός μας κατελάμβανε τήν Κόνιτσα καί στόν παρα­λιακό τομέα, ἄρχιζε ὑποχώρησις τῶν Ἰταλῶν σέ ὅλα τά σημεῖα.

       Ἡ κατάληψις τῆς Κορυτσᾶς

        Ἤδη στίς 17 Νοεμβρίου, ἡ Ἰταλική γραμμή κατέρρεε. Τό Πυρο­βολικό μας ἔβαλλε πλέον κατά τοῦ ἀεροδρομίου καί τῶν ἰταλι­κῶν στρατώνων τῆς Κορυτσᾶς. Ὁ Μεταξᾶς σημείωνε: «Ξεκαθαρίζομεν τήν Μόροβαν. Ἰβᾶν μένει εἰς χείρας Ἰταλῶν ἀκόμη… Ἐπικλήσεις πρός Ἄγγλους διά ἀεροπλάνα. Ἐπικλήσεις - Ἐπικλήσεις... Νέαι μου παραγγελίαι πρός Τσώρτσιλ. Ἀερο­πορία!»

        Στίς 19 Νοεμβρίου 1940 ὁ Μουσσολινι ἔβγαζε ἕναν λόγο γε­μάτο χολή κατά τῆς Ἑλλάδος. Ἐπέρριπτε τούς λόγους τῆς μέχρι τότε ἰταλικῆς ἀποτυχίας στόν Πράσκα καί ὑποσχόταν νά… ”τσα­κίση τά πλευρά τῆς Ἑλλάδος”… Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς δέν ἀπάντησε ἀμέσως. Περίμενε πρῶτα νά τοῦ δοθῆ ἡ ἀπάντησις στό πεδίο τῆς μάχης. Τήν ἴδια ἡμέρα ἐπισκέφθηκε μόνο τούς ἡρωϊκούς τραυματίες μας: «Ἐπίσκεψις Ἐρυθρόν Σταυρόν πληγωμένων. Μιλῶ μέ ὅλους».

        Τήν ἑπομένη ὁ Ἑλληνικός Στρατός κατελάμβανε τό Δελβι­νάκι, τόν Προφήτη Ἠλία καί τόν Ἅγ. Κοσμᾶ, ἐνῶ στόν παραλιακό τομέα διέβαινε τόν Καλαμᾶ. Ὁ Μεταξᾶς θά ἔγραφε: «...Νίκη μεγάλη πρός Δελβινάκι καί Μεσογέφυρα»

        Στίς 21 Νοεμβρίου ἄρχισε ἡ ἐπίθεσις γιά τήν κατάληψι τῆς Κορυτσᾶς. Καί στίς 22 Νοεμβρίου 1940, ὥρα 17:45 τά πρῶτα τμή­ματα Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ εἰσῆλθαν στήν πόλι! Ἡ Κορυτσά ἦταν ἡ σημαντικώτερη πόλις τῆς Βορείου Ἠ­πείρου. Ἡ πρώτη μεγάλη πολιτεία πού κατελάμβανε ὁ Στρατός μας. Ἡ σημασία τῆς καταλήψεώς της εἶχε διεθνῆ ἀπήχησι, διότι ἦταν παράλληλα ἡ πρώτη πόλις, πού κατελήφθη ἀπό Στρατό ἀντίπαλο τοῦ “Ἀξονος” ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέ­μου! Ἡ Ἀθήνα ἀπό τήν προηγουμένη νύκτα εἶχε ἀρχίσει νά ση­μαιοστολίζεται. Ὁ Ἀμβ. Τζίφος θυμᾶται:

«Εἰς τάς 21 Νοεμβρίου τό βράδυ ἐγνώσθη ὅτι αἱ δυνάμεις μας εἶχαν κυκλώσει τήν Κορυτσά καί ὅτι ἡ πτῶσις της ἦτο ζήτημα ὡρῶν. Τό ἄλλο πρωΐ κατά τάς 11 πῆγα εἰς τό Στρατηγεῖον ὅπου εἶχε μόλις ληφθῆ ἡ εἴδησις ὅτι ὁ Δήμαρχος τῆς πόλεως μέ τούς κατοίκους εἶχαν βγῆ γιά νά ὑποδεχθοῦν τά πρῶτα τμήματα τοῦ στρατοῦ μας. Ὅλοι ἦσαν σάν τρελλοί ἀπό τόν ἐνθουσιασμό τους καί καθώς ἐδίδοντο αἱ ὁδηγίες διά τήν κωδωνοκρουσίαν, ἔφθασε ὁ Μεταξᾶς καί ἡ πρώτη του πράξις ἦτο νά διατάξη νά σταμα­τήση κάθε ἐκδήλωσις, πρίν ἐπικοινωνήσει ὁ ἴδιος τηλεφωνικῶς μέ τόν στρατηγόν Πιτσίκα καί πάρη τήν ἐπιβεβαίωσιν...».[2]

        Πράγματι ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς συνδέθηκε μέ τόν στρατηγό, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε αὐτολεξεί: «Κύριε Πρόεδρε, ἡ Κορυτσά εὑρίσκεται εἰς χείρας τῶν Ἑλλη­νικῶν στρατευμάτων. Ὁ πληθυσμός τῆς πόλεως, Ἑλληνικός καί ἀλβανικός, ὑποδέχεται τούς ἄνδρας μέ ἐκδηλώσεις ἐνθουσια­σμοῦ καί μέ σημαίας. Ποῦ εὑρέθησαν τόσες Ἑλληνικές ση­μαῖες;...». Τότε ὁ Μεταξᾶς ἔδωσε ἐντολή κωδωνοκρουσιῶν σέ ὅλη τήν Ἀθήνα. Κατασυγκινημένος, ἐμφανίσθηκε ἀπό τόν ἐξώστη τοῦ Στρατηγείου πού ἕδρευε στό ξενοδοχεῖο “Μεγάλη Βρεταννία” καί γελαστός εἶπε  στό συγκεντρωμένο πλῆθος πέντε λέξεις: «Ἀγαπητοί μου, ἡ Κορυτσά κατελήφθη!»

        Ὁ Τζίφος μᾶς περιγράφει: «Ἡ φωνή του μόλις ἀκούγετο ἀπό τήν συγκίνησιν. Καθώς ἔμπαι­νε στό γραφεῖο του συνάντησε τόν Μαυρουδῆ (σ.σ. Ὑπου­ργό Ἐξωτερικῶν) καί οἱ δυό ἑβδομηκοντάρηδες φιληθῆκαν σάν μικρά παιδιά. Τό τί ἔγινε μέχρι νυκτός, ὅλοι τό θυμοῦνται ὅσοι εἶχαν τό εὐτύχημα νά βρίσκονται στάς Ἀθήνας».[3]

        Τήν ἴδια ἡμέρα κατελήφθη τό Λεσκοβίκι καί οἱ Φιλιάτες. Ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Μ. Βρεταννίας, λόρδος Χάλι­φαξ στήν βουλή τῶν λόρδων εἶπε: «Ποτέ ἄλλοτε κατά τήν διάρκειαν τῆς μακρᾶς της ἱστορίας, τό ὄνομα τῆς Ἑλλάδος δέν ἐστάθη τόσον ὑψηλά καί τό ὄνομα τῆς Ἰταλίας, τόσον χαμηλά».

        Καί ὁ Τσώρτσιλ ἔστειλε τηλεγράφημα πρός τόν Μεταξᾶ, τό ὁποῖο τελείωνε μέ ἑλληνικά γραμμένη τήν φράσι: «Ζήτω ἡ Ἑλλάς!».

        Στίς Η.Π.Α. ἡ ἐφημερίδα “Κῆρυξ - Βῆμα” σημείωνε: «Ὁ Ἑλληνικός στρατός κατεδείχθη ἀντάξιος τῶν προγόνων του. Κατήνεγκε τήν πρώτην μεγάλην νίκην, ἡ ὁποία ἐσημειώθη κατά τόν μέγαν αὐτόν πόλεμον...».

        Μέ λιτότητα ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς θά σημείωνε στό Ἡμερολό­γιό του τήν ἡμέρα ἐκείνη: «Ἐκυριεύσαμε τήν Κορυτσᾶν! Μεγάλη Νίκη. Ἐνθουσιασμός ἀπερίγραπτος, - Ἀπαντῶ εἰς Μουσσολίνι».

        Πράγματι, ἡ ἀπάντησις στόν λόγο τοῦ Μουσσολίνι εἶχε δοθῆ πλέον στό πεδίο τῆς μάχης. Καί τώρα μποροῦσε ὁ Πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος νά τοῦ ἀνταποδώση τά δέοντα. Ἀπό ραδιοφώνου στίς 9.00 μ.μ. τοῦ ἔδωσε τήν ἀπάντησί του ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων ἔλεγεν:

«Ὅταν ὁ Ἰταλός δικτάτωρ, ἀπήγγειλε τόν τελευταῖον αὐτοῦ λόγον, τόν τόσον γεμάτον ἀπό χολήν καί ὀργήν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, δέν ἐφαντάζετο βέβαια ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός θά τοῦ ἔδινε τόσον ταχείαν ἀπάντησιν... Ποῖαι θά εἶναι αἱ συνέπειαι τῆς τοιαύτης ἐπικρατήσεώς μας διά τήν Ἰταλίαν, ἄς τό κρίνη ὁ Ἰταλικός λαός, ὅταν θά ἐκκαθαρίση ἡμέραν τινά τούς λογαριασμούς του μέ τόν δικτάτορά του... Καί τώρα σεῖς Ἕλληνες ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, στρατευόμενοι καί μή, νά σφίξωμεν τά δόντια μας καί τίς γροθιές μας ν’ ἀτσαλώσωμεν τήν ψυχήν μας, νά πολεμήσωμεν μέ ὅλην τήν λύσσαν πού προκαλεῖ ἡ ἄτιμος καί ἀνιέρος ἐπίθεσις ἐναντίον μας...».

 Ἡ απελευθέρωσις της Βορείου Ηπείρου

 Μετά τήν κατάληψι τῆς Κορυτσᾶς, τό Γενικό Στρατηγεῖο διέτασσε τό Τ.Σ.Δ.Μ. καταδίωξι τῶν Ἰταλῶν: «Ἀναγνωρίζομεν κόπωσιν στρατευμάτων, ἀλλά κατάστασις ἐχθροῦ χειρότερα. Δέν συμφέρει ἀφήσωμεν ἐχθρόν ἀνασυντα­χθῆ».

        Στίς 24 Νοεμβρίου, ὁ Στρατός μας κατελάμβανε τήν Μοσχό­πολι. Στίς 26 Νοεμβρίου 1940 παραιτεῖται ὁ Ἀρχηγός τοῦ Ἰταλικοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου, Στρατάρχης Μπαντόλιο. Ἦταν ὁ δεύτερος πού καθαιρέθηκε μετά τήν ἀποτυχημένη ἰταλική εἰσβολή.

         Ἡ ἀγωνία τοῦ Μεταξᾶ πάντως γιά ταχεία προέλασι εἶναι ἐμ­φανής στό Ἡμερολόγιό του. Τήν ἑπομένη γράφει: «Βραδεία προ­χώρησις» καί τήν 28η Νοεμβρίου: «....σχεδόν σταμάτημα». Στίς 29 Νοεμβρίου 1940 ἄρχιζε ἡ μάχη γιά τό Πόγραδετς. Καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Μεταξᾶς σημείωνε τήν κατάληψί του: «Κατελήφθη Πόγραδετς. Ἀριστερόν πολύ βραδύ». Γιά τήν βραδύτητα τῆς προελάσεως τοῦ ἀριστεροῦ μας, ὁ Πρω­θυπουργός συνεκάλεσε σύσκεψι μέ τόν Βασιλέα καί τόν Ἀρχι­στράτηγο: «Ἐνώπιον Βασιλέως ἀναπτύσσω εἰς Παπάγον ζήτημα καί ὅτι πρέπει νά τελειώνωμεν τό ταχύτερον μέ ἰταλικόν στρατόν Ἀλβανίας. Ἄλλως τρέχομεν κίνδυνον ἀπό Γερμανία».

        Καί στίς 1 Δεκεμβρίου 1940 σημείωνε: «Μέ Παπάγον ἐπιμένω εἰς προώθησιν»!

        Πάντως, τήν ἡμέρα καταλήψεως τοῦ Πόγραδετς, ὁ Μουσσο­λίνι συγκαλοῦσε Πολεμικό Συμβούλιο στό ὁποῖο ἔλεγε χαρακτη­ριστικά: «Ἡ κατάστασις εἶναι σοβαρά, δέν ἀποκλείεται μάλιστα νά ἀποβῆ καί τραγική».

        Στίς 3 καί 4 Δεκεμβρίου 1940 ἡ γενική προέλασις τοῦ Στρατοῦ μας συνεχίζεται ἀμείωτη καί οἱ Ἰταλοί ἀρχίζουν νά ἐγκαταλεί­πουν τό Ἀργυρόκαστο. Ὁ Σοντού στέλνει πλέον τηλεγράφημα πρός τόν “Ντούτσε” στό ὁποῖο -μεταξύ ἄλλων- ἀναφέρει: «Οἱαδήποτε στρατιωτική ἐνέργεια εἶναι πλέον ἀδύνατος. Ἡ διευ­θέτησις τῆς καταστάσεως πρέπει νά λυθῆ μέ πολιτικήν παρέμβασιν».

        Μόλις 15 ἡμέρες πρίν, ὁ Μουσσολίνι ἀπειλοῦσε ὅτι θά τσα­κίση τά πλευρά τῆς Ἑλλάδος καί τώρα ἀποκαρδιωμένος ζητοῦσε ἀνακωχή! Μόλις πού τόν συγκρατοῦσε ὁ Τσιάνο νά μή τό πράξη! Ἐνδεικτικό εἶναι τό τί ἔγραψε ὁ στρατηγός Πρίκολο: «Ἠτο ἡ πρώτη πολύ σοβαρή καί ἐπίσημη ἀναγνώριση γιά τήν τρομερότερη στρατιωτική κρίση τῆς πολεμικῆς μας ἱστορίας καί γιά τήν ἀνικανότητά μας νά τήν ἀντιμετωπίσουμε. Τόσο ἀπροσδόκητη ἦταν ἡ καταστροφή, καί μαζί τόσο τραγική, πού μᾶς ἄφησε ὅλους σάν χαμένους».[4]  Κλείνοντας τήν συνομιλία ἐκείνη ὁ “Ντοῦτσε” ἔλεγε: «Μέ βλέπετε ἀκόμη σχετικῶς ἤρεμο. Κι ὅμως νοιώθω μέσα μου νά ξεσχίζεται ἡ καρδιά μου σάν νά μοῦ δίδουν μαχαι­ριές”».

        Ἐντός τοῦ Δεκεμβρίου 1940, ὁ Ἑλληνικός Στρατός προελαύνει ἀκάθεκτος, ἀπελευθερώνοντας ὅλες τίς πόλεις τῆς Βορείου Ἠπεί­ρου.

        Στίς 5 Δεκεμβρίου καταλαμβάνεται ἡ Πρεμετή. Στίς 6 Δεκεμβρίου ἀπελευθέρωνε τούς Ἁγίους Σαράντα. Στίς 7 Δεκεμβρίου κατελήφθη τό Δέλβινο. Τήν ἑπομένη ἡ  Δερβιτσάνη καί τό ἴδιο βράδυ τό Ἀργυρόκαστρο! Ἡ εἴδησις ξεσήκωσε νέο κῦμα ἐνθουσιασμοῦ σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα. Ὁ Μεταξᾶς σημείωνε στό Ἡμερολόγιό του: «Κατελά­βομεν τό Ἀργυρόκαστρον. Ἐνθουσιασμός!».

        Τόν πανηγυρισμό ἐπαύξησαν οἱ παραιτήσεις τοῦ Ἰταλοῦ Ἀρ­χιστρατήγου Μπαντόλιο καί τοῦ Ἰταλοῦ Διοικητοῦ τῆς Δωδεκα­νήσου Ντεβέκκι.

        Παρ’ ὅλα αὐτά, στίς 8 Δεκεμβρίου ὁ Μεταξᾶς σημειώνει: «Δέν βλέπω τήν διέξοδον». Εὔλογη ἡ σημείωσις. Ὁ Στρατός μας ἀντιμετώπιζε τόν ἀγριό­τερο χειμώνα τῶν τελευταίων 50 ἐτῶν. Ὁ ἀνεφοδιασμός σταμα­τοῦσε ἀπό τίς χιονοθύελλες πού ἔκλειναν τίς διαβάσεις. Οἱ στρα­τιῶτες μας πάγωναν. Ἡ λιγοστή ἀεροπορία μας δέν ἀρκοῦσε γιά νά ἐξουδετερώση τίς χιλιάδες Ἰταλῶν πού κατέφθαναν ἀπό τό Μπάρι στό Δυρράχιο καί τόν Αὐλώνα. Καί ἔτσι, αὐτό πού δέν  μπο­ροῦσε νά πράξη ὁ στόλος τοῦ Κάνινγκαμ καί ἡ Ἀγγλική ἀεροπορία, ἦταν ὑποχρεωμένος νά τό πράξη ὁ Ἑλληνικός Στρα­τός μέ τά πόδια: Νά καταλάβη τόν Αὐλώνα.

        Πράγματι λοιπόν δέν ὑπῆρχε γιά τήν Ἑλλάδα ἄλλη διέξοδος ἀπό αὐτήν πού σημείωσε ὁ Ἰ. Μεταξᾶς στήν ἑπομένη: «Ἀκάθεκτος συνέχεια ἐπιθέσεως».

        Ἀπό 15 Δεκεμβρίου 1940 ἀρχίζει ἡ νέα γενική ἐπίθεσις μέ βά­σι τά ἀνωτέρω. Δυό ἡμέρες μετά, τά στρατεύματά μας φθάνουν μόλις 2,5χλμ ἀπό τό Προγκονάτι. Ἀλλά τά σταματοῦν οἱ χιονο­θύελλες. Καταλαμβάνεται ἡ Χόρμοβα καί ἀρχίζει ἡ μάχη τοῦ Κούτσι γιά διάνοιξι τῆς κοιλάδος τοῦ Σιούσιτσα πού ἄνοιγε τόν δρόμο γιά Αὐλώνα.

       “Γλυκειά Ἑλλάς ἐμπρός”

         Στίς 21 Δεκεμβρίου 1940 ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς συνεχίζει νά πιέζη τό Γενικό Στρατηγεῖο γιά προώθησι, παρά τίς ἀπάνθρωπες συνθῆκες. Ὁ ἴδιος στό Ἡμερολόγιό του σημειώνει: «Ἀλλά πῶς νά προχωρήσωμεν μέσα σέ τέτοιο χειμώνα. Παρ’ ὅλα, ἐμπρός. Γλυκειά Ἑλλάς Ἐμπρός»!

        Στίς 22 Δεκεμβρίου 1940 ὁ Στρατός μας εἰσερχόταν νικητής στήν Χειμάρα!

        Παρά τίς ἐπιτυχίες ὅμως, στίς 24 Δεκεμβρίου ὁ Ἰωάννης Με­ταξᾶς  σημειώνει: «Δέν ξέρω, δέν εἶμαι καί εὐχαριστημένος μέ τήν πορείαν τῶν ἐπιχειρήσεων. Ἐπερίμενα ταχύτερα. Μᾶς λείπουν καί πάλι ἀεροπορία, μεταγωγικά».

        Τά λόγια του ἀποτελοῦν συντριπτική ἀπάντησι σέ ὅσους ἰσχυ­ρίσθηκαν ὅτι δέν ὑπῆρχε πρόθεσις προελάσεως μέχρι τόν Αὐλώνα. Τήν βιασύνη του ὁ Μεταξᾶς τήν ἐπεξήγησε τήν ἑπο­μένη: «Θά συσσωρεύσουν στρατό τό χειμώνα καί θά μᾶς ἐπιτεθοῦν τήν Ἄνοιξη. Θά μπορέσουμε νά πάρουμε πρίν τόν Αὐλώνα;»

        Ἡ πρόβλεψις αὐτή ὑπῆρξε ἀπολύτως ἐπιτυχής. Πράγματι τόν Μάρτιο τοῦ 1941 οἱ Ἰταλοί πραγματοποίησαν τήν “ἐαρινή ἐπίθε­σί” τους, ἡ ὁποία ἀπέτυχε.

        Στίς 30 Δεκεμβρίου ἀφαιρεῖται ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Ἰταλικοῦ Στρα­τοῦ καί ἀπό τόν στρατηγό Σοντού καί τήν ἀναλαμβάνει ὁ Οὖγκο Καβαλλέρο! Αὐτός ἦταν ὁ τρίτος Ἀρχιστράτηγος τῶν Ἰταλῶν πού ἄλλαζε, ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πο­λέμου!        

       Ἐν τῷ μεταξύ, τό Γενικό Στρατηγεῖο εἶχε προγραμματίσει νέα ἐπιθετική ἐξόρμησι ἀπό τῆς 6 Ἰανουαρίου 1941.

Ἀλλά ὁ Μεταξᾶς ἐπέμενε νά μή διακόπτεται τό ἐπιθετικό πνεῦμα: «Κατόρθωσα μέ τέχνη νά μή παύση ἡ ἐπίθεσις ἔστω καί περιο­ρισμένη ἕως ὅτου συμπληρωθῆ ὁ ἐφοδιασμός καί τακτοποιηθῆ ἡ ἀνασυγκρότησις τοῦ Στρατοῦ - ὁπότε ἐξόρμησις».

        Τήν ἡμέρα ἐκείνη τό Γενικό Στρατηγεῖο ἐξέδιδε διαταγές γιά ἐξόρμησι μέ ἀντικειμενικό σκοπό τήν κατάληψι τῆς Κλεισούρας καί ἐξασφάλισι τῆς περιοχῆς ἀνατολικῶς τῆς Τρεμπεσίνας.

        Στίς 9 Ἰανουαρίου 1941, ὁ Ἑλληνικός Στρατός ὕψωνε τήν κυα­νόλευκη στήν Κλεισούρα! Αὐτή ἦταν ἡ ἔνατη πόλις τῆς Βο­ρείου Ἠπείρου πού ἀπελευθέρωνε ὁ Στρατός μας ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου. Τό ρῆγμα τῆς γραμμῆς ἀμύνης τῶν Ἰταλῶν ἦταν πλέον γε­γονός. Μόνο τό Τεπελένι ἀπέμενε ἐμπόδιο γιά τήν πορεία τοῦ  Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ πρός τόν Αὐλώνα καί τήν ρίψι τῶν Ἰταλῶν στήν θάλασσα.

        Τήν δεινή ἰταλική θέσι, καταμαρτυρᾶ καί ἡ δραματική ἔκ­κλησις τοῦ Ἀρχιστρατήγου τους, Οὖγκο Καβαλλέρο πρός τόν Μέ­ραρχο τῆς “Τζούλια” πού εἶχε ἀνασυγκροτηθῆ: «Εἶναι ἀνάγκη νά κλεισθῆ τό κενό καί ἐάν πρόκειται ἀκόμη, νά θυσιασθῆς ἐσύ ὁ ἴδιος. Ἐάν διασπασθῆ ἡ τοποθεσία, δέν κρατᾶ­με πλέον. Τό ἀπαιτεῖ ἡ Πατρίδα. Ἐάν εἶναι νά πεθάνωμε, θά ἔλθω νά πεθάνω μαζί σου. Κᾶμε τήν ὑστάτην αὐτήν προσπά­θεια, σοῦ τό ζητῶ εἰς τό ὄνομα τῆς Ἰταλίας...».

        Ὁ ἀπολογισμός τοῦ ἀγῶνος μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦταν ἐξαιρετικός: Ἡ Ἑλλάς εἶχε συντρίψει τήν ἐχθρική εἰσβολή. Ὁ Στρατός μας εἶχε ἐκδιώξει τόν ἐχθρό ἀπό τό ἐθνικό ἔδαφος καί μέ τήν ἐξαπόλυσι γενικῆς ἀντεπιθέσεως τόν κατεδίωκε πλέον ἐντός τοῦ ἐδάφους του:

        Στό Βόρειο Μέτωπο ἔθραυσε τήν ἰταλική γραμμή, κατέλαβε τό Ἰβᾶν, τήν Μόραβα καί τήν Κορυτσά, ἐξασφαλίζοντας τό ὑψίπε­δό της μέ προέλασι πέραν τοῦ Πόγραδετς καί ἕως τήν κοιλάδα τοῦ Τομορίτσα.

        Στό Κεντρικό Μέτωπο ἀπωθήθηκε ὁ ἐχθρός ἀπό τόν Γράμμο μέχρι τόν Ἀῶο μέ τήν καταστροφή τῆς Μεραρχίας “Τζούλια” καί ἔπειτα κατέλαβε τό Λεσκοβίκι, τό Φράσερι, τήν Πρεμετή, τήν Κλει­σούρα καί τά ζωτικότερα σημεῖα τῆς Τρεμπεσίνας.

        Στό Νότιο Μέτωπο, ἀνέτρεψε τόν ἐχθρό στό Χάνι Δελβινάκι, παραβίασε τήν κοιλάδα τοῦ Δρίνου καί κατέλαβε τό Ἀργυρόκα­στρο ἐνῶ πλέον, τό Α’ Σ.Σ. βρισκόταν στό Μάλι Σπάρ καί τό Γκόλικο, στά πρόθυρα πλέον τοῦ Τεπελενίου πού ἀποτελοῦσε καί τήν τελευταία ἄμυνα τῶν Ἰταλῶν προτοῦ ἐκδιωχθοῦν ἀπό τήν Ἀλβανία.

        Στόν παραλιακό τομέα εἶχαν καταληφθῆ οἱ Ἅγιοι Σαράντα, ἡ Χειμάρα καί εἶχε διανοιγῆ ἡ κοιλάδα τοῦ Σιούσιτσα. Ὁ δρόμος πρός τόν Αὐλώνα, ἦταν ἀνοικτός!

        Τό βάθος τῆς ἑλληνικῆς προελάσεως ἐντός τῆς Ἀλβανίας ἦταν ἀπό τριάντα ἕως ὀγδόντα χιλιόμετρα!

        Ἡ Βόρειος Ἤπειρος, εἶχε ἀπελευθερωθῆ γιά τρίτη φορά ἐντός τοῦ 20ου αἰῶνος. Ἡ Ἑλληνική Σημαία κυμάτιζε σέ ὅλες τίς πόλεις της: Κορυτσά, Πόγραδετς, Πρεμετή, Ἅγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Δερ­βιτσάνη, Ἀργυροκάστρο, Χειμάρα, Κλεισούρα.

        Ἡ ἧττα τῆς Ἰταλίας ἦταν συντριπτική. Ἐντός δυό μηνῶν, 3 Ἰταλοί Ἀρχιστράτηγοι εἶχαν παραιτηθῆ καί ἡ Ἑλλάς ἔδινε τήν πρώτη νίκη παγκοσμίως. Ἐκείνη τήν στιγμή ἔφευγε ἀπό τήν ζωή ὁ Ἰωάννης Με­τα­ξᾶς…

 

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο μου "ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ: ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΟΞΑ 1936-1941" (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ. Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 210 6440021)

[1] Ἐγγρ. Ἡμερολογίου 11 Νοεμβρίου 1940.

[2] Ἀμβρ. Τζίφου «Ἀναμνήσεις»

[3] Ἀμβρ. Τζίφου «Ἀναμνήσεις»

[4] Στρατηγοῦ Πρίκολο «Ἀναμνήσεις ἀπό τόν πόλεμο».