Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

του Νικολάου Παυλίδη, Πρακτική Σκέψη

Σχεδόν αμέσως μετά την δημιουργία του πρώτου ενωμένου Ελληνικού κράτους το 1830, δημιουργείται το πρόβλημα πως μεγάλο μέρος του Ελληνισμού βρίσκεται εκτός των Αιγαίου, της Κύπρου και του Πόντου δεν είδανε τις ιδιαίτερες πατρίδες τους να συμπεριλαμβάνονται στο νέο ελληνικό βασίλειο του 19ου αιώνα. Επιπλέον, η δεινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση της τότε Ελλάδος, σε αντίθεση με τις επιτυχίες των Ελλήνων του εξωτερικού κάνουν ακόμα πιο έντονη την ανάγκη να συμπεριληφθούν οι μη απελευθερωθείσες περιοχές στον Εθνικό κορμό. Με αυτόν τον τρόπο αρχίζει να δημιουργείται η εντύπωση πως το παρών ελληνικό βασίλειο αποτελεί απλώς μια βάση, τα θεμέλια για κάτι μεγαλύτερο και λαμπρότερο.

 Ποιος μίλησε πρώτος για την Μεγάλη Ιδέα;

             Ως όρος η Μεγάλη Ιδέα πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά πράγματα το 1844 σε ομιλία του πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη στην Εθνοσυνέλευση και πρέσβευε την ανάγκη για απελευθέρωση των Ελληνικών πληθυσμών που βρίσκονταν έξω από τα Ελληνικά σύνορα. Ο όρος όμως αυτός δεν έμεινε συνδεδεμένος με το όνομα του Κωλέττη. Ο όρος αυτός γρήγορα μετεξελίχθηκε σε πολιτική και των επόμενων κυβερνήσεων και εν τέλει σε Εθνικό όραμα και στόχο για όλους τους Έλληνες εντός και εκτός του βασιλείου. Από το 1844 και έπειτα λοιπόν, πολιτικοί, βασιλείς και λαός θα ξεκινήσουν να λειτουργούν προς την εκπλήρωση αυτού του στόχου. Βέβαια, ο στόχος αυτός όντας τρομερά τρανός για την Ελλάδα των περιορισμένων συνόρων του 1844, δημιούργησε προβλήματα στο Ελληνικό κράτος και ανάγκες που έπρεπε να ξεπεραστούν.

            Η προσήλωση των κυβερνήσεων στην Εθνική ολοκλήρωση δημιουργούσε έξοδα για στρατιωτικές κινητοποιήσεις ή εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία η Ελλάς δεν μπορούσε να βαστάξει. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις έδιναν περισσότερη έμφαση στην επέκταση και όχι στην βελτίωση του ελληνικού κράτους. Έτσι τα εσωτερικά προβλήματα έμεναν άλυτα για δεκαετίες και διπλασίαζαν το βάρος και τον βαθμό δυσκολίας της Εθνικής ολοκλήρωσης. Τέλος, φυσικά η Μεγάλη ιδέα αξιοποιήθηκε και για σκοπούς παραπλάνησης της προσοχής του λαού από τα εσωτερικά του προβλήματα. Παρόλα αυτά, τούτες οι ατέλειες δεν απέτρεψαν το Ελληνικό Έθνος να ξεπεράσει τις δυσκολίες που έβρισκε εμπρός του και να συνεχίζει όλο και πιο δυναμικά κάθε φορά την προσπάθεια για απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών του.

 Ο αγώνας για απελευθέρωση των Ελλήνων

             Οι δυνάμεις γνώριζαν προφανώς ότι το Ελληνικό κράτος επιθυμεί να επεκτείνει τα σύνορα του. Οι Έλληνες διπλωμάτες, λόγιοι και πολιτικοί φρόντισαν να γίνει η Μεγάλη Ιδέα γνωστή τόσο στα Ευρωπαϊκά διπλωματικά σαλόνια, όσο και στις Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού ήδη από τα πρώτα χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας, ακόμα και όταν ο όρος Μεγάλη Ιδέα δεν είχε διατυπωθεί. Η πρώτη λοιπόν έμπρακτη προσπάθεια της Ελλάδος για δυναμική εξωτερική πολιτική στο ζήτημα των συνόρων, ήταν φυσικά πριν ακόμα η Ελλάς δημιουργηθεί ως κράτος. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ερχόμενος στην Ελλάδα το 1828 αναλαμβάνει την ηγεσία του ανύπαρκτου ακόμα κράτους. Στις επαφές του με τις μεγάλες δυνάμεις θέτει το ζήτημα να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος ήδη από το 1830 οι περιοχές της Πελοποννήσου, της Στερεάς, όλα τα νησιά του αιγαίου, η Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Θράκη, η Κρήτη ακόμα και η Κύπρος!

