ΜΕΡΟΣ Δ': Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
του Μιχάλη Γεωργιτσογιαννάκου, Μέλους του ΕΠΟΚ
Αναμφίβολα δύο είναι οι παράγοντες που βαρύνουν στην αξία ενός Έθνους: η ιστορία που έχει παράξει στον βίο του, και η προσφορά του στον παγκόσμιο Πολιτισμό.
Έλεγε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος: «Έχομεν κάθε λόγον να είμεθα υπερήφανοι δια την ιστορίαν μας. Όχι μόνον λόγω της αδιασπάστου συνεχείας της αλλά και λόγο της ποιότητάς της. Διότι είναι πλήρης εξάρσεως και προσφορών προς ολόκληρον την ανθρωπότητα, τόσον εις τον τομέα των ειρηνικών επιδόσεων όσον και εις τον τομέα των κρισίμων αποφάσεων».
Όπως παρατηρεί ένας από τους κορυφαίους παγκοσμίως Αρχαιολόγος, Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γέηλ, C. Blegen, «Η οριστική αναγνώριση της Ελληνικότητας των Μυκηνών δεν είναι κάτι που απομένει χωρίς συνέπειες. Μας οδηγεί σ’ ένα πρώιμο στάδιο της ιστορίας αυτής της φυλής προγενέστερο πιθανώς από την πλήρη διαμόρφωση της Ελληνικής γλώσσας. Και διατρανώνει ακόμα την έμφυτη αντοχή του Ελληνικού λαού και την εκπληκτική του δύναμη για επιβίωση. Και σήμερα ζει και ακμάζει διατηρώντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, και την συνοχή του παρά τον έντονο ατομικισμό. Εκτός ίσως από τους Κινέζους, είναι ζήτημα αν υπήρξε άλλος λαός με τέτοια εμμονή και διάρκεια. Στην μακρά ιστορία του τρείς φορές τουλάχιστον ανέλαβε την παγκόσμια πολιτιστική ηγεσία: στην όψιμη Μυκηναϊκή περίοδο, στα κλασσικά χρόνια, και στην ακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (Από τον Πρόλογο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών. Επίσης αφιερώνεται στους προκατειλημμένους, τεμάχισες - χασάπηδες, της ιστορικής συνέχειας της Ελληνικής Φυλής).
ΓΙΑΤΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η επιστημονική διατύπωση του Αμερικανού ακαδημαϊκού και ερευνητή, συμπίπτει με την γεμάτη Ελληνικό αίσθημα γνώμη του Γ. Παπαδοπούλου. Είναι δύο θέσεις διαφορετικού ύφους μεν, ιδίου νοήματος δε. Δημιουργούν αμφότερες υπερηφάνεια για το ποιοι είμαστε και ταυτόχρονα την βούληση να το διατηρήσουμε. Συνακόλουθα όμως μας διεγείρουν την επιθυμία για γνώση από πού και ποιούς ερχόμαστε, για να ξέρουμε και προς τα πού θα πορευθούμε στο μέλλον. Γεννούν σε εμάς τους μεταγενέστερους έναν δίκαιο εθνικό εγωισμό και μία έπαρση. Κυρίως όμως καλλιεργούν φρόνημα. Μας κάνουν να νιώθουμε υπερήφανοι για τους προγόνους μας και για το έθνος μας. Μας δίνουν υψηλά πρότυπα και ακλόνητα ιδανικά. Νιώθουμε γύρω τις σκιές του παρελθόντος μας, να φωτίζουν τον δρόμο του μέλλοντός μας. Μας δυναμώνουν την πίστη ότι αυτά που έγιναν στο παρελθόν μπορούν να ξαναγίνουν στο παρών, μ’ έναν άλλο τρόπο. Έχοντας, αυτά για δασκάλους μπορούμε να βαδίσουμε μπροστά προς μια σωστότερη κατεύθυνση με τα λιγότερα δυνατά λάθη. Έχουμε την μοναδική τύχη, που κανένας άλλος λαός δεν έχει, ν’ αντλεί από την ιστορία του τόση δύναμη, τόσα διδάγματα, τόση υπερηφάνεια όση ο Ελληνικός.
