Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

 τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Οἱ βίαιες δολοφονίες, τά ἐγκλήματα καί οἱ αἱματηρές ἐξεγέρ­­σεις ἦ­ταν ἕνα συχ­νό φαινόμενο στήν Ἀλεξάνδρεια. Καί δέν ἔκα­ναν διά­κρι­ση ἀνάμεσα σέ χρι­στια­νούς ἤ “ἐθνι­κούς”: Τό ἔτος 361 ὁ χριστιανός ἐπίσκοπος Γεώρ­γιος Καππαδοκίας -διδά­σκα­λος καί προστάτης τοῦ τότε Αὐτο­κρά­­τορος Ἰουλιανοῦ- κατακρεουργή­­θηκε καί τό σῶμα του παραδό­θη­κε στήν πυρά. Ἐπίσης τό ἔτος 457 ὄχ­λος “μονοφυσιτῶν”, δολοφόνησε τόν Πατριάρχη Ἀλεξαν­δρεί­ας Προτέ­ριο μέσα στήν κολυμβήθρα τοῦ ναοῦ (!) καί κατόπιν ἔσυρε τό πτῶμα του μέ σκοι­νί, τό ἔδωσε σέ ζῶα νά τό φάνε καί στό τέλος ἔκα­ψε ὅτι εἶχε ἀπό­μείνει…
 
Στίς 8 Μαρτίου 415 συνέβη ἕνα τραγικό γεγο­νός. Δολο­φο­­­νή­θη­κε ἄγρια ἡ ἀλεξανδρινή φιλόσοφος Ὑπατία. Ἡ νεοπλα­τω­­νική φι­­λόσοφος, ἀστρονόμος καί μαθηματικός, ἦταν ἰδιαίτερα ἀγα­πη­τή σέ ἐθνι­κούς καί χριστιανούς. Συμπαθοῦσε καί προ­στά­­­τευ­ε τούς χρι­στιανούς μαθητές της, δύο ἐκ τῶν ὁποίων ἔγι­ναν ἐπί­σκοποι. Ἡ δολοφονία της δέν εἶχε θρησκευ­τι­κά κί­νη­τρα.
 
 

ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ (394): Μία ἀμφιλεγόμενη ἐνέργεια τοῦ Θεο­δοσί­ου Α’

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Γιά τόν ἀντικειμενικό ἱστορικό, ὁ Θεοδόσιος Α’ εἶναι τουλάχιστον ἀμφιλεγόμενος. Καταγόμενος ἀπό τήν Δύ­ση (Ἴβηρας) καί ὄχι ἀπό τήν ἑλληνιστική Ἀνατολή, ἦταν ἀπό τίς λίγες πε­ρι­πτώσεις Αὐτοκρα­τόρων πού ἔνοιω­θαν τελείως ξένοι πρός τό ἑλλη­νικό πνεῦμα. Ὑπῆρξε θρησκό­λη­­πτος, φανατικός, εὐμετά­βλη­­­­τος καί ἀπρόβλεπτος. Παρά ταύτα, προσέλαβε ἑπτά ἀντιγραφεῖς, τέσσερεις Ἕλληνες καί τρεῖς Λατίνους, γιά τήν διάσωση χει­ρογράφων.
Στόν τομέα τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἀτύχησε. Καλλώπισε μέ ἔργα ὅπως ὁ Φόρος τοῦ Ταῦρου καί ἡ Μέση Ὁδός ἀλλά ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ὁ πληθυσμός περιέπεσε σέ μεγαλύτερη οἰκονομική ἀθλιότητα». Στόν δέ τομέα τῆς ἀσφα­λεί­ας τοῦ Κράτους, ἡ φιλο­γο­τ­θική πο­­­λιτική του, κληροδότησε στήν Αὐτοκρατορία ἕνα τε­ρά­στιο πρό­­βλη­­μα πού τά ἑπόμενα χρό­­νια θά τό πλήρωνε πολύ ἀ­κ­ρι­βά.
Μία πολύ ἀμφιλεγόμενη ἀπόφαση τοῦ Θεο­δοσί­ου Α’ ὑπῆρξε ἡ παῦση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τό ἔτος 394.
 