Η Μεγάλη Ιδέα επί του Όθωνα

           Προφανώς τα συμφέροντα των δυνάμεων δεν συνταυτίζονταν όμως με τα συμφέροντα του Ελληνισμού. Συνεπώς, ξεκινάμε το 1830 μόνο με την Πελοπόννησο, την Στερεά, τις βόρειες Σποράδες και τις Κυκλάδες. Από το 1844 και μετά έχουμε νέες προσπάθειες στην εξωτερική μας πολιτική. Με αφορμή τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, Γαλλίας, Αγγλίας το Ελληνικό βασίλειο τίθεται με την πλευρά της Ρωσίας διεκδικώντας υποστήριξη σε εδαφικές διεκδικήσεις. Ο Βασιλιάς Όθων λοιπόν σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία ακολουθεί την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, αλλά αυτό δεν αρέσει στις αντίπαλες της Ρωσίας χώρες. Το 1854 οι Αγγλογάλλοι ως αντίποινα για την στάση της Ελλάδος εφαρμόζουν αποκλεισμό του Πειραιά και το μικρό ελληνικό βασίλειο σημειώνει θανάτους από πείνα και ασθένειες. Η εικόνα του βασιλιά ανέβηκε στα μάτια των υπηκόων του, αλλά η απόδειξη πως η Ελλάς δεν ήταν έτοιμη ακόμα για μεγάλες περιπέτειες ήταν εμφανής.

            Εν συνεχεία, έχουμε το 1864 όταν και προσαρτώνται στην Ελλάδα τα Επτάνησα μετά από Αγγλική παραχώρηση. Τούτο δεν ήταν κάποιο δώρο των ξένων προς εμάς, αλλά επειδή απλά τα νησιά πλέον ήταν άχρηστα στην βρετανική αυτοκρατορία, δόθηκαν στο κράτος της Ελλάδος. Βέβαια, αυτό δεν θα συνέβαινε αν οι Έλληνες των Επτανήσων δεν κάνανε τον βίο αβίωτο στα αγγλικά στρατεύματα με τις εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες τους, ο μετέπειτα πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης δεν αναλάμβανε τις διαπραγματεύσεις για προσάρτηση των νήσων και φυσικά η επανάσταση του 1862 κατά του Όθωνα και η άφιξη του Γεωργίου το 1864 δεν γινόταν. Συνεχίζουμε οπότε με νέο βασιλιά και αυτός μας φέρνει ως προίκα τα Επτάνησα.

 Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας

             Τα αμέσως επόμενα χρόνια έχουμε την Κρητική Επανάσταση και ο αγώνας για ένωση με την Ελλάδα τα έτη 1866 με 1869. Η Ελλάς στέκεται στο πλευρό της Κρήτης και αποστέλλει όπλα, εθελοντές και πολεμοφόδια, αλλά μετά από απειλή της Τουρκίας για πόλεμο τον οποία απέτρεψαν οι δυνάμεις, αναγκάζεται να σταματήσει. Η επανάσταση λήγει με Ελληνική ήττα, αλλά ο οργανικός νόμος του 1868 βάζει το κρητικό ζήτημα σε νέες βάσεις και ανοίγει τον δρόμο για την μελλοντική αυτονομία της Κρήτης. Μπαίνουμε στο 1870 και οι λεγόμενοι Πανσλαβιστές προσπαθούν να κερδίσουν όσα περισσότερα οθωμανικά εδάφη μπορούν για τα σλαβικά κράτη των βαλκάνιων (Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία). Με αρχηγό την ρωσική αυτοκρατορία οι πανσλαβιστές απειλούν τις ελληνικές διεκδικήσεις άμεσα.

            Το αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης είναι η έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877 και η λήξη του με νίκη της Ρωσίας το 1878 που φέρνει την αυτονομία όλων των σλαβικών κρατών της βαλκανικής και την εδαφική τους επέκταση με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τον ίδιο χρόνο. Την ίδια στιγμή η Ελλάς βρίσκεται σε συνεχείς διπλωματικές συνομιλίες με τις δυνάμεις και προειδοποιεί πως πρέπει να τεθεί ανάχωμα στην σλαβική επέκταση στην χερσόνησο του Αίμου. Αυτό φυσικά ήταν ολοφάνερο και από το γεγονός πως η Βουλγαρία με την συνθήκη αυτή προσαρτούσε στην επικράτεια της όλη την Μακεδονία και την Θράκη! Συνεπώς, μετά από πολλές διπλωματικές πιέσεις και εξ’ ημών, τον ίδιο χρόνο η Διάσκεψη του Βερολίνου θέτει αλλαγές στα σχέδια των Ρώσων.

Τα σύνορα αλλάζουν, η μεγάλη Βουλγαρία μπαίνει στο συρτάρι της ιστορίας και η Ελλάς, ως αντίδωρο για την σλαβική επέκταση, λαμβάνει το 1881 την Θεσσαλία και ένα νότιο κομμάτι της Ηπείρου. Βέβαια, αυτό θα ήταν αδύνατον αν το 1878, έστω και αργοπορημένα διότι τελείωσε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος 2 μέρες πριν, δεν εισερχόταν Ελληνικός Στρατός στην Θεσσαλία για να ξεσηκώσει τους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο Στρατός προφανώς αποχώρησε μετά από πίεση των δυνάμεων, αλλά άναψε την σπίθα για να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα με την εξέγερση των Ελλήνων της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Τα γεγονότα όμως δεν σταματούν.

Το 1885-1886 έχουμε την κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία να προσαρτά πραξικοπηματικά την περιοχή η οποία προβλεπόταν να είναι αυτόνομη. Η Ελλάς αδύναμη να αντιδράσει, απλώς ξεκινάει στρατιωτικές κινητοποιήσεις και η Σερβία που κηρύττει τον πόλεμο στην Βουλγαρία, απλώς χάνει σύντομα στο πεδίο της μάχης. Ήταν λοιπόν φανερό πως ακόμα η Ελλάς δεν μπορούσε να ασκεί πιέσεις σε στρατιωτικό επίπεδο, λόγω της αδύναμης πολεμικής της μηχανής, βιομηχανίας, οικονομίας και των ελλιπών υποδομών της. Παρόλα αυτά, ο εκσυγχρονισμός του Τρικούπη προσπαθεί να αλλάξει την κατάσταση και να βάλει τις βάσεις για μια δυναμική προσπάθεια διεκδικήσεις των αλύτρωτων εδαφών. Αυτό όμως δεν θα γίνει άμεσα, καθότι όλο το έργο του Τρικούπη θα αποδώσει πολύ αργότερα. Προς το παρών πτωχεύουμε το 1893 και αυτό που μας απασχολεί για τα επόμενα χρόνια είναι η οικονομία μας.

Όμως φτάνουμε στο 1897 και στην Κρήτη ξεκινάει πάλι νέα επανάσταση κατά των Τούρκων. Η Ελλάδα κηρύττει επιστράτευση και ξεκινούν στρατιωτικές κινητοποιήσεις στα σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κυβέρνηση βέβαια δεν ήταν καθόλου σίγουρη για την έκβαση ενός ενδεχόμενου πολέμου, αλλά ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ παρακινημένος από τον λαϊκό ενθουσιασμό για απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών του τάσσεται υπέρ του πολέμου. Η Ελλάς στέλνει στρατιωτικά αγήματα στην Κρήτη για να βοηθήσουν τους επαναστάτες και η Τουρκία ως αντίποινα ξεκινάει τις εχθροπραξίες. Από αυτόν τον λεγόμενο ατυχή πόλεμο, η Ελλάς βγαίνει ηττημένη και λίγο έλλειψε τα Τουρκικά στρατεύματα τα εισέλθουν στην Αθήνα. Με επέμβαση των δυνάμεων ο πόλεμος σταματά, το γόητρο της Μεγάλης Ιδέας θίγεται, η Τουρκία καταλαμβάνει μερικές περιοχές της βόρειας Θεσσαλίας και η Ελλάδα αναγκάζεται να πληρώσει αποζημιώσεις 92.000.000 δραχμών στους Τούρκους.

 Η Εθνική ανάκαμψη και η μεγάλη εξόρμησις

 Αλλά, η επανάσταση στην Κρήτη πέτυχε! Η Κρήτη είναι αυτόνομη με δικό της κυβερνήτη και κάνει ένα ακόμα βήμα για την ένωση της με την Ελλάδα. Η Ελλάς όμως μπαίνει σε μια πολιτική κρίση που θα κρατήσει για αρκετά χρόνια. Της επιβάλλεται διεθνής οικονομικός έλεγχος που θέτει τα οικονομικά της υπό τα χέρια των ξένων δανειστών, αλλά και πάλι οι Έλληνες δεν ξεχνούν την Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού. Με αφορμή τον ανταγωνισμό Σέρβων, Βουλγάρων και Ελλήνων για την τότε Οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, ξεκινάει το 1904 ο Μακεδονικός αγών. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είχαν εδαφικές διεκδικήσεις έναντι των εδαφών αυτών λόγω γεωστρατηγικών οφελών από την προσάρτηση τους στα κράτη τους. Η Ελλάς όμως πέραν τούτων έπρεπε να προστατέψει και τους μεγάλους ελληνικούς πληθυσμούς της στην Μακεδονία, οι οποίοι δέχονταν σφαγές από τις βουλγαρικές αντάρτικες ομάδες, τους αποκαλούμενους κομιτατζήδες.

Το Ελληνικό Κράτος λοιπόν ξεκινάει εκστρατεία αποστολής δασκάλων και ιερέων για να ενισχύσουν τις τοπικές ελληνικές κοινότητες, ενώ αρχίζει να στέλνει δικούς της αντάρτες στην περιοχή για να αντιπαλέψουν τους Βουλγάρους, τους ονομαζόμενους Μακεδονομάχους. Με σύμβολο λοιπόν τον πρωτομάρτυρα του μακεδονικού αγώνα Παύλο Μελά, ξεκινάει ένας αγώνας αιματηρός, δύσκολος και σκληρός στα εδάφη της Μακεδονίας, αλλά ο συνδυασμός ελληνικής παιδείας και ελληνικών ένοπλων σωμάτων προστασίας, κερδίζει τον βουλγαρικό ιμπεριαλισμό. Ο αγώνας θα λήξει το 1908 μετά το κίνημα των Νεότουρκων στην Θεσσαλονίκη, που υπόσχονται ίσα δικαιώματα και αντιμετώπιση όλων των πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Η ελληνική κυβέρνηση βλέπει θετικά το γεγονός και αποσύρει τους ενόπλους της, αλλά τα γεγονότα δεν σταματούν εδώ.

Ενώ συμβαίνουν αυτά εν Μακεδονία, στην Ελλάδα ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στις 15 Αυγούστου του 1909 κάνει κίνημα και αντιδρά στην άσχημη πολιτική και οικονομική τακτική των κυβερνήσεων. Αφού βάζει την βουλή να ψηφίσει μια σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων, καλεί το 1910 τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Ελλάδα για να ηγηθεί του Κράτους. Μετά από επιπλέον πολιτικές περιπέτειες, ο Βενιζέλος οδηγεί την Ελλάδα σε μια νέα περίοδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης από το 1910 ως το 1912.  Με αυτόν τον τρόπο, οι διεκδικήσεις του Καποδίστρια από το 1830, η δυναμική διπλωματία του 19ου αιώνα, η υποστήριξη του ελληνικού κράτους στους πληθυσμούς του έξω από αυτό και ο εκσυγχρονισμός του Τρικούπη ενώνονται για να κάνουν εφικτές τις απελευθερωτικές κινητοποιήσεις των ετών 1912-1913.

Το κίνημα των Νεότουρκων τελικώς ξεχνάει τις υποσχέσεις του για δίκαια αντιμετώπιση Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Πλέον οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν κινδυνεύουν απλώς από τις καταπιέσεις, αλλά κινδυνεύουν κυριολεκτικά από εξαφάνιση. Το γεγονός αυτό εντείνει την ανάγκη για άμεση επέμβαση της Ελλάδος. Η προέλαση του Ελληνικού στρατού σε συμμαχία τα άλλα βαλκανικά κράτη είναι επιτυχής. Μετά και τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, λόγω της προδοσίας της Βουλγαρίας έναντι των παλαιών συμμάχων της, η Ελλάς απελευθερώνει την Νότιο Ήπειρο, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη που προσαρτώνται στο Ελληνικό κράτος το 1913.

Είχαν επίσης απελευθερωθεί και οι περιοχές της Βορείου Ηπείρου και της Δυτικής Θράκης, αλλά λόγω επέμβασης των δυνάμεων δεν συμπεριλήφθηκαν στο Ελληνικό κράτος, παρά τον πλειοψηφούντα ελληνικό τους πληθυσμό. Η Μεγάλη Ιδέα αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Η Ελλάδα επιτέλους κατέχει τις συμμαχίες, τις υποδομές, το φρόνημα, την ηγεσία και τον στρατό που χρειάζεται για να εκπληρώσει την εθνική της ολοκλήρωση. Προχωρούμε γρήγορα όμως στο 1914 όταν και ξεσπάει ο 1ος Π.Π. Συνάμα, η ανάγκη για περαιτέρω απελευθερώσεις ελληνικών κατεχόμενων εδαφών εντείνεται ακόμα περισσότερο, μετά την έναρξη των γενοκτονιών έναντι των Χριστιανικών πληθυσμών στην Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Αλλά, εδώ τίθεται το δίλημμα.

Η χώρα πρέπει αν διαλέξει με ποια πλευρά θα τεθεί στον πόλεμο. Με τις κεντρικές δυνάμεις και την Γερμανία ή την ΑΝΤΑΝΤ και την Αγγλία; Με αφορμή αυτό ξεκινάει ένας Εθνικός ΔΙχασμός που θα ζημιώσει την Ελλάδα και θα κρατήσει αρκετές δεκαετίες. Οι οπαδοί του Βενιζέλου επιθυμούν την είσοδο στον πόλεμο με την Αντάντ λόγω επικείμενων εδαφικών κερδών, αλλά οι βασιλικοί επιθυμούν την ουδετερότητα, λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων του Κωνσταντίνου με την Γερμανία. Από την αρχή βέβαια η στάση της Ελλάδος ήταν σκεπτική. Ο Βενιζέλος δεν ήταν κατά της παραχώρησης της Δυτικής Μακεδονίας στην Βουλγαρία, προκειμένου αυτή να μπει στο πλευρό της Αντάντ στον πόλεμο και να έχει ως αντάλλαγμα η Ελλάς εδαφικά οφέλη σε Βόρειο Ήπειρο, Ιωνία και Κύπρο. Αλλά, η είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο το 1915 έκανε ξεκάθαρο τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάς.

Όμως, η επιμονή του Κωνσταντίνου στην ουδετερότητα οδηγεί 2 φορές σε παραίτηση την εκλεγμένη κυβέρνηση των φιλελευθέρων εντός του 1915. Η συνεργασία του βασιλιά με τους Γερμανούς και η άρνηση της ελεγχόμενης από αυτόν βασιλικής κυβέρνησης το 1915 για προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα είσοδο της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, η παράδοση το 1916 της δυτικής Μακεδονίας στους Βουλγάρους αμαχητί, η απόσυρση των Ελληνικών στρατευμάτων από την Βόρειο Ήπειρο, που είχαν σταλεί για να την απελευθερώσουν 2η φορά, μεγαλώνει το πείσμα στου Βενιζέλου για τις δικές του θέσεις.

Το 1916 δημιουργείται το κίνημα της Εθνικής Αμύνης εν Θεσσαλονίκη και η χώρα χωρισμένη στα δύο είναι έτοιμη να πετάξει στον αέρα όλα όσα κέρδισε τα προηγούμενα χρόνια με τόσο κόπο. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών συνεχείς και τελικώς το 1917 επιβάλλεται ξένη επέμβαση από την Αντάντ στην Αθήνα και τελευταία στιγμή αποτρέπεται εμφύλια σύρραξη που θέλανε να ξεκινήσουν οι Βενιζελικοί. Ο Κωνσταντίνος Α’ πάει στο εξωτερικό και ο Βενιζέλος ενώνει την χώρα και το 1917 η Ελλάς εισέρχεται στον πόλεμο.  Η πολιτική του Βενιζέλου όμως δικαιώνεται.

Το 1918 η ΑΝΤΑΝΤ νικά τον πόλεμο και η Ελλάς βρίσκεται στο πλευρό των νικητών. Το 1919 υπογράφεται η συνθήκη του Νεϋγί και η Ελλάς απελευθερώνει την Δυτική Θράκη, ενώ το 1920 υπογράφεται η μεγαλύτερη ως σήμερα διπλωματική νίκη της Ελλάδος, η Συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα των παραμονών των βαλκανικών πολέμων γίνεται η Ελλάς των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών απελευθερώνοντας και την Ανατολική Θράκη και θέτοντας υπό τον έλεγχο της την περιοχή της Σμύρνης. Ο Βενιζέλος προκειμένου να ενισχύσει την θέση της κυβέρνησης του στα μάτια των ξένων, αλλά και για λάβει την λαϊκή έγκριση στις κινήσεις του προχωρά σε εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Η υπάρχουσα βουλή είχε παρατείνει την περίοδο ύπαρξης της άνω των 5 ετών, καθότι το 1917 η Ελλάς βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και δεν μπορούσε να κάνει εκλογές.

Στις εκλογές αυτές όμως, λόγω του τότε πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές, παρόλο που δέχεται 7000 ψήφους παραπάνω από την βασιλική αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση των βασιλικών βάζει φραγμό στις διπλωματικές σχέσεις με τις Μ. Δυνάμεις φέρνοντας πίσω τον μισητό σε αυτές βασιλιά Κωνσταντίνο και επιπλέον αθετεί την υπόσχεση της για παύση του πολέμου και επιστροφή των Ελλήνων στρατιωτών στα σπίτια τους. Συνάμα, οι επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία είναι μονόδρομος, καθότι οι Κεμαλικοί ξεκινούν νέο κύκλο διώξεων κατά των Ελλήνων της Ιωνίας. Τελικώς, το 1921 αποφασίζεται προέλαση προς Άγκυρα για την καταστροφή των σημείων ανεφοδιασμού των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά λόγω κακής στρατηγικής, κακής διαχείρισης και έλλειψης προνοητικότητας, το μέτωπο τελικώς θα καταρρεύσει τον Αύγουστο του 1922.

Το τέλος του έπους της Μικράς Ασίας θα σημειώσει παραπάνω από 1.500.000 Έλληνες σφαγιασθέντες από τον στρατό του Κεμάλ μέσω οργανωμένης γενοκτονίας στα εδάφη που ζούσαν και ένα κύμα πάλι 1.500.000 Ελλήνων προσφύγων που θα κινηθεί προς το εθνικό κέντρο. Η χώρα, μετά και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 που επιβάλλει την ανταλλαγή χριστιανών και μουσουλμάνων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, εισέρχεται στην περίοδο του μεσοπολέμου. Πλέον η Μεγάλη Ιδέα για τα εδάφη του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας πνίγεται στο λιμάνι της Σμύρνης.

 Η Μεγάλη Ιδέα κατά τον Μεσοπόλεμο

 Όμως, η Μεγάλη ιδέα ως όνειρο δεν χάνεται. Η πολιτική των Βενιζελικών ως το 1932 θέτει στόχο την εφαρμογή της μεγάλης ιδέας όχι τόσο με περαιτέρω επέκταση του ελληνικού κράτους, αλλά κυρίως με την οικονομική και πολιτική αναδιοργάνωση της παρούσας πατρίδας. Ως το 1932 λοιπόν ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται. Η Ελλάς αποκτά εθνική ομοιογένεια που της επιτρέπει ως εθνικό κράτος να λειτουργεί αποτελεσματικά, ενισχύει την οικονομία και τις υποδομές της και κοιτάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Όμως η οικονομική κρίση της Ν. Υόρκης το 1929, έρχεται και στο κατώφλι το δικό μας. Μεταξύ 1932 και 1936 η χώρα θα ζήσει μεγάλη πολιτική αστάθεια και ασυνεννοησία μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων.

 Η πορεία προς την δόξα του 1940-41

 Τελικώς, η όλη αυτή περίοδος λήγει στις 4 Αυγούστου του 1936, όταν και με την σύμφωνη γνώμη του Βασιλιά Γεωργίου Β’ και των μελών της τότε κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Ιωάννης μεταξάς επιβάλλει δικτατορικό πολίτευμα. Η χώρα τώρα με κυβερνήτη τον Μεταξά προχωρά προς προετοιμασία για τον επικείμενο Β’ Π.Π. Ο πόλεμος ξεκινάει το 1939 μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ μεταξύ των Κομμουνιστών της Σοβιετικής ένωσης και των Εθνικοσοσιαλιστών της Γερμανίας για διαχωρισμό της Πολωνίας μεταξύ τους. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ο πόλεμος έρχεται και στο κατώφλι της Ελλάδος. Η φασιστική Ιταλία επιτίθεται μέσω της Αλβανίας στην Ελλάδα, αλλά η Ελληνική αντεπίθεση και ο άρτια προετοιμασμένος στρατός μας καταφέρνει να φτάσει τους Ιταλούς ένα βήμα πριν την ρίψη τους στην Θάλασσα το 1941. Η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώνεται για 3η φορά.

Συνάμα, οι Βρετανοί υπόσχονται στους Κυπρίους πως αν πολεμήσουν υπέρ τους στον πόλεμο η νήσος θα ενωθεί με την Ελλάδα. Τελικώς όμως μετά από επίθεση της Γερμανίας, η Χώρα μας δεν θα αντέξει και 2ο μέτωπο. Ακολουθεί ξένη τριπλή κατοχή ως τον Οκτώβριο του 1944 και με την λήξη του πολέμου το 1945, η Ελλάς εισέρχεται στην περίοδο που θα ονομαστεί ψυχρός πόλεμος μεταξύ κομμουνιστικής ανατολικής και δημοκρατικής δύσης. Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο δεν κέρδισε όσα ανέμενε. Οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κομμουνιστών και δημοκρατικών δυνάμεων μεταξύ 1944-1949 δεν επέτρεψαν μια οργανωμένη εξωτερική πολιτική στα ζητήματα των ακόμα σκλαβωμένων Ελλήνων. Μόνον τα Επτάνησα δόθηκαν τελικώς το 1947 στην Ελλάδα, ενώ η Βόρειος Ήπειρος παρέμενε τώρα υπό μια κομμουνιστική δικτατορία και η Κύπρος υπό την δυναστεία του Βρετανικού στέμματος.

 Ο αγών των Κυπρίων για ανεξαρτησία

Μπαίνουμε στο 1950 και ξεκινάει η μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Αλλά τα εθνικά ζητήματα δεν μπορούν να μείνουν εκτός από την ελληνική πολιτική. Το 1955 ξεκινάει ο αγώνας των Κυπρίων της ΕΟΚΑ με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα κατά του Βρετανικού ιμπεριαλισμού στην Κύπρο, ενώ οι Τούρκοι βρίσκουν ευκαιρία να εκδιώξουν τον εναπομείναντα ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης που είχε εξαιρεθεί από την συνθήκη της Λωζάνης. Η άνοδος του Καραμανλή στην Ελλάδα το 1955 που ήταν κατά της αποστολής όπλων στην ΕΟΚΑ και η μη απάντηση στις δολοφονίες, βιασμούς και την ουσιαστική έξωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την Πόλη, σηματοδοτεί την αρχή της υποχωρητικότητας της Ελλάδος στα εξωτερικά της εθνικά ζητήματα. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ λήγει με την κήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας το 1960, αλλά το κυπριακό ζήτημα συνεχίζεται στην ουσία άλυτο.

 Η μάχη της Κύπρου

Η Κύπρος κατά τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει πεδίο αντιμαχίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ως που το 1974 οι δυνάμεις αποφάσισαν να λύσουν το ζήτημα με τον πιο απλό τρόπο. Διχοτόμηση. Η Κυβέρνηση του δικτάτορα Ιωαννίδη που προέκυψε από το κίνημα της 25ης Νοεμβρίου του 1973 προχωρά σε πραξικόπημα κατά του ηγέτη της Κύπρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου του 1974, μετά από παρακίνηση των Αμερικάνων, και έτσι ανοίγει τον δρόμο για την Τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου. Ο Αττίλας 1 λοιπόν επί Ιωαννίδη τον Ιούλιο και ο Αττίλας 2 επί Καραμανλή τον Αύγουστο καταλαμβάνουν περίπου το 38% της νήσου. Ο ελληνισμός βιώνει νέους διωγμούς, βιασμούς και έξωση περί 200.000 Ελλήνων από τις εστίες τους στον Κυπριακό βορά. Ο δισταγμός και η αδύναμη εξωτερική μας πολιτική οδηγούν ξανά σε συρρίκνωση του Ελληνισμού και σε νέα ήττα.

 Η Μεταπολίτευση

Πλέον, είμαστε στο 1974. Με τον ερχομό του Κωνσταντίνου Καραμανλή μπαίνουμε στην περίοδο της μεταπολίτευσης η οποία υφίσταται μέχρι σήμερα. Και με την εισβολή στην Κύπρο το 1974, η Μεγάλη Ιδέα σταματά να αποτελεί έστω και θεωρητικά πολιτική του ελληνικού κράτους. Η Ελλάς πλέον εντός της ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκής ένωσης δεν επιθύμησε να διεκδικήσει έστω και την τελευταία στιγμή την ελευθερία των πληθυσμών της μετά την πτώση των Κομμουνιστών καθεστώτων της Αλβανίας και της Γιουγκοσλαβίας. Οι τελευταίες ευκαιρίες του 20ου αιώνα για απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και της Πελαγονίας αφέθηκαν στο όνομα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί μας ακόμα και σήμερα εν έτη 2019 να δέχονται τις καταπιέσεις των εκεί δυσλειτουργικών ημιδημοκρατικών καθεστώτων.

Από την άλλη όμως, το Ελληνικό κράτος κατάφερε μετά το 1991 να δεχθεί τους τελευταίους Έλληνες πρόσφυγες που θα περάσουν τα σύνορα του στα τέλη του 20ου προερχόμενοι από τις εμπόλεμες περιοχές της πρώην σοβιετικής ένωσης (Γεωργία, Αμπχαζία, Οσσετία, Αρμενία, Ατζαρία κλπ) και να σταθεί στο ύψος του ως εθνικό κέντρο. Από εκεί και έπειτα όμως, έστω στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ένωσης, δεν γίνεται καμία προσπάθεια για την προστασία ή έστω την ενίσχυση των Ελλήνων της Αλβανίας, της δημοκρατίας του Βαρδάρη, της Βουλγαρίας, της Τουρκίας και γενικά των ελληνικών κοινοτήτων ανά την υδρόγειο.

 Θα το αφήσουμε να περάσει έτσι;

Με αυτόν τον τρόπο η Μεγάλη Ιδέα όχι απλά μεταβλήθηκε ως πολύ δύσκολη για τους σημερινούς Έλληνες, αλλά καταργήθηκε εντελώς από πολιτική του κράτους, το οποίο κράτος συνάμα επιτρέπει τον περιορισμό του ελληνικού στοιχείου ανά τον κόσμο. Απόδειξη αυτού αρκεί η σύγκριση της εξάπλωσης του Ελληνισμού μόνο στην μεσόγειο πριν 100 χρόνια σε σχέση με σήμερα και το γεγονός φυσικά ότι το Ελληνικό κράτος αναγκάζει εκατοντάδες χιλιάδες ομοεθνείς μας να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, ενώ συνάμα επιτρέπει την αντικατάσταση τους από ξένους πληθυσμούς. Η Ελλάς λοιπόν της αποτίναξης του ξένου ζυγού του 1821 και η Ελλάς της απελευθέρωσης των πληθυσμών της του 1921, γίνεται σήμερα και όσο πλησιάζουμε στο 2021 η Ελλάδα της υποχωρητικότητας, του δισταγμού και της έλλειψης οράματος για το μέλλον που ως ζήτημα ίσως ενός ακόμα αιώνα οδηγήσει όχι απλά στην σμίκρυνση της στον χάρτη ως το 2121, αλλά και την εξαφάνιση του Έθνους των Ελλήνων από προσώπου γης.

Θα το αφήσουμε να περάσει έτσι;

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 

ΒΙΒΛΙΑ: 

Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας – Διβάνη Λένα

Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ’ Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης - Γεώργιος Μαργαρίτης, Αγαθοκλής Αζέλης, Νικόλαος Ανδριώτης, Θεοχάρης Αετοράκης, Κωνσταντίνος Φωτιάδης

 Επίτομη ιστορία της Κύπρου – Σταύρος Καρκαλέτσης

 Ανοίγουμε τον φάκελο της Κύπρου Τόμος Α’ – Μάνος Ν.Χατζηδάκης

 Ανοίγουμε τον φάκελο της Κύπρου Τόμος Β’ – Μάνος Ν.Χατζηδάκης

 Ο Ιωάννης Μεταξάς: Η πορεία προς την δόξα – Μάνος Ν.Χατζηδάκης

 Η παράταση του διχασμού μετά το 1922 – Γιώργος Μαυρογορδάτος

 Μικρά Ασία: Ο απελευθερωτικός αγώνας 1919-1922 – Χατζηαντωνίου Κώστας