«Αυτήv την ιστορίαν οφείλομεν να την ενθυμούμεθα και να την τιμώμεν, διότι είναι πηγή αυτοπεποιθήσεως και πυξίς πορείας. Δεν μας επιτρέπεται να την λησμονήσομεν και δεν θέλωμεν να την προδόσωμεν» Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε μας λέει, αλλά και να μην προδώσουμε, προσθέτει. Και καλά το πρώτο το καταλαβαίνουμε, το δεύτερο πως; Μα με τον τρόπο που γίνεται σήμερα. Με την μικροποίηση αυτών που αγωνιζόμενων και θυσιαζόμενων στο παρελθόν, μας χάρισαν το δικό μας παρών. Με την επιλεκτική αποσιώπηση των μοναδικών επιτευγμάτων του χθες. Με την σκόπιμη δημιουργία κάποιας νέας, νεφελώδους «πραγματικής ιστορίας» Μέσα απ’ αυτή την «αναθεωρητική ιστορία» (λες και είναι ρεβιζιονιστές κομμουνιστές) προσπαθούν να διαγράψουν ότι σχετίζεται με το επίθετο «εθνικό». Πρώτη στην ιεράρχησή τους είναι φυσικά η εθνική ιστορία, ακολουθούν η εθνική λογοτεχνία, η εθνική παράδοση, εν ολίγοις όλα αυτά που παράγουν εθνικό φρόνημα. Αυτό που με την σειρά του κρατάει ζωντανή την εθνική ανεξαρτησία. Αξιοσημείωτα και επίκαιρα είναι τα λόγια του σημαντικότατου ακαδημαϊκού και πρώην προέδρου της δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου « Γι’ συτό θολώνουν την αλήθεια και βλάπτουν την πατρίδα εκείνοι που αποσιωπώντας είτε ανομήματα, είτε κατορθώματα και συνθλίβοντας πρόσωπα και πράξεις, κάτω απ’ την καλύπτρα μιας μονόπλευρης έρευνας, επιχειρούν να δώσουν στα γεγονότα του παρελθόντος ερμηνείες προσαρμόζονται σε αμφισβητούμενες πολιτικές επιδιώξεις του παρόντος»
ΓΙΑΤΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
« Η γνώσις της πατρίου ιστορίας, εθεωρήθη αείποτε ως το πρώτιστον του πολίτου καθήκον» Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.
Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου για την επίτευξη των σκοπών του. Σ αυτές τις δραστηριότητες υπάρχει πάντα μία σαφής σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Τα ιστορικά γεγονότα θα μπορούσε κάλλιστα να έχουν συμβεί μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Θα μπορούσε να έχουν συμβεί με τον αντίθετο τρόπο ή θα μπορούσε να μην έχουν συμβεί καθόλου. Οι λόγοι είναι: πρώτον ότι ο άνθρωπος είναι αυτός που έχει την ελευθερία εκλογής των πράξεων, και δεύτερον ότι η ιστορική εξέλιξη είναι η σύνθεση ή η αντίθεση πολιτισμικών, κοινωνικών και εθνικών φαινομένων. Τα ιστορικά γεγονότα δεν οφείλονται σ’ ένα και μόνο βασικό αίτιο. Όταν η προσέγγιση γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η παρανόηση και η παραμόρφωση της ιστορίας. Αυτή την διαθλασμένη εικόνα της ιστορίας έχουν, και στην συνέχεια φυσικά υποστηρίζουν, οι μαρξιστές και οι της «ευρύτερης αριστεράς» με την θεωρία - καραμέλα της πάλης των τάξεων. Αυτοί δεν βλέπουν άλλη κινητήρια δύναμη στην ιστορική εξέλιξη παρά μόνο την οικονομία (σ’ αυτή την άποψη, όπως και σε τόσες άλλες πια, έχουν ταυτιστεί μαζί τους και οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι). Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς και ευτυχώς για την ιστορία, η ύπαρξή της δεν είναι εγκλωβισμένη σε μοιρολατρικές οικονομικές νομοτέλειες. Η ιστορία έχει πολλούς πρωταγωνιστές: αντιλήψεις θρησκευτικές, αντιθέσεις εθνικές, συμφέροντα οικονομικά, φιλοδοξίες προσωπικές, φανατισμούς πολιτικούς ή κομματικούς, εξελίξεις τεχνολογικές: αυτοί και άλλοι πολλοί είναι παράγοντες που επηρεάζουν την ανθρώπινη δράση και άρα διαμορφώνουν την ιστορία. Το ιστορικό γίγνεσθαι λοιπόν χαρακτηρίζεται από ποικιλία. Η ιστορία δεν είναι άψυχη και απρόσωπη. Δεν είναι λογισμικό εξαγωγής στατιστικών στοιχείων και οικονομικών δεικτών για να αιτιολογηθούν τ’ αποτελέσματά της. Η ιστορία δεν εξετάζεται ψυχρά εγκεφαλικά αλλά με πάθος και συναίσθημα. Έτσι μόνο μπορούν ν’ αντληθούν τα διαχρονικά μηνύματα που στέλνει ώστε να εξαχθούν τα διαχρονικά συμπεράσματα του τώρα. Η ιστορία είναι ένα ζωντανό παρών και δίνει απαντήσεις στα προβλήματα του αύριο.
Τεχνηέντως όμως σήμερα τα παραπάνω έχουν χαρακτηρισθεί ως υποκειμενική θεώρηση της ιστορίας η οποία χρήζει αντικειμενικής αναθεώρησης. Η διαδικασία του πως αυτό υλοποιείται είναι πια γνωστή. Πρώτα μετατοπίζεται αυθαίρετα η ερμηνεία της λέξης υποκειμενική. Στην συνέχεια τοποθετείται ως ταμπέλα όπου θα κριθεί χρήσιμο. Τέλος, έρχονται οι «αντικειμενικοί» που αφού αποστεώσουν και αφυδατώσουν την ιστορία την εμφανίζουν «αντικειμενικά» σύμφωνη με τις δικές τους πολιτικές ιδεολογίες, και κρίνουν τους πρωταγωνιστές της «αντικειμενικά» σύμφωνα με τις δικές τους κομματικές τοποθετήσεις Ας γνωρίζουν όμως ότι στην ιστορία δεν αρέσει η Προκρούστια λογική ώστε να την φέρουν στα μέτρα τους. Δεν της αρέσει η κομμουνιστική αντίληψη, «όσο η ιστορία συμφωνεί με τις ιδέες μας έχει καλώς, αν όχι, τόσο το χειρότερο για την ιστορία». Ας έχουν υπ’ όψιν τους ότι στην ιστορία δεν μπαίνεις ούτε με το ζόρι ούτε με μέσον.
Από την μία πλευρά η ιστορία, και πολύ περισσότερο η αχανής, η δική μας, η Ελληνική, δεν είναι φτιαγμένη ώστε να διαβάζεται νωχελικά σ’ έναν καναπέ ονειροπολώντας παθητικά το παρελθόν. Αντίθετα είναι εφαλτήριο για άλμα στο μέλλον, «της ιστορικής οντότητας… έναντι της οποίας κάποτε θα πρέπει να παύσωμεν να υπερηφανευόμεθα επί πατραγαθία και θα υπερηφανευόμεθα επί δημιουργία» έγραφε επ’ αυτού ο Γ. Παπαδόπουλος. Από την άλλη πλευρά όποιο έθνος θέλει να συνεχίσει να υπάρχει ως ανεξάρτητο και ελεύθερο, έχει καθήκον να μην επιτρέπει να του γράφουν την ιστορία άλλοι, ούτε ν’ ανέχεται υπαγορεύσεις. Τουναντίον έχει καθήκον να κάνει την δική του νέκυια και εκεί κάτω, βαθιά, να βρει τον σκοπό της ύπαρξης του και να τον ανασύρει στον επάνω κόσμο. Πάνω σ’ αυτό το νόημα της ύπαρξής του θα γράφει μόνο του την ιστορία του. Αυτό αποτελεί χρέος συνεχές προς τον εαυτό του, τα παιδιά του, τα παιδιά των παιδιών του.
Τέλος θα επιθυμούσα αληθινά να διαβάσετε, ακόμα και ας μην διαβάσετε ούτε μία λέξη απ’ το παραπάνω άρθρο, τις παρακάτω λίγες γραμμές από «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» του Μ. Κούντερα
«_ Για να ξεπαστρέψεις έναν λαό, του αφαιρείς πρώτα την μνήμη, καταστρέφεις τα βιβλία του, τον πολιτισμό του, την ι σ τ ο ρ ι α του. Και κάποιος άλλος του γράφει άλλα βιβλία, του δίνει άλλο πολιτισμό και ε π ι ν ο ε ί για λογαριασμό του άλλη ι σ τ ο ρ ί α. Έπειτα ο λαός ξεχνάει σιγά - σιγά ποιος είναι και ποιός ήταν. Ακόμα πιο γρήγορα θα τον ξεχάσει ο κόσμος γύρω του
_ Και η γλώσσα;
_ Ποιος ο λόγος να μας την πάρει; Θα μείνει σκέτη γραφικότητα που αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από φυσικό θάνατο
Ήταν μία υπερβολή που υπαγορευόταν από υπερβολική θλίψη ή είναι αλήθεια πως ο λαός δεν θα μπορέσει να βγει ζωντανός από την έρημο της οργανωμένης λήθης;»