ΙΩΑΝΝΗΣ Α’ ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ: Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

 τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Ἡ καταγωγή καί ἡ μορφή του

Πατέρας τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ἦταν ὁ Θεόφιλος Κουρκούας πού γεννήθηκε στήν Δόκια (Εὐδοκιάδα) τοῦ Πόντου ἡ ὁποία ἱδρύθηκε ἀπό κατοίκους τῶν Ποντιακῶν Κο­μά­νων ἐπί Αὐ­τοκράτορος Ἡρακλείου καί ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τήν ἀδε­λφή του, Εὐ­δοκία. (Σήμερα ἀποκαλεῖται Τοκάτ). Ἡ οἰκογέ­νει­α Κουρκούα ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀλλά μετά τήν με­­­­τοίκισί της στόν Πόντο ἐξελληνίσθηκε ἀπό τό κυρία­ρχο ἑλλη­νι­κό στοιχεῖο τῆς περιοχῆς. Ὁ πρῶ­τος γνωστός πρόγονος εἶναι ὁ “δομέστικος τῶν Ἰκανάτων” πού συνωμότησε κατά τοῦ Αὐτοκράτορος Βασι­λείου Α’. Θεῖος τοῦ Τσιμι­σκῆ (ἀδελφός τοῦ πατρός του) ἦταν ὁ θρυλικός στρατηγός Ἰω­­άν­­­νης Κουρ­κού­­ας πού ἔδρασε ἐπί Ρωμανοῦ Α’ Λεκα­πηνοῦ. Ἡ μητέρα του κατα­γό­ταν ἀπό τόν οἶκο τῶν Φωκάδων, ἦταν δηλαδή ἑλληνικῆς κα­τα­γω­γῆς, ἀδελ­φή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, πού ἦταν θεῖος του.

Γιά τό προσωνύμιο «Τσιμισκῆς» ὑπάρχουν διά­φορες ἐκδοχές.[1] Ἡ πιό ἀληθοφανής εἶναι ὅτι γεν­νή­θηκε στήν κωμό­πολι ΤσίμισκαΚίμισκα τοῦ Πόντου.[2] Γι’ αὐτό καί οἱ Πό­ντι­οι τόν ἀποκα­λοῦ­σαν καί «Κιμισκῆ». Ὁ Λέ­ων ὁ Διάκονος ἀναφέρει ὅτι «τό πρόσωπό του ἦταν λευ­­κό καί ἐκφραστικό, μέ μαλ­λιά ξανθά πού ἀραίωναν ψη­λά στό μέ­τω­­πο. Τά μάτια του ἦταν ἀνδρο­πρε­πῆ καί χαρωπά, ἡ μύτη του δια­­γρα­­φό­ταν λεπτή καί συμ­με­­τρι­κή. Τό γένι του ἦταν κοκ­κινωπό… Ὡς πρός τό ἀνάστημα ἦταν κοντός ἄν καί εἶχε εὐρύ στέ­ρνο καί πλάτες…». Συνεπῶς φαίνεται πώς τά ἑλληνικά χαρακτηριστικά του, ὑπερ­τε­­ροῦσαν τῶν ἀρμενικῶν.

Ἐν κατακλείδι, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἦταν: ξελ­ληνι­σμέ­νος Ἀρ­­­­μένιος ἀπό πατρός καί Ἕλληνας ἀπό μητρός.

Ἀπεικόνησις τοῦ Ἰωάννου Α’ Τσιμισκῆ ἐφίππου (httpwww.hellenicaworld.comByzantiumPersongr)

Ἐλκυστικός, γενναῖος, κοντός ἀλλά ἐπιβλητικός, ἐξαίρετος ἱππέας, ἀκοντιστής καί τοξό­της, μεγαλόψυχος, τοῦ ἄρεσαν τά γλέντια καί οἱ γυναῖκες. Διακρινόταν δέ γιά «τήν ἀνδρείαν, τήν γενναιότητα, τήν ἀγαθότητα, τήν πραότητα, τήν εὐθύτητα… τήν ἔξοχον πολεμικήν αὐτοῦ ἀρετήν καί τό ἀπαράμιλλον σθένος».[3]

Ἡ πορεία πρός τόν Θρόνο καί τό μελανό της σημεῖο (ὁ φόνος τοῦ Φωκ)

Ἡ διακεκριμένη πολεμική δράσις τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ξεκινᾶ ἐπί Κων­­σταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου ὅταν τό 958 - ἤδη στρα­τη­γός- λεηλά­τη­σε τήν Μεσοποταμία καί κατέλαβε τά Σαμόσατα.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 962 - ἐπί Ρωμανού Β’- πρωτο­στά­­τησε στήν κατάληψι τοῦ Χαλεπίου[4] στό πλευρό τοῦ θείου του, στρατηγοῦ Νικηφό­ρου Φωκᾶ τρέ­ποντας σέ φυγή τούς Ἄραβες κατόπιν μάχης ἔξω ἀπό τά τείχη του.

Και στίς 3 Ἰουλίου 963 ὑπῆρξε ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς στρατιωτικῆς ἐπαναστάσεως πού ξέσπασε στήν Και­σά­ρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἀνεκή­ρυξε Αὐτοκράτορα τόν Νικηφόρο Φωκᾶ.

Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Φωκᾶ στήν ἐξουσία, ὁ ἀνεψιός του, Ἰωάννης Τσι­μι­σκῆς, ἀνέλαβε “δομέστικος τῶν σχολῶν” (ἀρχιστράτηγος) καί ἀρχές τοῦ 964 ἀπέ­κρουσε μέ ἐπιτυχία τίς συνασπισμένες ἀραβικές δυνάμεις στήν Κιλι­κία, ὑπό τούς ἐμίρηδες Saif ad-Dawla (Χαλεπίου), Rashiq al-Nasimi (Τα­ρ­σοῦ) καί Nassir ad-Dawla (Δαμασκοῦ).

Κατόπιν, στήν μάχη τῶν Ἀδά­νων συνέτριψε τούς Ἄραβες καί ἀφάνισε 5.000 πολεμιστές τους. Ἔκ­το­τε οἱ Ἄραβες ὀνόμασαν ἐκεῖνο τό ὕψωμα «βουνό τοῦ αἵματος». Κατόπιν πολιόρκησε τήν Μο­­ψου­εστία.

Ἄκολούθησε τόν Αὐτοκράτορα – θείο του, σέ ὅλες τίς ἐκστρατείες καί διακρίθηκε γιά τίς ἐξαίρετες στρατιωτικές ἱκανότητές του. Καί ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τοῦ εἶχε τυφλή ἐμπιστοσύνη…

Παρά ταύτα, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἐνεπλάκη στά δίχτυα τῆς λακώ­νισ­σας Αὐτοκράτειρας: Ἡ Θεοφανῶ εἶχε πανδρευθῆ ἐξ’ ἀνάγκης τόν Νικη­φόρο Φωκᾶ καί εἶχε ἀναπτύξει ἐρωτικό δεσμό μέ τόν Τσιμισκῆ. Πα­ρα­συ­ρμέ­νη ἀπό αὐλικούς πού τόνιζαν ὅτι τά μέτρα τοῦ Φωκᾶ συγκρού­ονται μέ τά δυναστικά συμ­φέροντα, συνωμότησε μέ τόν ἐρα­­στή της, ὁ ὁποῖος πα­ρασύρθηκε καί συνήργησε στήν δολοφονία τοὐ ἐξαιρέτου ἐκείνου Αυτοκράτορος καί θείου του στις 11 Δεκεμβρίου τοῦ 969.

Ἡ λακώ­νισ­σα Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ

Ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος διαμαρτυρήθηκε γιά τήν ἀπο­τρό­παι­α δο­λο­φονία τοῦ Φωκᾶ καί ἀρχικά ἀπαγόρευσε τήν εἴσοδο τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ στήν Ἁγία Σοφία. Ἔγινε ἀποδεκτός μόνο ἀφοῦ ἀπε­δέχθη τούς ὅρους τοῦ Πατριάρχου πού ἦσαν: ἡ τιμωρία τῶν συ­νεργῶν του Λέοντα Βα­λάντη καί Ἰωάννη Ἀτζυποθεοδώρου καί τῆς Θεοφα­νούς[5], ἡ ἀναγνώρισις τῆς αὐτονομί­ας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ κατά­ργη­σις τῶν διατάξεων πού ἔθι­γαν τήν πε­ριουσία της.

Κατόπιν αὐτῶν, στίς 25 Δεκεμβρίου 969 ὁ Πατριάρχης ἔστεψε τόν Ἰωάννη Α’ Τσιμισκή, Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τήν θεία τῶν νομίμων ἀνηλίκων βασιλέων, Θεοδώρα.[6] Μέ τόν γάμο αὐ­τόν ἐξασφάλισε τήν ἐπίφασι δυναστικῆς νο­μι­μότητος πού χρει­α­ζόταν. Ἐξ’ ἄλλου γιά νά κερδίση τήν ὑποστήριξι τῆς συγκλήτου, ἐπανέφερε τούς μισθούς πού εἶχε μειώσει ὁ Φω­κᾶς.

Ὁ νέος Αὐτοκράτωρ φρόντισε νά ἐξορισθοῦν οἱ συγγενεῖς τοῦ Νι­κη­φό­ρου Φωκᾶ. Ὅμως τό 970 ἀντιμετώπισε ἐξέγερσι τοῦ ἀνεψι­οῦ τοῦ τελευ­ταίου, Βάρδα Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος δραπέτευσε ἀπό τήν Ἀμά­­σεια καί μέ ἕδρα τήν Καισάρεια ἐπαναστάτησε. Τήν ἐξέγερσί του, κατέστειλε ὁ στρατηγός Βάρδας Σκ­λη­­­ρός. Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσι­μι­σκῆς ἔδειξε τήν μεγαλοψυχία του, ἀ­φοῦ δέν ἐπεκύρωσε θανατι­κή ποινή του καί τόν ἀμνή­στευ­σε. Ὅταν καί πάλι ξεσηκώθηκε, τόν ἐξόρισε ὡς μοναχό στήν Χίο. Ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης μάλιστα λέει ὅτι ὅταν ἐπεβλήθη στόν Βάρδα Φωκᾶ ποινή τυφλώσεως, ὁ Τσιμισκῆς τήν ἐκτέλεσε εἰκονικά.

Ἡ συντριβή τῶν Ρώσων: προσάρτησις τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας

Τό 969 ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας Σβιατοσλάβος κατέλαβε τήν ἀνατολική Βουλγαρία γιά λογαριασμό του, παρα­βιά­ζοντας τήν συμφωνία μέ τόν Νικηφόρο Φωκά. Μάλιστα ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ 970 ἄρχισαν νά διεισδύουν στήν Ἀνατολική Θράκη καί λεηλά­τη­σαν σκληρά τήν Φιλιππούπολι, σφαγιάζοντας χιλιά­δες. Ὅπως γράφει ὁ Alphonse Couret, ὁ Σβιατοσλάβος «δέν φοβό­ταν οὔ­τε τήν βυζαντινή τακτική, οὔτε τό φοβερό πῦρ τῶν Ἑλλή­νων».[7] Ὅμως κατά τόν Alfred Nicolaw Rambaud: «Εὐτυχῶς γιά τήν Ἑλλη­νι­κή Αὐτοκρατορία (Empire Grec) ὑπῆρχαν γενναῖοι Κατε­πάνω καί ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς».[8] Πράγματι, ὁ Τσιμισκῆς ἀντέ­δρα­σε ἄμε­σα:

Τό θέρος τοῦ 970 στρατεύματα ὑπό τόν στρατηγό Βάρδα Σκ­λη­­ρό καί τόν πατρίκιο Πέτρο Φωκᾶ βάδισαν ἐναντίον τῶν Ρώ­σων μέ δύναμι περίπου 12.000 ἀνδρῶν. Τά ἀντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν καί ἀκο­λούθησε ἡ μάχη τῆς Ἀρκαδιουπόλεως. Ὁ στρατηγός Σκληρός ἐφήρμοσε στρατηγικό τέχνα­­σμα. Ἡγού­­μενος τοῦ ἑνός τρίτου τῆς δυνά­με­ώς του, διέταξε τακτική ὑποχώ­ρη­σι. Οἱ Ρῶσοι καί οἱ Πε­τσενέγκοι σύμ­μαχοί τους, ἄρχισαν ἄτα­κτη καταδίωξι. Τότε ἐφόρμησε ἡ καλά κρυμμένη ὑπόλοιπη βυζαντινή δύ­ναμις ἀπό δύο σημεῖα. Τούς περικύκλωσε καί τούς ἔτρεψε σέ φυ­­­γή μέ πολύ μεγάλες ἀπώλειες.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 971 ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ἀποφασίζει νά τούς κα­ταφέρη τό τελειωτικό κτύπημα. Ἔχοντας ἱδρύσει καί τό νέο ἐπίλεκτο ἱππικό σῶμα τῶν Ἀθανάτων, συγκεντρώνει δυνά­μεις πε­ρίπου 40.000 ἀνδρῶν καί δια­τάσσει τόν στόλο νά ἀπο­πλεύ­ση γιά τόν ἀποκλεισμό τοῦ Δουνά­βεως. Τίθεται ὁ ἴδιος ἐπικε­φα­λής καί εἰσβάλει στήν Βουλγαρία.

Στίς 3 Ἀπριλίου 971 κατα­φθά­νει στήν βουλγαρική πρωτεύ­ου­σα Με­γά­λη Πρεσλάβα (Preslav), τήν ὁποία ἐκπορθεῖ τήν ἑπομέ­νη, μετά ἀπό σκληρές τειχομαχίες. Ὁ στρατιώτης Θεοδόσιος Με­σο­νύ­κτης ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναρριχήθηκε στό τοῖχος καί ὅπως γράφει ὁ G. Schlumberger σχεδόν ὅλοι οἱ βάρβαροι φονεύ­θη­καν «ὑπό τῶν Ἑλλήνων φαλαγγιτῶν, οἵτινες ὤρμων πανταχόθεν, δια­σκελίζοντες τά καπνίζοντα ἐρείπια».[9]

Ἐκεῖ ὁ Τσι­μισκῆς συ­νέλαβε καί ἔστειλε στήν Βασιλεύουσα τόν βασιλέα τῆς Βου­λγα­ρί­ας Βό­γο­ρι Β’ μαζί μέ τά σύμβολα τῆς βουλγα­ρι­κῆς ἐξου­σί­ας! Μετο­­νόμασε δέ, τήν ἕδρα τῶν βουλγάρων τσάρων μέ τό ὄνο­μά του: «Ἰω­αν­νού­πο­λις»! Ὁ Αὐτοκράτορας ἐμφανιζόταν στόν ἐντόπιο πληθυσμό ὡς ἀπε­λευθερωτής ἀπό τούς Ρώσους, μία ἔξυπνη πολιτική γιά νά ἔχη τήν ὑποστήριξι τῆς ὑπαίθρου. Παράλληλα, ξεκίνησε γιά τήν ἕδρα στήν ὁποία εἶχε ὀχυρωθεῖ ὁ Σβιατοσλάβος.

Ἔτσι ἄρχισε ἡ μάχη τοῦ Δορυστόλου.[10] Ὁ αὐτοκρατορικός στρατός νί­κησε τούς Ρώσους, οἱ ὁποῖοι ὀχυρώ­θη­­­­καν πίσω ἀπό τά τείχη. Ἡ πολιορκία εἶχε διάρκεια τρεῖς μῆ­νες. Κατ’ αὐτήν ἔλαβαν χώρα τουλάχιστον 5 φονικές μάχες ἔξω ἀπό τά τείχη, μέ ἐπίδειξι ἡρωϊσμοῦ καί ἀπό τίς δύο πλευρές.

Στίς 24 Ι­ου­λίου 971 διεξάγεται ἡ τελευταία καί πιό λυσ­σώ­δης μάχη. Ὁ Ἰωάν­νης Α’ Τσιμισκῆς προ­καλεῖ προσω­πι­κά τόν Σβια­το­σλάβο σέ μονο­μα­χία. Ὁ τελευ­ταῖος ἀρνεῖται. Τε­­λι­κά, οἱ Ρῶσοι καταρ­ρέ­ουν καί ὁ Σβια­το­σλά­βος μό­λις πού δια­φεύ­γει τήν σύλληψι. Ἀπό τούς 60.000 ἄνδρες του, ἐπέζησαν 22.000 καί αὐτοί πληγωμένοι! Ὁ Αὐτοκράτωρ μετονόμασε τήν πόλι Θεοδω­ρό­πολι, ἀπό τόν στρα­τιω­τικό ἅγιο, Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη.

Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος ὑπέγραψε συνθήκη μέ τήν ὁποία: ἀπο­χωροῦσε ὁριστικά ἀπό τήν Βουλγαρία, δεσμευόταν νά μήν ἐ­πι­­τε­θῆ ξανά κατά βυζαντι­νῆς ἐπικρατείας καί νά παρέχη στρα­τιω­­τι­κές ὑπηρεσίες ὅποτε τοῦ ζητηθοῦν. Μέ αὐτήν ὁ Τσιμισκῆς ἐ­πέ­­­δει­ξε καί πάλι τήν με­γα­λοψυχία του: Ἀπελευθέρωσε τούς αἰχ­μα­­­­λώ­τους δίνοντάς τους καί σίτο, ἐνῶ διατή­ρη­σε τά ἐμπορικά προ­­­­­νό­μια πού εἶχαν οἱ Ρῶσοι ἀπό τίς προηγούμενες συν­θῆκες. Τό τέλος τοῦ Σβιατοσλάβου ἐπῆλθε λίγο μετά -κατά τήν ἐπι­στρ­οφή του στό Κίεβο- ὅπου οἱ ἴδιοι οἱ σύμμαχοί του, Πετσενέγκοι τόν φό­νευ­σαν στόν Δνείπερο.

Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος μπροστά στον Ἰωάννη Α’ Τσιμισκῆ (πίνακας του Lebedev)

Μετά τήν συντριβή τῶν Ρώσων ἀκολούθησε ἡ προσάρτησις τῆς ἀνα­τολικῆς Βουλγαρίας στήν Αὐτοκρατορία. Στήν Κωνστα­ντινού­πολι, σέ τε­λετή στόν “Φόρο τοῦ Κωνσταντίνου”, ἀφαιρέθη­καν ἀπό τόν Βό­­­γορι Β’ τά αὐ­τοκρατο­ρι­κά ἐνδύματα καί τό στέμ­­μα του ἀφιε­ρώ­­θη­κε στήν Ἁγία Σοφία. Τοῦ ἀπεδόθη ἁπλά ὁ τίτ­λος τοῦ “μαγίστ­­ρου”. Καταργήθηκε τό βου­λγαρικό Πατρια­ρχεῖο καί ἡ Ἐκκλη­σία τῆς Βουλγαρίας ἐτέθη ξα­νά ὑπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινου­πόλεως.

Κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ἡ στρα­τη­γική ἰδιοφυία καί ἡ πο­λι­τι­κή εὐστροφία τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ» ἀποδείχθηκαν σέ αὐτήν τήν ἐκ­στρα­τεία».[11] Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «Ὁ νικηφό­ρος ἑλληνι­σμός ἔφε­ρνε στόν Δούναβη τά ὅρια τῆς μοναρχίας».[12]

Ἡ συντριβή τῶν Ἀράβων: ἀνάκτησις Συρίας καί Παλαιστίνης

Οἱ νίκες τοῦ Νικηφόρου Β’ Φωκᾶ ὁδήγησαν στήν συνθηκο­λό­γη­σι τῶν Ἀράβων τά τέλη τοῦ 969 μέ ἀρχές τοῦ 970, πού ἀπο­τε­λοῦσε δικαίωσι τῶν ἀγώνων τοῦ ἀδικοχαμένου Αὐτο­κρά­­τορος.[13] Ὅμως ἡ συνθήκη δέν ἔμελλε νά ἰσχύση ἐπί πολύ.

Οἱ Φατιμίδες Ἄραβες τῆς βορείου Ἀφρικῆς μετοίκισαν τό 969 στήν Αἴ­γυπτο καί ἵδρυσαν τό Κάϊρο. Ἀπό τήν Αἴγυπτο τό 971 προ­ω­θήθηκαν στήν Συρία καί ἄρχισαν νά πολιορκοῦν τήν Ἀντιόχεια. Ἀποσχολημένος ἀκόμη μέ τήν ἐκσ­τρα­­τεία κα­τά τῶν Ρώσων, ὁ Τσιμισκῆς ἀπέστειλε τόν στρα­τηγό Θέματος Μεσοποταμίας Νικό­λαο, ὁ ὁποῖος προέλασε μέχρι τήν Βαγδάτη. Tό 973 θά ἀκολου­θή­ση νέα ἐκστρατεία ὑπό τόν “δομέστικο τῶν σχολῶν” Μελία ὁ ὁποῖ­ος προέλασε μέχρι τήν Ἄμι­δα. Κατά τήν πολιορκία της ὅμως ἡτ­τή­­θηκε, συνελήφθη αἰχμάλω­τος, μεταφέρθηκε στήν Βαγδάτη καί ἐκ­τε­λέ­σθηκε.

­Ἦταν ἡ ὥρα γιά τόν βασιλέα νά δράση προσωπικά:

πρώτη ἐκστρατεία του ξεκίνησε τήν ἄνοιξι τοῦ 974. Ἀρχικά ἐξα­σφά­λισε τήν συμμαχία τοῦ βασιλείου τῆς Ἀρμενίας καί κατό­πιν εἰσέβαλε στήν Μεσοποταμία, ὅπου ἐπανακατέλαβε πολλές πό­­λεις καί φρούρια μέ κυριό­τερες τήν Ἄμιδα, τήν Μαρτυρόπολι καί τήν Νίσιβι. Ἀπό ἐκεῖ μποροῦσε νά στραφῆ κατά τῆς Βαγδάτης, ἀλλά μᾶλλον ἡ ξηρασία πού προέκυψε καί ἡ ἔλλειψις ἀνεφο­δια­σμοῦ, τόν ἀνάγκασαν νά ἐπιστρέψη νικητής στήν Κων­στα­ντινού­πο­λι μέ ἀτελείωτα λάφυρα καί αἰχμαλώτους.

δεύτερη ἐκστρατεία του ἦταν καί ἡ κυριότερη. Ὁ στρα­τιώ­της - αὐτο­κράτωρ ξεκίνησε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 975. Ἀρχικά εἰσέβαλε στήν Συρία: Ἀπο­λύτρωσε τήν Ἀντιόχεια ἀπό τόν κίνδυνο καί συ­νέ­­χισε καταλαμβάνοντας τήν Ἀπάμεια, τήν Ἔμεσα καί τήν Ἡλι­ού­­πολι. Προήλασε στήν Δα­μα­σκό ἡ ὁποία δήλωσε φόρου ὑπο­τε­λῆς στόν Αὐτοκρά­το­ρα. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ ἄραβας συγ­γρα­φέας τοῦ «Χρονικοῦ τῆς Δαμασκοῦ», Ibn al-Qalanisi, ἀπο­καλεῖ τόν Τσιμισκῆ «Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων».[14]

Κατόπιν στράφηκε πρός στήν Παλαιστίνη: Κα­τέ­λαβε διαδο­χι­κά τήν Τιβεριάδα, τό ὄρος Θαβώρ[15], τήν Να­ζα­ρέτ[16] καί τήν Βη­­θ­­σᾶν! Τά Ἱεροσό­λυ­μα ἦταν πλέον μία ἀνάσα ἀπό τό στράτευ­μα τοῦ Τσι­μι­σκῆ. Ἀλλά ἐκεῖνος βιαζόταν νά συντρίψη τούς Φατι­μί­δες τῆς Φοινίκης: Ἀστραπιαία κινεῖται καί καταλαμβάνει τήν Πα­ρά­λιο Και­σάρεια[17] καί κατόπιν τήν Σιδώνα, τήν Βυρυττό, τήν Ἄκ­ρα, τήν Βύβλο καί τά Γάβαλα. Φτάνει ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Τρι­πό­­λε­ως ἡ ὁποία ὅμως ἀντιστέκεται σθεναρά, ἀποφασίζει νά τήν ἀφήση καί τόν Σεπτέμβριο τοῦ 975 ἐπιστρέφει στήν Ἀντιό­χεια.

Ὁ θρίαμβος ἦταν ἀπερίγραπτος. Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Νικόλαος Οἰκονομίδης «Ἡ ἐκστρατεία τοῦ 975 ἀποτελεῖ ὑπέρτατο τό­λμημα τῆς βυ­ζα­ντινῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς ἐναντίον τῶν Α­ρά­βων».[18] Καί ὁ Robert Brow­ning συμπληρώνει ὅτι ἐπρόκειτο γιά «ἐκπληκτική ἐπίδειξη ἰσχύος καί στρα­τιω­τικῆς ἐπιδεξιό­τη­τας».[19]

Ἡ Αὐτοκρατορία ἀνακτοῦσε τήν Συρία καί τήν Πα­λαι­­στίνη μετά ἀ­πό σχεδόν 340 χρόνια ἀραβικῆς κατακτήσεως! Σύμφωνα μέ τά σύγχρο­να γεωγραφικά δεδομένα εἶχαν κατακτηθεῖ ἡ Συρία, Λίβανος, Ἰορδα­νία, Παλαιστίνη καί τμῆμα τοῦ Ἰ­ράκ!

Τό τέλος ἑνός ἐνδόξου βασιλέως

Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἀπό τούς κο­ρυφαίους Αὐτοκράτορες τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας τῆς “Ρωμανίας”.

Ὡς ἔνδοξος στρατηλάτης εἶχε συντρίψει τούς Ρώ­σους, εἶχε καταλύσει τό κράτος τῶν Βουλγάρων καί εἶχε κατά­τρο­­­πώσει τους Ἄραβες ἀνα­κτώ­ντας τήν ἑλληνιστική Ἀνα­το­λή (Συ­­ρία Παλαιστίνη, Μεσοποταμία) μετά ἀπό 340 χρόνια.

Θεω­ρεῖται βέβαιο ὅτι ἑπόμενος στόχος τοῦ Τσι­­μισκῆ, ἦταν νά ἐπα­ναλάβη τό κα­­τό­­ρ­θω­μα τοῦ Αὐτοκρά­το­ρος Ἡρακ­λείου, κατακτώντας τά Ἱερο­σό­λυμα.

Ὅμως δέν πρό­λα­βε…

Ἐπιστρέφωντας ἀπό τήν τελευ­ταί­α καί πιό ἔνδοξη ἐκστρατεία του, ἔνοιωσε ἀδιαθεσία. Ὅταν κατέφθασε στήν Βασιλεύουσα ἡ κα­τά­στασίς του εἶχε ἤδη ἐπιδεινωθῆ. Λέγεται ὅτι αἰσθανόμενος τό τέ­λος του, διέταξε μέρος τῶν ἀποκτηθέντων ἀπό τίς ἐκστρατεῖες νά μοι­ρασθῆ σέ πτωχούς, ἐνῶ πρόλαβε καί ἔλαβε τήν θεία μετά­λη­ψι.

Πέθανε στίς 10 Ἰανουαρίου 976, χωρίς νά ἀφήση ἀπογό­νους. Οἱ Λέων ὁ Διάκο­νος καί Ἰωάννης Σκυλίτζης ἄφη­σαν ὑπό­νοι­ες γιά πι­θανή δηλητη­ρί­ασί του ἀπό τόν “παρακοιμώ­με­νο” Βασίλει­ο, ἀλ­λά στήν πραγματικότητα «ἡ πορεία τῆς ἀρρώστιας προ­σιδιά­ζει πε­ρισ­σότερο σέ τύφο (χρονική διάρκεια καί κακή φυσι­κή κατάστα­ση τοῦ ἀσθενοῦς)».[20]

Σέ ἔμμετρο ὕφος, ἔγραψε γι’ αὐτόν ὁ Κ. Μανασσῆς «καί μαχητής ἀπρόσμαχος καί βουλευτής ὀξύνους, ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων, ἀνδρεῖος, πράος καί δόρυ δολιχόσκιον κραδαίνειν ἠσκημένος καί τόξον ἔλκειν τήν νευρᾶν ἐπί βελῶν γλυφίσιν, ἀνήρ ἐλευθερόψυχος οὐκ ὑποτρέφων κότον».[21]

Κατά τόν G. Ostrogorsky «Ὅπως ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τό ἴδι­ο καί ὁ Ἰωάν­νης Τζιμισκῆς ἦταν στρατηγός μέ ἀσύγκριτη με­γα­λο­­φυία, ἐνῶ σάν πολι­τι­κός ξεπερνοῦσε τόν ὑπερβολικά αὐθόρ­μη­το προ­­κάτοχό του».[22]

Ὅπως γράφει ὁ Gustave Schlumberger ὑπῆρξε «μικρός μέν τό δέμας, ἀλ­λ’ ἡρωϊκός τήν ρώμην, ὁ τολμητίας, ὁ ἀνίκητος, ὁ εἰς τούς κινδύνους ἀπτόητος καί τήν ἀνδρείαν ἔξοχος… ἄριστος κυβερνήτης καί κράτιστος στρατηγός, μεγάθυμος, γενναῖος, ἱπποτικός».[23]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

ΥΠΟΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Μία ἐκδοχή ἀναφέρει ὅτι προέρχεται ἀπό τό ἀρμενικό «tshemi­sch­gai­zag», πού σημαίνει γυναικεῖο σανδάλι. Ἐκδοχή ἐντελῶς ἀπίθανη, ἀ­φοῦ δέν ὑπάρχει περίπτωσις νά τοῦ προ­σεδώθη τέτοιο πα­ρε­πώ­νυμο. Ἀ­κό­μη μία εἶναι πώς πρόκειται γιά ἑλληνική πα­ράφρασι ἀρμε­νικῆς ἐκφ­ρά­σεως γιά τό χαληλό του ἀνάστημα (ἀκόμη καί σή­μερα λέ­με «τσίμα - τσίμα» γιά κάτι μικρόσωμο ἤ στενό).

[2] «Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ», Τόμος 10 σελ. 433. Ὁ γεωγράφος τοῦ 7ου αἰῶνος Γεώργιος ὁ Κύπριος τήν ἀπεκάλεσε καί «Χοσό­μιχον».

[3] Gustave Schlumberger «Ἡ βυζαντινή ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς» σελ. 10

[4] Πρόκειται γιά τήν ἑλληνιστική Βέρροια τῆς Συρίας. Ἡ πόλις ἦταν ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 944 ἡ ἕδρα ξεχωριστοῦ Ἐμιράτου ὑπό τόν Saif ad Da­w­la.

[5] Ἡ Θεοφανῶ ἐξορίσθηκε στά Πριγκιπόν­νησα. Τό 970 κατάφερε νά δραπετεύση καί ἀποπειράθηκε νά στραφῆ κατά τοῦ Τσιμισκῆ ἀλλά συ­νε­λήφθη καί ἐστάλη σέ μονα­στη­ρι τῆς Ἀρμενίας. Θά ἐπανέλθη στήν Πόλι ἐπί βασιλείας τοῦ υἱοῦ της Βα­σι­λείου Β' ἀλλά χωρίς νά ἀναμειχθῆ ξανά στίς κρατικές ὑποθέσεις.

[6] Θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου καί ἀδελφή τοῦ Ρω­­μα­νοῦ Β’.

[7] «La Russie contre l’Empire Grec» (μτφ: «Ἡ Ρωσία ἐνάντια στήν Ἑλληνική Αὐτoκρα­τορία»)

[8] «Histoire de la Russie», 1878.

[9] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς» σελ. 127.

[10] Πρόκειται γιά τήν σημερινή πόλι Σιλίστρα τῆς Βουλγαρίας καί εἶναι κτισμένη στά νότια του Δουνάβεως.

[11] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 140.

[12] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 53.

[13] Μέ αὐτήν, τό Ἐμιράτο τοῦ Χαλεπίου ἐτίθετο φόρου ὑποτελές καί ἀνα­γνω­ριζόταν ἡ κυριαρχία τῆς Αὐτοκρατορίας στήν περιοχή τοῦ Εὐφράτου καί στήν Συρία ἕως τήν Ἔμεσα, δυτικά τοῦ ποταμοῦ Ὀρόντη.

[14] Ὁ Ἄραβας γεωγράφος Al-Maqdisi τοῦ 10ου αἰῶνος («The Best of Clas­­si­fication for the Knowledge of Regions») καί οἱ Ἄραβες ἱστορικοί τοῦ 12ου αἰ­ῶνος Ali ibn al-Athir («The Complete History») καί τοῦ 13ου αἰῶνος A­bul­Fe­da («History of Humanity»), πού ἀνα­φέρονται στά γεγονότα, ἀποκα­λοῦν τούς βυζαντινούς ξε­κά­θα­ρα «Ἕλληνες».

[15] Ὄρος τῆς Γαλιλαίας κατά τό ὁποῖο ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χρι­σ­τοῦ, σύμφωνα μέ τήν παράδοσι.

[16] Εἶναι ἡ πόλις πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου καί ὅπου μεγά­λωσε ὁ Χριστός.

[17] Πόλις τῆς Παλαιστίνης πού ἵδρυσε ὁ Ἡρώδης καί δέν πρέπει νά σύγχέ­εται μέ τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.

[18] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 112 - 113.

[19] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 142.

[20] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 143.

[21] «Σύνοψις Ἱστοριῶν», στίχοι 5703 - 5709.

[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 176.

[23] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκής» σελ. 353