 
Νόμισμα τοῦ Θεο­δοσί­ου Α’
 

ΠΑΝΔΙΔΑΚΤΉΡΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ : Tό πνευματικό κέντρο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ.

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Σύμφωνα μέ τόν Μαλάλα ἀλλά καί κατά τόν F. Fuchs, Πανεπιστήμιο στήν Κωνσταντινού­πο­λη ἱδρύθηκε ἀρχικά ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο («Die Schulen von Konstantinopel im Mittelalter», Berlin 1926).
  • Ἡ ἀναδιο­ργάνωση τοῦ 425 μ.Χ. & ὁ ἑλλη­νι­κός χαρακτῆρας του
Στίς 27 Φεβρου­α­ρί­ου τοῦ 425 ἀναδιο­ργανώ­θη­κε μέ νόμομέ συμβολή τῆς Ἀθηναίας αὐτοκράτειρας Ἀθη­­­ναϊδος - Εὐ­δο­κίας, Ἀπέκτησε τότε, 10 ἕδρες Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς καί ἄλλες 10 Λατινικῆς. Ἐπίσης 5 ἕδρες Ἑλληνικῆς Ρητορικῆς καί μόνο 3 Λατινικῆς. Μία ἕδρα Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί δύο ἕδρες Νο­μικῆς. Τά ἑλληνικά ὑπερτερ­οῦ­σαν τῶν λατινι­κῶν, ὑπερ­τεροῦσαν οἱ Ἕλληνες καθηγη­τές καί διδασκόταν Φιλοσοφία, Ρη­­­τορική, Νομικά, Ἑλληνική καί Λα­τινική γραμματεία. Ἐπρόκειτο γιά πανηγυρική ἀνα­γνώ­ριση τοῦ ἑλλη­νι­κοῦ πολι­τι­στι­κοῦ χαρα­κτή­­ρος τῆς Πόλεως. Ὁ Georg Ostrogorski ἐπισημαίνει: «Ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνα­το­λῆς προ­χω­­ροῦσε ἀσταμάτητα καί ἐπιβλήθηκε σέ μεγάλη ἔκ­τα­­­ση στήν ἐποχή τοῦ Θεοδοσίου Β’ καί τῆς αὐτοκράτειρας Ἀθη­­­ναϊδος - Εὐ­δο­κίας. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό νέο Πανεπι­στή­­μιο, ὅπου ἦταν πε­ρισσότεροι οἱ καθηγητές τῆς Ἑλ­ληνι­κῆς». [«Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 118].
 
 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Τό ἔτος 529 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανός, μέ εἰδική διάταξη ἀπαγόρευσε τήν διδασκαλία μαθημάτων ἀπό “ἐθνικούς” διδα­σκά­­­λους. Αὐτό φωτο­γρά­φιζε κυρίως τήν Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν. Ὅπως γράφει ὁ χρο­νο­γράφος Ἰωάννης Μαλάλας: «…ἔπεμψεν εἰς Ἀθή­­νας, κελεύσας μη­δένα διδάσκειν φιλοσοφίαν, μήτε νόμιμα ἐξη­γεῖσθαι». Δηλαδή, κατά τόν Μίλτωνα Ἀνάστο «ἀπαγόρευε τή διδασκαλία τοῦ δικαίου καί τῆς φι­λοσοφίας στήν Ἀθήνα». [«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’, σελ. 337].
 
 

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ & ΓΡΑΦΗ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη
 
Ἀπό τόν 7ο αἰώνα -πού ἡ ἑλληνική καθιερώνεται ὡς ἡ ἐπίση­μη γλῶσσα τοῦ Κράτους- διαμορφώνεται ἡ πρώ­ϊ­μη μεσαιωνική ἑλληνική, ἀποτέλεσμα κυρίως τῆς πνευ­ματικῆς ἀ­ναγεννήσεως κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα. Πρό­κει­ται γιά ἄμεση ἐξέ­λι­ξη τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς. Περισσότερο κοντά στήν ἑλλη­νι­­στι­κή κοινή βρίσκεται ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας.